Τα Ελληνόπουλα κατατάσσονται στην τελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες της
Ε.Ε. σ' ό,τι αφορά τις επιδόσεις τους στα μαθηματικά, την πληροφορική και
τις φυσικές επιστήμες.
Χωρίς «όπλα» αφήνει το εκπαιδευτικό σύστημα τους Έλληνες μαθητές, καθώς
αδυνατούν να ανταποκριθούν στις βασικές απαιτήσεις της Κοινωνίας της
Γνώσης που τους θέλει να είναι ικανοί χρήστες των νέων τεχνολογιών, αλλά
και κάτοχοι -έστω και στοιχειωδώς- γνωστικών αντικειμένων, όπως είναι η
κατανόηση απλών κειμένων και η επίλυση μαθηματικών προβλημάτων.
Οι Έλληνες μαθητές, αν και περνούν την εφηβεία τους με «γερμανικά ωράρια»
εξετάσεων και χρεώνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό με υπέρογκα
φροντιστηριακά έξοδα, εντούτοις δε μαθαίνουν. Είναι χαρακτηριστικό,
άλλωστε, στην αξιολόγηση των επιδόσεών τους, κατατάσσονται στις τελευταίες
θέσεις σε σχέση με τους συνομηλίκους τους στις χώρες - μέλη της E.E.
Πληγή οι εξετάσεις
Το εκπαιδευτικό «χάσμα», που χωρίζει την Ελλάδα από τις υπόλοιπες
αναπτυγμένες χώρες -σύμφωνα με έρευνες διεθνών οργανισμών, αλλά και
Ελλήνων επιστημόνων- είναι ανησυχητικό όσον αφορά τη συνολική διαδικασία
εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και εναρμόνισής της με τα σύγχρονα
ποιοτικά δεδομένα.
Ανοιχτή «πληγή» του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, όπως αναδεικνύεται
από τις έρευνες αυτές, παραμένει η «εξετασιομανία» που οδηγεί τους μαθητές
στη στείρα αποστήθιση και στην έλλειψη κριτικής προσέγγισης απέναντι στη
γνώση που λαμβάνουν.
Την ίδια ώρα, αν και επιχειρείται η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών σε όλες
τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και παρατηρείται μια μεγαλύτερη εξοικείωση με
τη χρήση των H/Y, οι μαθητές αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν τις νέες τους
δεξιότητες ως «εργαλείο» για τον εμπλουτισμό και την εμβάθυνση των γνώσεών
τους.
Και όλα αυτά, την ώρα που ζητούμενο για την αγορά εργασίας είναι οι
εργαζόμενοι να διαθέτουν ευελιξία τόσο στη διαχείριση των γνώσεων που
έχουν αποκτήσει από το εκπαιδευτικό σύστημα, όσο και στην προσαρμογή αυτών
-μέσω της Δια Bίου Eκπαίδευσης- στο συνεχώς μεταλλασσόμενο επαγγελματικό
περιβάλλον. Ο δείκτης του εκπαιδευτικού επιπέδου του ελληνικού πληθυσμού
έχει παρουσιάσει σημαντική αύξηση στη διάρκεια της τελευταίας
δεκαπενταετίας και επίσης έχει μειωθεί κατακόρυφα το ποσοστό του
αναλφαβητισμού.
Χωρίς εφόδια
Ωστόσο, έρευνες του OOΣA και της UNICEF έρχονται να καταδείξουν πως οι
Έλληνες μαθητές δεν αποκτούν τα απαραίτητα εφόδια για την είσοδό τους στην
αναδυόμενη κοινωνία της γνώσης.
Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας του OOΣA, στην
οποία συμμετείχαν 500.000 μαθητές ηλικίας 15 ετών από 41 χώρες.
Οι μαθητές κλήθηκαν να διαγωνιστούν σε ένα δίωρο τεστ Mαθηματικών, ενώ
αξιολογήθηκαν οι ικανότητές τους στις Φυσικές Επιστήμες και στην κατανόηση
κειμένων. Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν ότι οι Έλληνες μαθητές
κατατάσσονται στην τελευταία θέση (27η) μεταξύ των συνομηλίκων τους στις
χώρες - μέλη της E.E. σε ό, τι αφορά τις επιδόσεις τους στα Μαθηματικά,
ενώ εξίσου χαμηλές είναι επιδόσεις τους στην ανάγνωση και την αφομοίωση
κειμένων, καθώς και στις Φυσικές Επιστήμες. Kαι στις δύο περιπτώσεις, η
Eλλάδα κατετάγη στην 26η θέση.
Στο ίδιο συμπέρασμα έχουν καταλήξει και έρευνες Ελλήνων επιστημόνων. Όπως
αναφέρει χαρακτηριστικά το βιβλίο «Η εκπαίδευση της αμάθειας»
(εκδόσεις Gutenberg), οι Έλληνες μαθητές και φοιτητές, στη συντριπτική
τους πλειονότητα, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα κατανόησης ενός
κειμένου, απόδοσής του με δικά τους λόγια, συνδυασμού γνώσεων που έχουν
διδαχθεί προκειμένου να εξηγήσουν ένα απλό φυσικό φαινόμενο ή ένα
κοινωνικό ή ιστορικό γεγονός.
Το σχολείο υποβαθμίζει την πραγματική μόρφωση
Όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς του παραπάνω βιβλίου στο σημερινό σχολείο είναι ιδιαίτερα αναβαθμισμένη η
επιλεκτική λειτουργία σε βάρος της μορφωτικής.
Η εντατικοποίηση των σπουδών μέσα από την «εξετασιομανία» που διαπερνά όλο
το σχολικό πρόγραμμα δεν αποτελεί παρά τη «νεκρολογία» της επαφής του
μαθητή με την ουσία της γνώσης.
Σύμφωνα με τους ίδιους, αν εξετάσει κανείς τη σχέση του περιεχομένου των
μαθημάτων, της μεθόδου και των πρακτικών ελέγχου, θα διαπιστώσει ότι η
σύνθεσή τους δημιουργεί ένα «εκρηκτικό μείγμα» που μπορεί και να
αναστείλει ακόμη και μορφές προσαρμοστικότητας στη μάθηση. Η ανάγκη για
αντικειμενικοποίηση της βαθμολογίας, με τη δημιουργία ερωτήσεων στα
διαγωνίσματα στις οποίες οι απαντήσεις θα «χωράνε» βαθμολογία «χωρίς
αέρα», επιβάλλει τη σχηματοποίηση στις πρακτικές αξιολόγησης.
Αφομοίωση γνώσεων
Οι πρακτικές αυτές διαχέονται, με τη σειρά τους, στο ίδιο το διδακτικό
έργο, υπονομεύοντας τις βασικές αρχές της κριτικής αφομοίωσης των
γνωστικών αντικειμένων. Με άλλα λόγια, σημειώνουν οι συγγραφείς, η ανάλυση
- κατάτμηση μετατρέπει το κείμενο σε «σφάγιο» που περιμένει τον ανατόμο
του. Έτσι, απονεκρώνεται κάθε διαδικασία εμβάθυνσης, κατανόησης,
αμφιβολίας, αμφισβήτησης, εξαφανίζεται το «γιατί» και το «διότι»,
καταστρέφεται κάθε δυνατότητα για συλλογική αφήγηση συνολική εικόνα της
φύσης και της κοινωνίας.
Ενδεικτικά ως προς τα παραπάνω είναι η εικόνα που εμφανίζουν τα γραπτά των
μαθητών στις πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση. Πολλά από αυτά, περιέχουν ακατανόητες προτάσεις, ασυνταξίες
και χοντροειδή ιστορικά λάθη.
Αυτό που προβληματίζει είναι ότι
παρατηρούνται εξωφρενικές απαντήσεις και σε «αρκετά καλά» κατά τα άλλα,
γραπτά, δηλαδή που βαθμολογούνται με «πολύ καλά» ή και «άριστα». Μάλιστα,
όπως τονίζουν οι δύο συγγραφείς, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται ένα
αντιφατικό φαινόμενο: Μαθητές που απαντούν με επιτυχία στα περισσότερα
ερωτήματα των εξετάσεων, «σκοντάφτουν» σε ερωτήσεις που απαιτούν κρίση,
εκφράζουν με δυσκολία τις σκέψεις τους και εμφανίζουν τερατώδη λάθη.
Εμφανίζονται, δηλαδή, σε δεκάδες εκατοντάδες περιπτώσεων, γραπτά που
παραπέμπουν σε υποψηφίους που είναι «καλά προετοιμασμένοι» και ταυτόχρονα
έχουν έλλειψη ικανότητας να αρθρώνουν συνεχή λόγο, να ελέγχουν και να
εκλογικεύουν τις σκέψεις τους χωρίς χάσματα και αντιφάσεις, να κάνουν
λογικές αφαιρέσεις ή να κατανοούν γραπτά κείμενα εκτός από τα υποτυπώδη.
Ένα είδος «προσοντούχων αγραμμάτων» ή αλλιώς μια ιδιαίτερη μορφή
λειτουργικού αναλφαβητισμού.
Στις «παράπλευρες απώλειες» από την παραπάνω αρτηριοσκλήρυνση του
εκπαιδευτικού συστήματος είναι, όπως έχει επισημάνει πολλές φορές ο
Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχανιών, η έλλειψη ευελιξίας εκ μέρους των
εργαζομένων, δηλαδή η μη προσαρμογή και η μη ανανέωση των γνώσεών τους
-μέσα από τις διαδικασίες της Δια Bίου Mάθησης- στο εκάστοτε επαγγελματικό
περιβάλλον.
|