Είναι ο Θεός στα γονίδια μας;Άρθρο, Φεβρουάριος 2005 |
Μια προκλητική μελέτη που δημοσιεύτηκε από το μοριακό βιολόγο και διευθυντή του Αμερικανικού Κέντρου Ερευνών για τον Καρκίνο, Dean Hamer, ψάχνει να βρει εάν η θρησκεία είναι προϊόν της εξέλιξης. Αν δηλαδή οι ρίζες της πίστης βρίσκονται καταγραμμένες στα γονίδια μας. Κι αυτό γιατί στο στόχαστρο των ερευνών της Γενετικής, δεν βρίσκονται μόνο τα γονίδια που σχετίζονται με ασθένειες, αλλά και αυτά που αφορούν την ψυχολογία μας ή την κοινωνική μας συμπεριφορά. Πολλοί ερευνητές σήμερα θεωρούν δεδομένη τη σχέση του ανθρώπινου γονιδιώματος με την ανάπτυξη του εγκεφάλου και για κάποιους υπάρχουν αρκετές ενδείξεις, ότι κάποιο (ή κάποια) γονίδια σχετίζονται με την έννοια της θρησκευτικότητας, όπως κάποια άλλα σχετίζονται με την τάση μας να σχηματίζουμε κοινωνίες ή να συνεργαζόμαστε με άλλους. Όλες αυτές οι συμπεριφορές αντιμετωπίζονται σαν συστατικά της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους μέσα στο χρόνο. Γι αυτούς τους επιστήμονες η θρησκευτικότητα ενισχύεται από ορισμένα γονίδια και μέσα από συνήθειες ή απαγορεύσεις που επιβάλουν οι θρησκείες, όπως η απαγόρευση της αιμομιξίας. Έτσι θρησκευτικοί ή κοινωνικοί κανόνες παίζουν τελικά ρόλο στην θρησκευτικότητά μας μέσω των μηχανισμών της κληρονομικότητας. Κάποιοι υποστηρίζουν ακόμα, ότι η θρησκευτική πίστη (και η πίστη γενικότερα σε κάποια ιδανικά) αποτελεί πολλές φορές παράγοντα επιβίωσης, ή ακόμα και καλύτερης ποιότητας υγείας. Το να πιστεύει κάποιος, λειτουργεί επίσης πολλές φορές κατά του άγχους και υπέρ του ενθουσιασμού και της χαράς. Τάσεις και ψυχολογικές συμπεριφορές που μεταφέρονται στα γονίδιά μας από γενιά σε γενιά. Τέλος κάποιες μελέτες φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι μέσω της μελέτης του ανθρώπινου γονιδιώματος θα είναι δυνατόν να ανιχνευτεί η θρησκευτική τάση μιας κοινωνίας ακόμα και η θρησκευτική προτίμησή της. Για παράδειγμα για έναν λαό που κατοικεί στην έρημο, θα ταίριαζε μια θρησκεία που η ηθική της να περιέχει κανόνες προστασίας και μετριοπάθειας στη χρήση των φυσικών πηγών, όπως του πόσιμου νερού. Αντίθετα πολυπληθείς κοινωνίες τείνουν σε μια θρησκευτικότητα με ένα Θεό που προωθεί την κοινωνική συνεκτικότητα, προς αποφυγή των συγκρούσεων. Πίστη και θρησκεία Ζητήστε από τους αληθινούς οπαδούς οποιασδήποτε θρησκείας να περιγράψουν το σημαντικότερο πράγμα που τους κάνει να αφοσιώνονται στο Θεό, και θα σας πουν ότι δεν είναι ένα πράγμα αλλά αντιθέτως μια αίσθηση- ένα συναίσθημα μιας υψηλότερης δύναμης αρκετά πιο πάνω από μας. Για αιώνες οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο Θεός μας προίκισε με το νου και με επιδεξιότητα για να μαθαίνουμε και να ξεχωρίζουμε από τα υπόλοιπα ζώα. Αλλά τώρα κάποιος ειδικός έκανε μια προκλητική ερώτηση, μία ερώτηση που ολοένα και περισσότερο συζητείται στον κόσμο της επιστήμης και της θρησκείας: Τι ήρθε πρώτα, ο Θεός ή η ανάγκη για το Θεό; Με άλλα λόγια, η ανθρωπότητα δημιούργησε τη θρησκεία από νύξεις ή προτροπές που εστάλησαν από το Θεό ή η εξέλιξη μας ενστάλαξε μια αίσθηση του θείου έτσι ώστε να κάνουμε κοινότητες ουσιαστικές για τη διατήρηση του είδους; Αυτή όμως η συζήτηση εγείρει πολύπλοκα και θυελλώδη ζητήματα: Εάν κάποιοι άνθρωποι είναι περισσότερο θρησκευόμενοι από κάποιους άλλους, είναι η φύση που τους κάνει έτσι ή η ανατροφή τους; Εάν η επιστήμη δεν έχει καμία σχέση με την πνευματικότητα και όλα προέρχονται από το Θεό, γιατί μερικοί άνθρωποι ακούνε τη θεία προσταγή εύκολα ενώ κάποιοι άλλοι παραμένουν πνευματικά αδιάφοροι; Τέτοιες συζητήσεις που άπτονται της επίδρασης του περιβάλλοντος, της κληρονομικότητας και της ανθρωπολογίας έχουν θέση στις συζητήσεις για τη φύση του Θεού; Ακόμη και μεταξύ των ανθρώπων που αποδοκιμάζουν τη θρησκευτική ζωή, υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση ότι οι άνθρωποι μπορούν να μην είναι σε θέση να επιζήσουν χωρίς αυτήν. Είναι αρκετά δύσκολο να σκεφτούμε έναν κόσμο που ο φόνος, η κλεψιά και η εξαπάτηση έχουν την τιμητική τους. Και είναι ακόμα σκληρότερο να σκεφτούμε ότι δεν θα υπάρχουν ηθικές αναστολές. Η θρησκεία φαίνεται να χαλιναγωγεί τις χειρότερες σκέψεις και τις πράξεις και μας ωθεί να συμπεριφερόμαστε καλύτερα. Η ανάγκη όμως για το Θεό μπορεί να είναι ένα κρίσιμο κληροδοτημένο γνώρισμα βαθιά μέσα στο γονιδίωμά μας που περνάει από γενιά σε γενιά. Οι άνθρωποι που ανέπτυξαν μια πνευματική αίσθηση αναπτύχθηκαν και κληροδότησαν αυτό το γνώρισμα στους απογόνους τους. Αυτοί που είχαν ανεπτυγμένη την αίσθηση του Θεού δεν κινδύνευαν από δολοφονίες ή το χάος. Η εξελικτική εξίσωση είναι απλή αλλά ισχυρή. Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα με τίτλο, "Το γονίδιο του Θεού: Πώς η πίστη είναι ενσωματωμένη στα γονίδιά μας" από το μοριακό βιολόγο Dean Hamer, όχι μόνο υποστηρίζεται ότι η ανθρώπινη θρησκευτικότητα και η πνευματικότητα είναι ένα προσαρμοστικό γνώρισμα, αλλά ο συγγραφέας λέει επίσης ότι έχει εντοπίσει ποιο από τα γονίδια είναι υπεύθυνο γι αυτό. Ένα γονίδιο που συμβαίνει να κωδικοποεί επίσης την παραγωγή των νευροδιαβιβαστών που ρυθμίζουν τις διαθέσεις μας. Ένα γονίδιο από τα 32.000 που υπάρχουν στον άνθρωπο με την ονομασία VMAT2. Τα βαθύτερα συναισθήματα της πνευματικότητάς μας, σύμφωνα με την εργασία του Hamer, μπορούν να οφείλονται σε κάτι περισσότερο από μια περιστασιακή πυροδότηση των χημικών ουσιών του εγκεφάλου που κυβερνώνται από το DNA μας. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην Ινδία στην εποχή του Βούδα, υπήρξαν φιλόσοφοι που έλεγαν ότι δεν υπήρχε καμία ψυχή. Το μυαλό ήταν απλώς χημεία. Ο Βούδας όμως διαφώνησε με τον ακραίο υλισμό τους αλλά και απέρριψε τη θεολογία της 'απόλυτης ψυχής'. Αλλά και ο Michael Persinger, καθηγητής της συμπεριφοριστικής νευρολογίας στο πανεπιστήμιο Laurentian στην πόλη Sudbury του Οντάριο, το λέει πιο ξεκάθαρα. "Ο Θεός", λέει, "είναι ένα κατασκεύασμα του εγκεφάλου". "Είμαι οπαδός της άποψης ότι κάθε σκέψη που κάνουμε και κάθε συναίσθημα που αισθανόμαστε είναι το αποτέλεσμα δραστηριότητας στον εγκέφαλο", εξηγεί ο Hamer. "Σκέφτομαι ότι ακολουθούμε το βασικό νόμο της φύσης, ότι δηλαδή είμαστε μια δέσμη χημικών αντιδράσεων που γίνονται σε ένα κλειστό χώρο". Ενώ η επιστήμη ψάχνει πάντα για την αιτία κάθε φαινομένου, αυτοί που πιστεύουν δεν παραδέχονται μια λογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. "Ο Θεός δεν είναι κάτι που μπορεί να δειχθεί λογικά ή αυστηρά", λέει από την άλλη ο Neil Gillman, καθηγητής της εβραϊκής φιλοσοφίας στην θεολογική σχολή στην πόλη της Νέας Υόρκης. "Η ιδέα ενός γονιδίου υπεύθυνου για την πίστη μας στο Θεό είναι αντίθετη με όλες τις προσωπικές θεολογικές πεποιθήσεις μου", λέει ο John Polkinghorne, ένας φυσικός και ιερωμένος επίσης στον καθεδρικό ναό του Λίβερπουλ της Αγγλίας. "Δεν μπορείτε να υποβιβάσετε την πίστη σε απλή υπεύθυνη για την επιβίωση. Αυτό δείχνει μια πνευματική ένδεια και μια υπεραπλούστευση". Ο Hamer πιστεύει ότι δεν είναι μόνο η θρησκευτικότητα αλλά γενικότερα η πνευματικότητα που μας οδηγεί στο να πιστεύουμε στη μεταφυσική και να έχουμε αδυναμίες. "Τα συμπεράσματά μου έχουν ένα αγνωστικισμό για την ύπαρξη του Θεού", λέει. "Εάν υπάρχει ένας Θεός, τότε υπάρχει. Απλώς ξέροντας ποιες χημικές ουσίες του εγκεφάλου εμπλέκονται στην αναγνώριση δεν πρόκειται να αλλάξει το γεγονός της ύπαρξης Του". Αυτοί που πιστεύουν στις θρησκείες και που είναι άνετοι με την ιδέα ότι τα γονίδια του Θεού είναι το αποτέλεσμα του Θεού, πρέπει να έχουν ένα μικρό πρόβλημα να κάνουν το επόμενο βήμα: ότι όχι μόνο υπάρχουν τα γονίδια αλλά είναι κεντρικά σημεία για την επιβίωσή μας, από τα οποία εξαρτήθηκε η ίδια η εξέλιξη του ανθρώπου. Ο Θεός είναι μια έννοια που εμφανίζεται σε όλους τους πολιτισμούς σε όλη την υδρόγειο, ανεξάρτητα από το πόσο γεωγραφικά απομονωμένοι είναι οι άνθρωποι. Όταν φυλές που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές βρίσκουν την έννοια του Θεού τόσο εύκολα, είναι αρκετά ισχυρή ένδειξη ότι αυτή η ιδέα φορτώνεται εκ των προτέρων στο γονιδίωμα παρά αποκτάται εκ των υστέρων. Το γεγονός αυτό είναι μια εξίσου ισχυρή ένδειξη ότι υπάρχουν πολύ καλοί λόγοι να υπάρχει ριζωμένη η ιδέα του Θεού στο γονιδίωμα μας. Ο Hamer τελικά κατορθώνει να συμφιλιώσει για πρώτη φορά επιστήμη και θρησκεία, αφού αποδεικνύει ότι ο Θεός κατοικεί εν τέλει μέσα μας (οι θεολόγοι απλώς πιστεύουν ότι ο Θεός βρίσκεται στις καρδιές μας ενώ οι επιστήμονες στα γονίδια μας). Υπάρχει όμως πολύ λογική στη θεωρία του Hamer και δεν είναι σίγουρο αν τη δέχονται εύκολα οι άνθρωποι. Το γονίδιο του θεού του Dean Hamer αποτελεί μια χαρακτηριστική απόπειρα της επιστήμης να κατανοήσει και να ελέγξει το αίσθημα της πίστης. Το γονίδιο VMAT2 ελέγχει τα χημικά σήματα που στέλνονται στον εγκέφαλο μέσω μιας πρωτεΐνης που παράγει. Ουσιαστικά εμπλέκεται στο πώς νιώθουμε. Παραλλαγές του γονιδίου αυτού συνδέονται με το αίσθημα της πνευματικότητας και τη μεταφυσική. Για τον Hamer η πνευματικότητα έχει γενετική βάση. Η θεωρία αυτή είναι βεβαίως αδύναμη και δεν εξηγεί αν πράγματι παίζουν ρόλο τα γονίδια, ποιον ακριβώς ρόλο παίζουν και γιατί, όμως συναντά εκείνους τους επιστήμονες που θεωρούν ότι η πίστη ενυπάρχει μέσα μας είτε λόγω κατασκευής είτε λόγω... ατυχήματος. Για τον Scott Atran, Αμερικανό ανθρωπολόγο, το φαινόμενο της πίστης «είναι μια οικογένεια νοητικών φαινομένων που αποτελείται από την ασυνήθιστη σύνθεση συνηθισμένων νοητικών καθημερινών λειτουργιών». Με απλά λόγια, η θρησκευτική πίστη προέκυψε εξελικτικά, ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, ως υποπροϊόν. Κοινωνικά τα αίτια Για κάποιους ψυχολόγους και νευροψυχολόγους πρόκειται για νεύρωση που έχει κοινωνικά κυρίως αίτια. Έτσι, ο Richard Dawkins, εξελικτικός βιολόγος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, γράφει στο best seller του «η Πλάνη του Θεού», ότι η θρησκευτική πίστη είναι ένα υποπροϊόν της ανθρώπινης εξέλιξης: «παράγωγο ενός εξελικτικού ατυχήματος, παράλογο και κοινωνικά βλαβερό». Ο Dawkins πιστεύει πως ήταν ευκολότερο για το ανθρώπινο ον να πιστεύει αφού δεν μπορούσε να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα, όμως θα πρέπει να απαλλαγεί πλέον από αυτό. Ο Αμερικανός φιλόσοφος Daniel Dennett συνηγορεί θεωρώντας πως σε 25 χρόνια από σήμερα οι θρησκείες δεν θα προκαλούν κανένα δέος στον κόσμο, αφού οι επιστήμες θα έχουν πείσει γι’ αυτό τους ανθρώπους. Ο Νομπελίστας φυσικός Steven Weinberg δηλώνει ότι «πρέπει οι επιστήμονες να κάνουν τα πάντα προκειμένου να αδυνατίσουν την επιρροή των θρησκειών στην κοινωνία. Αυτή θα είναι ίσως και η μεγαλύτερη συμβολή τους στον πολιτισμό». Οι απόπειρες της επιστήμης να εξηγήσει το φαινόμενο της πίστης είναι βεβαίως αδύναμες επιστημονικά ακόμα, όπως άλλωστε είναι και η απόπειρα των χριστιανών νεοσυντηρητικών να εγκαθιδρύσουν νέα επιστημονικά μοντέλα πιο συμβατά με τις δικές τους αντιλήψεις για τον κόσμο (ευφυής σχεδιασμός). Η επιστήμη στις μέρες μας παραβιάζει για άλλη μια φορά τα όρια του «ιερού», δημιουργώντας ζωή στο εργαστήριο (με τις βιοτεχνολογίες) και αφαιρώντας έτσι ένα ακόμα αποκλειστικό προνόμιο του θεού. Αυτό φέρνει σε αμηχανία τις θρησκείες, ακόμα κι αν όλοι γνωρίζουν πως δεν απαντά στα βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου, όπως κάνουν οι θρησκείες. Επιστήμονες και Θρησκεία Στην ιστορία των θρησκειών και των επιστημών έχουν υπάρξει –καθόλου τυχαία– αφενός βαθιά θρησκευόμενοι άνθρωποι με σπουδαία συμβολή στην επιστημονική σκέψη (από τον Άγιο Αυγουστίνο έως τον διάσημο γενετιστή Γκρέγκορ Μέντελ), αφετέρου επιστήμονες με βαθιά θρησκευτική πίστη (ο Κουρτ Γκέντελ έγραψε μια μαθηματική απόδειξη περί της ύπαρξης του Θεού). Και βεβαίως το αντίθετο. Φονταμενταλιστές κληρικοί που αρνήθηκαν οποιαδήποτε αλήθεια στην επιστήμη, αλλά και φονταμενταλιστές επιστήμονες που πολέμησαν τους θρησκευτικούς μύθους με κάθε τρόπο. Έρευνα για τον εθισμό Ο Hamer άρχισε την έρευνα του το 1998, όταν πραγματοποιούσε μια έρευνα πάνω στο κάπνισμα και τον εθισμό για το Εθνικό Ίδρυμα Καρκίνου. Για τη μελέτη του, στρατολόγησε περισσότερους από 1.000 άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι συμφώνησαν να δώσουν ένα συνηθισμένο τεστ για την προσωπικότητα τους με 240 ερωτήσεις (Το τεστ λέγεται Temperament and Character Inventory ή TCI). Μεταξύ των ερωτήσεων ήταν να αναφερθούν για το τι πιστεύουν για το μυστικισμό, τη πνευματικότητα, την υπερβατικότητα κλπ. Και όπως λέει ένας από τους σχεδιαστές του TCI ο ψυχίατρος Robert Cloninger του Πανεπιστημίου Washington στο St. Louis, "μας βοήθησε να μάθουμε για αυτό που ονομάζεται θρησκευτική Έκσταση". Ο ίδιος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία, που συνέλεξε στην έρευνα για το κάπνισμα, για να πραγματοποιήσει μια μικρή μελέτη της πνευματικότητας. Πρώτα ταξινόμησε τους συμμετέχοντες στην έρευνα με μια κλίμακα αυτο-υπερβατικότητας, που είχε βρει ο Cloninger, σε βαθμίδες που κυμαίνονταν από λίγη έως πολύ. Τότε έψαξε στα γονίδιά τους για να διαπιστώσει εάν θα μπορούσε να βρει κάποιο μέρος του DNA υπεύθυνο για αυτές τις διαφορές. Η αναζήτηση στο ανθρώπινο γονιδίωμα δεν είναι εύκολη δουλειά, γιατί υπάρχουν 35.000 γονίδια που αποτελούνται από 3,2 δισεκατομμύρια χημικές βάσεις. Για να ελαττώσει την αναζήτηση του στα γονίδια ο Hamer περιόρισε την εργασία του σε εννέα συγκεκριμένα γονίδια που ήταν γνωστά ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή χημικών ουσιών του εγκεφάλου (μοναμίνες), συμπεριλαμβανομένης της σεροτονίνης και της ντοπαμίνης, οι οποίες ρυθμίζουν θεμελιώδεις λειτουργίες, όπως η διάθεση και ο έλεγχος της κίνησης. Το πρόζακ όπως και άλλα αντικαταθλιπτικά χάπια περιέχουν ως γνωστόν μοναμίνες. Μελετώντας λοιπόν τα εννέα υποψήφια γονίδια στα δείγματα του DNA που πήρε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα του, ο Hamer γρήγορα χτύπησε το γενετικό jackpot. Μια παραλλαγή σε ένα γονίδιο που είναι γνωστό σαν vmat2 φαίνεται να αφορούσε άμεσα το πώς οι εθελοντές βαθμολογούσαν την αυτο-υπερβατικότητα τους στην έρευνα. Αυτοί που είχαν το νουκλεϊκό οξύ κυτοσίνη σε ένα ιδιαίτερο σημείο στο γονίδιο τους βαθμολογούσαν τον εαυτό τους υψηλά στην αυτο-υπερβατικότητα. Εκείνοι που είχαν την αδενίνη στην ίδια θέση του γονιδίου ταξινομήθηκαν χαμηλότερα στην έρευνα. "Μια απλή αλλαγή σε μια απλή βάση στη μέση του γονιδίου φάνηκε άμεσα να σχετίζεται με τη δυνατότητα να έρχεται μόνος του στο στάδιο της υπερβατικότητας", λέει ο Hamer. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πιστεύουν σε ένα Θεό ή έχουν έντονη θρησκευτική πεποίθηση. Αλλά αισθάνονταν κάτι πνευματικό που οι άλλοι δεν είχαν. Ο Hamer όμως προσέχει και δεν λέει ότι το γονίδιο που βρήκε είναι το μοναδικό που έχει επιπτώσεις πάνω στην πνευματικότητα. Ακόμη και τα δευτερεύοντα ανθρώπινα γνωρίσματα μπορούν να εξουσιάζονται από την αλληλεπίδραση πολλών γονιδίων. Άρα κάτι τόσο σύνθετο όπως είναι η πίστη στο Θεό θα μπορούσε να συμπεριλάβει εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες γονίδια. Και τονίζει επίσης ότι ενώ μπορεί να έχει εντοπίσει μια γενετική ρίζα για την πνευματικότητα, αυτή δεν είναι η ίδια με τη γενετική ρίζα για τη θρησκεία. Η πνευματικότητα είναι ένα συναίσθημα ή μια κατάσταση του νου, ενώ η θρησκεία είναι κάτι που κωδικοποιείται με νόμους στα πλαίσια της κοινωνίας. "Η πνευματικότητα είναι έντονα προσωπική η θρησκεία είναι θεσμική", τονίζει. Σε μια διάσημη έρευνα που είχε γίνει το 1979, στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότας με 53 μονοζυγωτικούς διδύμους και 31 διζυγωτικούς διδύμους που μεγάλωσαν χωριστά, οι επιστήμονες έψαξαν για χαρακτηριστικά γνωρίσματα που είχαν και τα δύο αδέλφια. Όταν ρωτήθηκαν - μεταξύ των άλλων - για τις θρησκευτικές αξίες και τα πνευματικά συναισθήματά τους, οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι παρουσίασαν παρόμοια συμπεριφορά. Γενικά, η πιθανότητα να είχαν παρόμοια συμπεριφορά ήταν δύο φορές περισσότερη από το να έχουν την ίδια συμπεριφορά οι διζυγωτικοί. Αλλά όταν ρωτήθηκαν αν συμμετέχουν σε οργανωμένες θρησκευτικές τελετές τότε φάνηκε καθαρά ότι έπαιζε ρόλο το περιβάλλον και ο πολιτισμός. Ερχόμαστε λοιπόν κοντά στο Θεό αρχικά από τα γονίδιά μας ενώ αργότερα παίζουν ρόλο άλλες καταστάσεις ή διεργασίες. "Το αποτέλεσμα ήταν εντελώς αντίθετο με τις προσδοκίες μου", αναφέρει ο ψυχολόγος Thomas Bouchard, και ένας από τους ερευνητές που συμμετέχουν στην εργασία. Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν αργότερα και σε άλλες μεγαλύτερες μελέτες με διδύμους στη Βιρτζίνια και την Αυστραλία. "Φυσικά και οι έννοιες του Θεού κατοικούν στον εγκέφαλο κι όχι στο δακτυλάκι του ποδιού μας", αναφέρει ο Lindon Eaves, διευθυντής του Ιδρύματος της Βιρτζίνια για την ψυχιατρική και τη συμπεριφοριστική γενετική στο Πανεπιστήμιο Βιρτζίνια στο Richmond. "Η ερώτηση που τίθεται όμως είναι: Σε τι ανταποκρίνεται αυτή η καλωδίωση; Γιατί υπάρχει;" Άλλοι ερευνητές έχουν ασχοληθεί με το θέμα όχι με παρατήρηση γονιδίων που κωδικοποιούν την πνευματικότητα αλλά ερευνώντας για το πώς αυτή η πνευματικότητα επηρεάζει τον εγκέφαλο. Ο ειδικός στη νευρολογία Andrew Newberg του Πανεπιστημίου της
Πενσυλβάνιας χρησιμοποίησε λοιπόν διάφορους τρόπους απεικόνισης για να
παρατηρήσει τους εγκεφάλους ανθρώπων τη στιγμή που αυτοί διαλογίζονται ή
προσεύχονταν, με λίγα λόγια τη στιγμή που χάνουν την επαφή τους με τον
ρεαλιστικό κόσμο. Μετρώντας τη ροή του αίματος, καθόρισε ποιες περιοχές
του εγκεφάλου είναι υπεύθυνες για τα συναισθήματα που δοκιμάζουν οι
εθελοντές. Όσο πιο βαθιά φτάνουν σε περισυλλογή ή στην προσευχή, ο Newberg
βρήκε ότι τόσο πιο ενεργός γίνεται ο μετωπικός λοβός (η περιοχή της
συγκέντρωσης και της προσοχής) και το κέντρο αισθημάτων του εγκεφάλου
συμπεριλαμβανομένης και της έκστασης. Παρόμοιες έρευνες έχει κάνει κι ένας άλλος ειδικός. Ο νευρολόγος James Austin πριν από πολλά χρόνια. Και κατέληξε κι αυτός στα ίδια αποτελέσματα που δημοσιεύτηκαν το 1998 στο βιβλίο του "Το Ζεν και ο Εγκέφαλος" από τις εκδόσεις του ΜΙΤ. Μετά από αυτό, όλο και περισσότεροι επιστήμονες ενστερνίστηκαν την "νευροθεολογία", την μελέτη της νευροβιολογίας της θρησκείας και της πνευματικότητας. Σε ένα βιβλίο, το "Why God Won't Go Away", ο Antrew Newberg ένας ραδιολόγος από το Πανεπιστήμιο της Pennsylvania περιγράφει τις έρευνες του σε αυτό τον τομέα. Αυτός και οι συνεργάτες του απεικόνισαν δεδομένα με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή από την χαμηλή δραστηριότητα Θιβετανών Βουδιστών, βυθισμένων σε διαλογισμό και από Φραγκισκανές καλόγριες σε βαθιά δέηση, που δείχνουν πώς μπορεί να επιδράσει ένα πλήθος νευρικών διεγέρσεων στους λοβούς και στις έλικες. Στον εξωτερικό φλοιό, όμως, χρησιμοποιούν τα δεδομένα για να καθορίσουν το πώς φαίνεται να είναι τα κυκλώματα πνευματικότητας του εγκεφάλου, και να εξηγήσουν το πώς μια τέτοια θρησκευτική τελετουργία έχει τη δύναμη να επιδρά, τόσο σε αυτούς που πιστεύουν, όσο και σε όσους όχι. Βλέπουμε λοιπόν αυτούς τους ερευνητές να θέλουν να αποκαλύψουν τις νευρολογικές αιτίες των πνευματιστικών και μυστικιστικών εμπειριών. Με λίγα λόγια, του τι συμβαίνει στους εγκεφάλους μας όταν αισθανόμαστε πως "είμαστε αντιμέτωποι με μια διαφορετική όψη της πραγματικότητας- και, σε μερικές λεπτές αισθήσεις, ανώτερη από την πραγματικότητα της καθημερινής μας εμπειρίας", όπως υποστηρίζει ο ψυχολόγος David Wulff του Wheaton College της Μασαχουσέτης. Θρησκευτικές εμπειρίες Στη νευροθεολογία, ψυχολόγοι και νευρολόγοι προσπαθούν να σημειώσουν με ακρίβεια ποιες περιοχές διεγείρονται και ποιες αποδιεγείρονται κατά τη διάρκεια εμπειριών οι οποίες φαίνεται να είναι έξω από το χώρο και το χρόνο. Με αυτόν τον τρόπο, διαφορετικό από τις αρχικές έρευνες που έγιναν στα '50 και τα '60, παρατηρούνται αλλαγές στα εγκεφαλικά κύματα κατά τον διαλογισμό. Όμως αυτές οι ανακαλύψεις δεν μας διαφώτισαν πάνω στο γιατί μεταβάλλονται τα εγκεφαλικά κύματα, ή σε ποια ιδιαίτερη περιοχή του εγκεφάλου συμβαίνουν αυτές οι αλλαγές. Στη νευρική δραστηριότητα ενός ζωντανού, εργαζόμενου εγκεφάλου δεν υπάρχει επιστροφή. Αντίθετα, οι σύγχρονες έρευνες επιχειρούν να καθορίσουν τα εγκεφαλικά κυκλώματα τα οποία ξεχειλίζουν από δραστηριότητα όταν πιστεύουμε πως αντιμετωπίζουμε το θείο, και όταν νοιώθουμε πως μεταφερόμαστε από μια βαθιά προσευχή, ένα εξυψωτικό τελετουργικό ή μια μυστικιστική μουσική. Αν και το πεδίο είναι εντελώς ανεξερεύνητο, και οι απαντήσεις πολύ αβέβαιες, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο. "Οι πνευματιστικές εμπειρίες είναι τόσο οικείες στους πολιτισμούς, διαμέσου των εποχών και των πίστεων", λέει ο Wulff, "ώστε μπορούμε να υποθέτουμε έναν κοινό πυρήνα που μοιάζει με αντανάκλαση της δομής και των διαδικασιών του ανθρώπινου εγκεφάλου". Στα 1997, ο νευρολόγος Vilayanur Ramachandran είπε στην ετήσια συνάντηση της 'Eνωσης Νευροεπιστημόνων πως υπάρχει "μια νευρική βάση για την θρησκευτική εμπειρία". Τα προκαταρκτικά του αποτελέσματα δείχνουν πως το βάθος του θρησκευτικού αισθήματος ή της θρησκοληψίας, μάλλον βασίζεται στον φυσικό -χωρίς αυτό να είναι αποδεδειγμένο- εμπλουτισμό της ηλεκτρικής δραστηριότητας των κροταφικών λοβών. Και είναι ενδιαφέρον το ότι αυτή η περιοχή του εγκεφάλου φαίνεται επίσης σημαντική στην εκμάθηση της ομιλίας. Μια εμπειρία κοινή σε πολλές πνευματιστικές καταστάσεις είναι το άκουσμα της φωνής του Θεού. Αυτό φαίνεται να εμφανίζεται όταν να ταυτίζεται η εσωτερική φωνή (η "μικρή φωνή" μέσα μας που γνωρίζουμε πως ορίζει τον εαυτό μας) με κάτι εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια τέτοιων εμπειριών, ενεργοποιείται η περιοχή Broca του εγκεφάλου (η εγκεφαλική έλικα η υπεύθυνη για τη λειτουργία της ομιλίας, που πήρε το όνομά της από τον Paul Broca (1824-1880)). Οι περισσότεροι από μας μπορούμε να πούμε ότι είναι η δική μας εσωτερική φωνή που μιλάει. Όμως, όταν η αισθητήρια πληροφορία είναι περιορισμένη, όπως συμβαίνει κατά τον διαλογισμό ή την προσευχή, οι άνθρωποι είναι "περισσότερο σαν εσωτερικοί, πράγμα που δημιουργεί την εντύπωση μιας εξωτερικής πηγής", υποστηρίζει ο ψυχολόγος Richard Bentall του Πανεπιστημίου του Manchester στη Βρετανία, στο βιβλίο του "Varieties of Anomalous Experience". Το στρες και οι συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν επίσης να επεμβαίνουν στη δραστηριότητα του εγκεφάλου ως προς τον προσδιορισμό της πηγής της φωνής, προσθέτει ο Bentall. Σε μια μελέτη του 1998, ερευνητές ανακάλυψαν πως μια επιμέρους περιοχή του εγκεφάλου, ονομαζόμενη δεξί πρόσθιο σάγμα, διεγείρεται όταν οι άνθρωποι ακούν κάτι στο περιβάλλον -μια φωνή ή έναν ήχο- και επίσης όταν φαντάζονται πως ακούν κάτι και έτσι είμαστε σίγουροι ότι προέρχεται από τον ίδιο τον εγκέφαλο. Αυτή η περιοχή, λέει ο Bentall, "ίσως να περιέχει τα νευρικά κυκλώματα τα υπεύθυνα για την αναγνώριση των συμβάντων αυτών σαν να προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο". Όταν είναι ακατάλληλα διεγερμένη, είμαστε σαν ανόητοι που πιστεύουμε πως η φωνή που ακούμε προέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο. Κάθε άνθρωπος που περιγράφει τον εαυτό του σαν μη πνευματικό μπορεί να μεταστραφεί από θρησκευτικές τελετές και λιτανείες. Σ' αυτό το σημείο βρίσκεται και η δύναμη των μυσταγωγιών. Τυμπανίζοντας, χορεύοντας, ψάλλοντας -με όλη την προσοχή προσηλωμένη σε μια απλή, έντονη πηγή που διεγείρει τις αισθήσεις, συμπεριλαμβάνοντας και μια ιδιαίτερη κίνηση του σώματος. Επίσης προκαλούν ισχυρές συναισθηματικές αντιδράσεις. Αυτός ο συνδυασμός -εστιασμένη προσοχή που αποκλείει άλλα αισθητήρια ερεθίσματα, προσθέτοντας αυξανόμενη συγκίνηση- είναι το κλειδί. Ταυτόχρονα, φαίνεται να οδηγείται το σύστημα διέγερσης του εγκεφάλου σε μια ανάταση, περισσότερο από όσο το κάνει ένας εσωτερικός φόβος. 'Oταν συμβαίνει αυτό, εξηγεί ο Newberg, κάποια από τις δομές του εγκεφάλου, υπεύθυνη για την υποστήριξη της ισορροπίας -ο ιππόκαμπος- ξεπερνά τα όρια. Αυτό αναστέλλει την ροή σημάτων μεταξύ νευρώνων, όπως ένας τροχονόμος παρεμποδίζει οποιοδήποτε αυτοκίνητο εισέρχεται μεμονωμένα σε αυτοκινητόδρομο προτεραιότητας. Το αποτέλεσμα είναι πως ειδικές περιοχές του εγκεφάλου στερούνται νευρολογικών δεδομένων. Μια τέτοια αποκομμένη περιοχή φαίνεται να είναι η περιοχή προσανατολισμού, που αναστέλλει τη δραστηριότητά της με τον ίδιο τρόπο κατά τον διαλογισμό και την προσευχή. Σε τέτοιες καταστάσεις, χωρίς είσοδο αισθητηρίων, η περιοχή προσανατολισμού δεν μπορεί να προσδιορίσει την αίσθηση του που σταματά ο εαυτός και που ξεκινά ο εξωτερικός κόσμος. Γι' αυτό, μυσταγωγίες και λιτανείες μπορούν να φέρουν στην επιφάνεια αυτό που ο Newberg αποκαλεί σαν "εξομάλυνση των ορίων του εαυτού" -και την αίσθηση της ατομικότητας και της πνευματικής ενότητας. Ψάλλοντας αργά ελεγειακές λειτουργικές μελωδίες και ψιθυρίζοντας μυσταγωγικές προσευχές, όλα αυτά φαίνεται να λειτουργούν μαγικά τις περισσότερες φορές: διεγείρουν τον ιππόκαμπο απευθείας και μπλοκάρουν την νευρική κυκλοφορία προς κάποιες εγκεφαλικές περιοχές. Το αποτέλεσμα είναι πάλι "η συσκότιση των ορίων της εγκεφαλικής αίσθησης του εαυτού, ανοίγοντας την πόρτα σε ενωτικές καταστάσεις που είναι και ο πρωταρχικός στόχος μιας θρησκευτικής μυσταγωγίας", λέει ο Newberg. Το αναζωογονημένο ενδιαφέρον των ερευνητών στη νευροθεολογία αντανακλά περισσότερο την διαθεσιμότητα νέων πεδίων έρευνας πάνω στη λειτουργία του εγκεφάλου. Η ψυχολογία και η νευροεπιστήμες είχαν παραμελήσει για πολύ καιρό τη θρησκεία. Σε πείσμα, όμως, αυτή παρέμεινε κέντρο της πνευματικής ζωής για τόσο πολλούς ανθρώπους, η θρησκεία συγκρούστηκε με την αντίληψη που ο David Wulff αποκάλεσε, από την πλευρά της επιστήμης, "αδιαφορία ή απάθεια για τα πάντα". 'Oταν ένας ψυχολόγος, ένας κατ' ουσία Χριστιανός, προσπάθησε να συζητήσει πάνω στο εισαγωγικό βιβλίο του ψυχανάλυσης το ρόλο της πίστης στην ανθρώπινη ζωή, ο εκδότης έκοψε τα περισσότερα απ' αυτά, από τον φόβο να μην θιγούν οι αναγνώστες. Η άνοδος της νευροθεολογίας αναπαριστά μια ριζοσπαστική αλλαγή θέσης σ' αυτή τη νοοτροπία. Και οποιαδήποτε επιστημονική φαντασία δεν μπορεί να φτάσει την πνευματικότητα, η πνευματικότητα είναι η επιστροφή στο μυστήριο: μυστικιστικές εμπειρίες, λέει ο Forman, μπορούν να μας πουν κάτι για τη συναισθηματικότητα, να ανοίξουν δρόμο με το μεγαλύτερο μυστήριο της νευροεπιστήμης. "Σε μυστικιστικές εμπειρίες, το περιεχόμενο της σκέψης ξεθωριάζει, οι αισθητήριες αντιλήψεις παραιτούνται, κι έτσι μένουμε μόνο με μια καθαρή συναισθηματικότητα", λέει ο Forman. "Αυτό σημαίνει πως η συναισθηματικότητα δεν χρειάζεται κάποιο αντικείμενο και δεν είναι ένα απλό υποπροϊόν της αισθητήριας δραστηριότητας". Για όλες τις αμφίβολες επιτυχίες τις οποίες οι επιστήμονες καταγράφουν στην αναζήτησή τους για τη βιολογική βάση της θρησκευτικότητας, της πνευματικότητας και των μυστικιστικών εμπειριών, ένα μυστήριο σίγουρα θα βρίσκεται για πάντα έξω από τον έλεγχό τους. Προσπαθούν ν' ανιχνεύσουν μια αίσθηση της υπερβατικότητας σ' αυτή την ίδια τη φαιά ουσία. Ίσως ανιχνεύσουν μια αίσθηση διαχωρισμού το ίδιο καλά. 'Oμως, πιθανότατα, αυτό που δεν θα ξεκαθαρίσουν ποτέ είναι το ύστατο ερώτημα -δηλαδή, κατά πόσο τα εγκεφαλικά μας κυκλώματα δημιουργούν τον Θεό, ή ο Θεός προκάλεσε αυτά τα εγκεφαλικά κυκλώματα. Το τι πιστεύει κανείς, τελικά, είναι θέμα πίστης. Πηγές: esoterica.gr, The Times, Καθημερινή |