Η διαστολή του χρόνου στη Γενική ΣχετικότηταΆρθρο, Ιούνιος 2004 |
Γιατί σε σημεία που το βαρυτικό πεδίο είναι ισχυρότερο, τα ρολόγια "τρέχουν" με πιο αργούς ρυθμούς; Η απάντηση βρίσκεται στα πλαίσια της Γενικής σχετικότητας και μπορούμε να δώσουμε μια απλή εξήγηση χωρίς να καταφύγουμε στις γενικές εξισώσεις πεδίου του Einstein. Ένα από τα κεντρικά σημεία στα οποία στηρίχτηκε η Γενική Σχετικότητα, είναι
η λεγόμενη αρχή της ισοδυναμίας. Αυτή λέει ότι όλοι οι νόμοι της φυσικής έχουν την ίδια
μορφή σε ένα σύστημα αναφοράς που εκτελεί ελεύθερη πτώση, με αυτή που θα είχαν σε ένα
σύστημα αναφοράς εκτός πεδίου βαρύτητας.
Αν ο πύραυλος επιταχύνεται προς τα επάνω με g, τότε το δάπεδο μέσα στο χρόνο που χρειάζεται ένα φωτόνιο για να φτάσει από την οροφή στο δάπεδο, θα έχει αποκτήσει ταχύτητα v=gh/c Σύμφωνα τότε με το φαινόμενο Doppler για το φως, το φως όταν θα φτάσει στο πάτωμα, θα έχει υποστεί μια μετατόπιση συχνότητας προς το μπλε που δίνεται σε πρώτη προσέγγιση από τη σχέση: Δf = vf/c ή
Δf=ghf/c2 ή Δf/f = gh/c2 Είναι εύκολο να δούμε ότι η σχετική αυτή μεταβολή της συχνότητας αντιπροσωπεύει επίσης τον αυξημένο ρυθμό καταγραφής των φωτονίων όπως τον μετράει ένας παρατηρητής στο δάπεδο. Ο παρατηρητής λοιπόν του δαπέδου, αν διαθέτει ένα πανομοιότυπο ρολό με αυτό της οροφής είναι αναγκασμένος να συμπεράνει ότι, το ρολόι της οροφής τρέχει με γρηγορότερο ρυθμό από το δικό του, κι έτσι εξηγεί την υψηλότερη συχνότητα των φωτονίων που λαμβάνει. Αν λοιπόν υποτεθεί ότι η επιτάχυνση διαρκεί κάποιο χρονικό διάστημα t σύμφωνα με το ρολόι της οροφής, ο παρατηρητής του δαπέδου θα αντιλαμβάνεται ότι το ρολόι της οροφής έχει προηγηθεί του δικού του κατά Δt σύμφωνα με τη σχέση: Δt/t = gh/c2 Με άλλα λόγια, αντιλαμβάνεται ότι το ρολόι της οροφής πηγαίνει πιο γρήγορα
από το δικό του ή ότι το δικό του είναι πιο αργό - μένει πίσω. Δφ = gh τότε καταλήγουμε στη σχέση που δίνει τη διαστολή του χρόνου μέσα στο πεδίο βαρύτητας: Δt/t = Δφ/c2 Η πειραματική επαλήθευση της μετατόπισης Doppler της συχνότητας του φωτός λόγω πεδίου βαρύτητας, και συνεπώς της επιβεβαίωσης της αρχής της ισοδυναμίας, έγινε ήδη από τη δεκαετία του 1960. |
||||
|