Φυσική και Αρχαιολογία
|
Αρχαιολογικες επισκοπήσειςΔιάφορες μέθοδοι βασισμένες στη φυσική, παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο με τη βοήθεια που προσφέρουν στους αρχαιολόγους για ν' ανακαλύψουν νέα αρχαιολογικές τοποθεσίες, και να τους βοηθήσουν επίσης στην ερμηνεία και κατανόηση τοποθεσιών που δεν έχουν γίνει ακόμη πλήρως κατανοηθεί αρχαιολογικά. Ο Tony Clark, ένας πρωτοπόρος της γεωφυσικής στην αρχαιολογία, περιγράφει το θέμα αυτό ως την ικανότητα "να βλέπουμε κάτω από το έδαφος", που ασφαλώς αποτελεί μια διακαή επιθυμία των αρχαιολόγων. Υπάρχουν βέβαια διάφοροι τρόποι με τους οποίους οι αρχαιολογικές τοποθεσίες μπορούν να εκδηλώσουν την παρουσία τους στην επιφάνεια της γης. Τα διασκορπισμένα τεχνουργήματα, η εκσκαφή της γης και η μεταβολή του βάθους χρώματος των καλλιεργουμένων φυτών σ' ένα χωράφι μπορεί να υποδηλώνει περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Αυτές οι περιοχές μπορούν ν' απεικονιστούν από τον αέρα. Παρ' όλα αυτά αποτελεί πολύ μεγαλύτερη πρόκληση το να εισχωρήσουμε κάτω από την επιφάνεια χωρίς να καταφύγουμε σε δαπανηρές και καταστροφικές εκσκαφές. Μερικοί από τους πρώτους αρχαιολόγους που εργάστηκαν σε πεδίο γνώριζαν ότι οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τι βρίσκεται κάτω από αυτό. Χτυπώντας το έδαφος μ' ένα λοστό και ακούγοντας τις μεταβολές της αντήχησης ήσαν σε θέση ν' ανιχνεύσουν πολύ αποτελεσματικά, μια διάταξη θαμμένων τάφρων κάτω από ασβεστολιθικούς λόφους. Η μέθοδος αυτή ήταν ο πρόγονος της σεισμικής επισκόπησης, η οποία κατά ειρωνεία της τύχης δεν έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά στην αρχαιολογική έρευνα. Οι γεωφυσικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται σήμερα σε αρχαιολογικές προοπτικές είναι αυτές που έχουν προσαρμοστεί σε μικρότερη κλίμακα από τις αντίστοιχες μεθόδους που εφαρμόζονται για γεωλογικές απεικονίσεις, εξερεύνηση ορυκτών κοιτασμάτων, για την πολεοδόμηση περιοχών και για την περιβαλλοντική γεωφυσική. Οι μέθοδοι αυτές ταξινομούνται είτε ως ενεργητικές είτε ως παθητικές. Οι ενεργητικές μέθοδοι στέλνουν ποσά ενέργειας προς το έδαφος, σαν το λοστό και μετρούν την απόκριση στην επιφάνεια. Περιλαμβάνουν την σεισμική επισκόπηση, ηλεκτρομαγνητικές τεχνικές και μετρήσεις της ωμικής αντίστασης του εδάφους. Οι παθητικές μέθοδοι, όπως η μαγνητομετρία και η μελέτη της επιτάχυνσης της βαρύτητας, μετρούν απλά τις υπάρχουσες φυσικές ιδιότητες. Πάνε πάνω από 50 χρόνια αφότου χρησιμοποιήθηκε η πρώτη γεωφυσική τεχνική για να εντοπίσει αρχαιολογικά χαρακτηριστικά. Αυτή ήταν η μέτρηση της αντίστασης του εδάφους η οποία χρησιμοποιήθηκε συμπληρωματικά με την εναέρια φωτογράφηση. Και οι δύο αυτές τεχνικές στηρίζονται στις αλλαγές της ποσότητας νερού που περιέχεται στο υπέδαφος, και οι οποίες εκδηλώνονται ως μεταβολές στην βλάστηση επί του εδάφους και στην ικανότητα του εδάφους να άγει μικρά ηλεκτρικά ρεύματα. Η παρουσία αρχαιολογικών όγκων στο υπέδαφος κοντά στην επιφάνεια, όπως πχ ένα αδιαπέραστο πέτρινο τείχος ή ένα χαντάκι που διατηρεί υγρασία θα μεταβάλλει τις ιδιότητες των γειτονικών εδαφών. Για παράδειγμα, η βάση του πέτρινου τείχους θα οδηγήσει σε ελαττωμένη υγρασία η οποία μπορεί να εμφανιστεί ως μια άνυδρη περιοχή ορατή από τον αέρα το καλοκαίρι. Κάτω από κατάλληλες συνθήκες, μπορεί επίσης να εμφανιστεί ως μια ανωμαλία υψηλής ωμικής αντίστασης. Οι μετρήσεις της αντίστασης εδάφους εκτελούνται γενικά με την εμφύτευση μιας σειράς ηλεκτροδίων στο έδαφος και διαβιβάζοντας ένα ασθενές ρεύμα. Το ρεύμα αυτό δεν διέρχεται μέσα από τα ίδια τα αρχαιολογικά υπολείμματα εκτός αν είναι πορώδη αλλά διέρχεται από τα ιόντα του υπεδάφους που είναι διαλυμένα σε νερό το οποίο συγκρατείται στο έδαφος. Δύο πρακτικοί περιορισμοί περιπλέκουν τις μετρήσεις στο πεδίο. Ο πρώτος είναι η υψηλή αντίσταση επαφής μεταξύ των ηλεκτροδίων και της επιφάνειας του εδάφους. Αυτό απαιτεί, το ρεύμα να διαβιβαστεί μεταξύ του ενός ζεύγους των ηλεκτροδίων και η βαθμίδα του δυναμικού που θα προκύψει στο έδαφος να καταγραφεί με ένα δεύτερο ζεύγος ηλεκτροδίων. Ο δεύτερος περιορισμός οφείλεται στο ότι τα ιόντα τα διαλυμένα στο νερό του εδάφους είναι πολύ ευκίνητα. Το ρεύμα μέτρησης πολώνει τα ιόντα, δηλαδή θετικά ιόντα συγκεντρώνονται γύρω από το αρνητικό ηλεκτρόδιο, ενώ τα αρνητικά ιόντα συγκεντρώνονται γύρω από το θετικό ηλεκτρόδιο. Καθώς η πόλωση αυτή αυξάνει, η μετρούμενη διαφορά δυναμικού ελαττώνεται με τον χρόνο, και ως εκ τούτου επηρεάζεται η αξιοπιστία της μέτρησης και καθίσταται αδύνατη η επανάληψη των αποτελεσμάτων. Το πρόβλημα αυτό
συνήθως υπερνικάται με την εφαρμογή
ενός εναλλασσόμενου ρεύματος χαμηλής
συχνότητας που ρυθμίζεται ώστε να μην
επηρεάζεται από παρασιτικά ηλεκτρικά
ρεύματα, όπως αυτά που συσχετίζονται με
την πηγή του ρεύματος. Επειδή σχετίζονται με την υγρασία, οι μετρήσεις της αντίστασης εδάφους δείχνουν μια ευδιάκριτη εποχικότητα. Γενικά τα καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται τους μήνες της άνοιξης και του φθινόπωρου και μεταξύ των ξηρών περιόδων του καλοκαιριού. Ένας άλλος περιορισμός είναι ο χρόνος που χρειάζεται για να εμφυτευθούν τα ηλεκτρόδια μέτρησης σε περιοχές μεγάλης έκτασης. Συχνά τα ηλεκτρόδια πρέπει να απέχουν μισό μέτρο το ένα από το άλλο προκειμένου ν' απεικονιστούν αρχαιολογικές ανωμαλίες. Αρκετά συστήματα αναπτύχθηκαν προκειμένου ν' αυξηθεί η ταχύτητα λήψης των μετρήσεων της αντίστασης. Σ' αυτά περιλαμβάνονται διατάξεις τροχών με μεταλλικές ακτίνες οι οποίες παίζουν ρόλο ηλεκτροδίων καθώς οι τροχοί κυλάνε πάνω στο έδαφος. Παρ' όλα αυτά όμως παραμένει δύσκολο για τις μετρήσεις της αντίστασης του εδάφους να φτάσουν την ταχύτητα και την ευρύτητα κάλυψης που προσφέρουν οι μαγνητικές επισκοπήσεις.Γεωφυσική με μαγνητισμόΗ μαγνητική επισκόπηση είναι μια παθητική τεχνική που μπορεί να μετρήσει λεπτές μεταβολές στο μέγεθος δηλαδή στη βαθμίδα του γηινου μαγνητικού πεδίου. Πράγματι μπορεί συχνά ν' ανιχνεύσει μαγνητικές ανωμαλίες 50.000 φορές ασθενέστερες από τη μέση τιμή της έντασης του ίδιου του μαγνητικού πεδίου. Οι μαγνητικές επισκοπήσεις χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για ν' αποκαλύψουν αρχαιολογικές κατασκευές που είχαν καεί όπως πχ Ρωμαϊκούς φούρνους ψησίματος αγγείων. Σύντομα όμως η τεχνική αυτή έδειξε την ευαισθησία της και σε άλλα χαρακτηριστικά όπως τάφρους, λάκκους απορριμμάτων, ακόμα και τρύπες στις οποίες είχαν φυτευτεί ξύλινα δοκάρια.Οι ανωμαλίες προέρχονται από τις μεταβολές στην μαγνητική επιδεκτικότητα των θαμμένων αντικειμένων, οι οποίες συμβαίνουν όταν υλικά πλούσια σε σίδηρο σχηματίζουν πιο ισχυρές σιδηριμαγνητικές δομές όπως ο μαγνητίτης και ο αιματίτης. Αυτή η μαγνητική ενίσχυση σχετίζεται συχνά με το ψήσιμο του υλικού, αν και πιο εκλεπτυσμένες ανόργανες μεταβολές ή οφειλόμενες σε βακτήρια μπορούν να συμβούν κάτω από κατάλληλες συνθήκες του εδάφους. Τέτοιες συνθήκες συμβαίνουν φυσιολογικά στα περισσότερα επιφανειακά εδάφη που περιέχουν αρχαιολογικού ενδιαφέροντος υλικά, και δίνουν αδιάψευστες μαγνητικές διαταράξεις.Οι πρώτες μαγνητικές επισκοπήσεις έγιναν το 1940 και χρησιμοποιήθηκαν μαγνητόμετρα μικρής σχετικά ευαισθησίας. Σήμερα η πλειονότητα των μετρήσεων εκτελείται με μετρητές στερεάς κατάστασης, βαθμίδας μαγνητικού πεδίου, οι οποίοι μετρούν τη βαθμίδα του πεδίου μεταξύ δύο πυλών μαγνητικής ροής οι οποίες απέχουν κατά 0,5m και βρίσκονται πάνω σε μια σταθερή κατακόρυφη ράβδο. Κάθε πύλη-μετρητής ροής αποτελείται από δύο ταινίες μαγνητικά μαλακού κράματος που περιβάλλονται από ένα σωληνοειδές. ( Μαγνητικά μαλακό υλικό είναι εκείνο στο οποίο η κατεύθυνση της μαγνήτισης αλλάζει εύκολα όταν εφαρμόζεται ένα εξωτερικό πεδίο.) Τα δύο πηνία είναι περιτυλιγμένα με αντίθετες περιελίξεις και τροφοδοτούνται με υψίσυχνο ημιτονοειδές σήμα. Έτσι οι δύο ταινίες οδηγούνται σε αλλεπάλληλους κύκλους θετικού και αρνητικού μαγνητικού κορεσμού κατά τη μαγνήτισή τους από τα πηνία.Όταν λοιπόν δεν
υπάρχει καθόλου εξωτερικό μαγνητικό
πεδίο, το θετικό μαγνητικό πεδίο της
πρώτης τανίας αναιρείται πλήρως από το
αρνητικό πεδίο της δεύτερης λόγω των
αντίθετων περιελίξεων των πηνίων που
τις μαγνητίζουν. Όταν όμως υπάρχει και
εξωτερικό μαγνητικό πεδίο οι κύκλοι
μαγνητικού κορεσμού των δύο ταινιών
δεν συμπίπτουν πλέον χρονικά. Αυτό έχει
ως αποτέλεσμα το σχηματισμό ενός
διακροτήματος που εξαρτάται από το
μέγεθος του εξωτερικού πεδίου. Αυτό το
ασθενικό σήμα ανιχνεύεται και
μετρείται από ένα τρίτο πηνίο που είναι
περιτυλιγμένο γύρω από τον αισθαντήρα.
|
2 Μια Ρωμαϊκή πόλη αποκαλύπτεται |
Η αποτελεσματικότητα της μαγνητομετρικής επισκόπησης μπορεί να φανεί στην περίπτωση της έρευνας για τη Ρωμαϊκή πόλη Cornoviorum κοντά στο Shrewsbury της Μεγάλης Βρετανίας (εικόνα 2). Η έρευνα μιας έκτασης 73 εκταρίων τελείωσε το 1997. Κάπου 3 εκατομμύρια μαγνητικές μετρήσεις χρησιμοποιήθηκαν για να φτιαχτούν εικόνες οι οποίες βελτίωσαν ριζικά την γνώση μας για την τέταρτη σε μέγεθος Ρωμαϊκή πόλη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η πόλη είναι μεν αόρατη αφού βρίσκεται κάτω από βοσκοτόπια, αλλά η μαγνητική επισκόπηση έχει αποκαλύψει δρόμους, κτίρια, και βιομηχανικές περιοχές με αξιοσημείωτη καθαρότητα. Πράγματι αυτές οι εικόνες μαζί με τις πληροφορίες από τις αεροφωτογραφίες και τις εκσκαφές μας βοηθούν να αναπλάσουμε όλο το τοπίο της Ρωμαϊκής πόλης.
3 Μαγνητικά ευρήματα |
3
Η μαγνητομετρία υψηλής ευαισθησίας
έχει χρησιμοποιηθεί με εκπληκτική
επιτυχία για να επεξεργαστούμε
περαιτέρω τα αποτελέσματα των μετρητών
ροής στην περίπτωση ενός κύκλου από
λίθους στο Stanton Drew κοντά στο Bristol στη
Μεγάλη Βρετανία. Οι μαγνητικές
μετρήσεις έχουν αποκαλύψει σημάδια για
ένα πολύ μεγάλο ξύλινο ναό
κατασκευασμένο από όρθια ξύλινα
δοκάρια τοποθετημένα σε εννέα
ομόκεντρους κύκλους (εικόνα 3). Παρά την
μαγνητική συμβολή από τη σιδηρόσκονη
στο έδαφος, το μαγνητόμετρο Καισίου
αποκάλυψε μια σειρά από θετικές
ανωμαλίες οι οποίες σχετίζονται με τις
τρύπες του εδάφους που ανοίχτηκαν για
να τοποθετηθούν τα ξύλινα δοκάρια.
Πράγματι ανωμαλίες 100.000 φορές
μικρότερες από την ένταση του γήϊνου
πεδίου, έγινε δυνατόν ν' ανιχνευτούν.
Είναι πιθανόν τέτοιες ανωμαλίες να
οφείλονται εν μέρει στα μαγνητικά
βιολογικά υλικά που δημιουργήθηκαν από
βακτήρια που συγκεντρώθηκαν στα
οργανικά υπολείμματα της ξυλείας,
καθώς αυτή αποσυντέθηκε περίπου 4500
χρόνια πριν.
4 Απεικονίζοντας ευρήματα με ραντάρ |
Το ραντάρ που εισχωρεί στο έδαφος λειτουργεί με την εκπομπή ενός σύντομου ηλεκτρομαγνητικού παλμού από μια κεραία εδάφους και με την καταγραφή τόσο της στιγμής άφιξης όσο και του μεγέθους του σήματος που επιστρέφει αφού ανακλαστεί στις διηλεκτρικές αντιθέσεις του υπεδάφους. Ένα γράφημα δημιουργείται τότε που δείχνει το μέγεθος της ανάκλασης σε συνάρτηση με το χρόνο που έκανε ο παλμός για να ταξιδέψει από τον πομπό μέχρι το στόχο και ξανά πίσω στο δέκτη. (εικόνα 4). Αυτό το παλμικό σήμα καλύπτει μια ευρεία περιοχή συχνοτήτων, αλλά γενικά είναι συντονισμένο σε μια κεντρική συχνότητα μεταξύ των 100 και 1000 MHz, ανάλογα με την κεραία που χρησιμοποιείται για την έρευνα. Η ανάλυση της εικόνας και το βάθος που πετυχαίνει η διερεύνηση εξαρτώνται τόσο από τη κεντρική συχνότητα του παλμού όσο και από την ηλεκτρική επιτρεπτότητα του υπεδάφους. Αν και ένας υψίσυχνος παλμός μικρής διάρκειας, καλύπτει μικρότερη περιοχή, μπορεί εν τούτοις να διακρίνει μικρότερα αντικείμενα.