Ο όρος Πρώτη Αιτία είναι ένας όρος που εισήχθηκε από τον Αριστοτέλη και χρησιμοποιήθηκε στη φιλοσοφία και τη θεολογία. Ο Αριστοτέλης σημείωνε ότι όλα τα πράγματα στη φύση έχουν την αιτία τους και ότι όλες οι αιτίες βρίσκονται σε μια χρονολογική αλυσίδα γεγονότων. Στο 12ο βιβλίο των Μεταφυσικών ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε συγκεκριμένα τη φράση ότι κινούμενον κινεί
Ο Αριστοτέλης διέκρινε τις αιτίες σε τέσσερις, οι οποίες επικράτησαν στη φιλοσοφική σκέψη του μεσαίωνα και είναι: η τυπική, η υλική, η ποιητική και η τελική αιτία. Η έννοια της Πρώτης Αιτίας χρησίμευσε ως βάση της κοσμολογικής απόδειξης για την ύπαρξη του Θεού. Την ίδια (πρώτη) αιτία η υλιστική θεωρία χρησιμοποίησε για να υποστηρίζει ότι πρώτη αιτία είναι η ύλη και τα άτομα αποτελούν τα στοιχεία της. Στη νεότερη εποχή οι φιλόσοφοι άσκησαν κριτική εναντίον της έννοιας των αιτιών (Κοντ και Καντ) υποστηρίζοντας πως οι μορφές των πρώτων και τελικών αιτιών δεν μπορούν να συλληφθούν (να νοηθούν) από την ανθρώπινη διάνοια.
Το ζήτημα της Πρώτης Αιτίας όσον αφορά την αιτία της δημιουργίας του σύμπαντος στην πραγματικότητα είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο ιδέες: αν το σύμπαν είναι πλήρως αιτιοκρατικό ή όχι.
O Θεϊσμός, μια φιλοσοφία που διατυπώθηκε τον 17ο αιώνα, υποστηρίζει ότι το σύμπαν είναι μεν αιτιοκρατικό από τότε που δημιουργήθηκε, αλλά αποδίδει τη δημιουργία του σύμπαντος σε μια μεταφυσική οντότητα, το Θεό, που αναφέρεται ως Πρώτη Αιτία και η οποία βρίσκεται έξω από το αιτιοκρατικό πλαίσιο της κοσμικής εξέλιξης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο Θεός μπορεί να ήταν αυτός που ξεκίνησε τη διαδικασία για τη δημιουργία του σύμπαντος αλλά δεν επηρέασε την εξέλιξη του.
Το κοσμολογικό επιχείρημα που θεωρεί το Θεό ως την Πρώτη Αιτία, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
1. Οτιδήποτε υπάρχει ή αρχίζει να υπάρχει έχει μια αιτία.
2. Το σύμπαν υπάρχει και ξεκίνησε κάποια στιγμή.
3. Το σύμπαν πρέπει να έχει μια αιτία.
4. Η αιτία του σύμπαντος είναι ο Θεός.
H θεώρηση αυτή περιέχει έναν γρίφο που χαρακτηρίζει κάθε άποψη για την αιτιοκρατία στο σύμπαν. Έστω ότι υποθέτουμε πως όλα τα γεγονότα οφείλονται σε αιτίες και ότι αυτά με τη σειρά τους σε κάποιες άλλες αιτίες. Συγχρόνως, υποθέτουμε πως δεν υπάρχει κάποιο γεγονός ή ομάδα γεγονότων που να είναι αυτοπροκαλούμενο, δηλαδή να οφείλεται έστω και έμμεσα, στον εαυτό του.
Οδηγούμαστε λοιπόν σε ένα από τα δύο ακόλουθα ενδεχόμενα (που όμως και τα δύο θέτουν εν αμφιβάλω την ισχύ των δύο αρχικών υποθέσεων):
● Ή ότι υπάρχει ένα γεγονός (για παράδειγμα το Big Bang) πριν από το οποίο δεν υπήρξε κανένα άλλο γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει την αιτία του (αναιρείται όμως έτσι η δεύτερη υπόθεση ότι δεν υπάρχει αυτοπροκαλούμενο γεγονός).
● Ή ότι όλα τα γεγονότα έχουν σαν αιτία ένα άλλο γεγονός. Πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε μια άπειρη ακολουθία γεγονότων που σχετίζονται αιτιακά. Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση, η άπειρη ακολουθία γεγονότων είναι και η ίδια ένα γεγονός και επιπλέον, δεν υπήρξε αίτιο που να την προκάλεσε. Με λίγα λόγια αναιρείται η πρώτη μας υπόθεση.
Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο σφάλμα στις αρχικές υποθέσεις μας..
Αν όμως δεχθούμε μια εξαίρεση, ένα «γεγονός δημιουργίας» (είτε τη δημιουργία του αρχικού γεγονότος είτε τη δημιουργία της άπειρης ακολουθίας γεγονότων), που να μη οφείλεται σε κάποιο αίτιο τότε η κατάσταση διορθώνεται.
Το πρώτο αυτό γεγονός – στην κοσμολογία το λέμε Big Bang – η εξαίρεση που αναφέραμε στον κανόνα της αιτιοκρατίας ή για άλλους η πρώτη Οντότητα (ή ο Θεός) , δημιούργησε τον χώρο, τον χρόνο και όλα όσα υπάρχουν μέσα στο σύμπαν, με τη βοήθεια μιας διαδικασίας που είναι μεν ανάλογη της αιτιότητας αλλά όχι με τη μορφή που τη γνωρίζουμε. Θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ημι-αιτιώδη διαδικασία.
Η λύση της ημι-αιτιώδους διαδικασίας έχει οδηγήσει ορισμένους φιλοσόφους να διερωτώνται αν υπάρχει κάποιος λόγος που να επιβάλλει, για την δημιουργία του σύμπαντος, την εκτέλεση μόνο μιας υπερκόσμιας «ημι-αιτιώδους» ενέργειας ή την ύπαρξη ενός αριθμού γεγονότων που θα μπορούσαν να αποκληθούν «θαύματα».
O Γερμανός φιλόσοφος Leibniz, για να λύσει το πρόβλημα της αιτιότητας, υποστήριξε ότι σε όλες τις φαινομενικά αιτιώδεις αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων οντοτήτων (A ↔ B), συνήθως μεσολαβεί ο Θεός (A ↔ Θεός ↔ B).
Τέλος, ακόμη και αν είναι πιθανή μια Πρώτη Αιτία αυτό δεν σημαίνει, σύμφωνα με ορισμένους φιλόσοφους, ότι έχουμε αποδείξει ότι υπάρχει ο Θεός όπως τον φανταζόμαστε. Μια απλώς Πρώτη Αιτία που δεν έχει κάνει τίποτα παραπάνω παρά να προκαλέσει το Big Bang φαίνεται δύσκολα να δικαιολογεί την ετικέτα ο “Θεός". Δεν είναι απαραίτητα να αξίζει λοιπόν λατρευτικούς ή ακόμη και να δίνουν περισσότερη αξία σε αυτόν. Ο Αριστοτέλης δεν συνέλαβε την Κινητήρια Μηχανή του ως κάτι που θα πρέπει να λατρεύεται, πολύ λιγότερο, σαν τον Θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών. Επίσης, μπορεί και να μην είναι αναγκαίες οι ιδιότητες που συνήθως αποδίδονται στον Θεό (παντογνωσία, παντοδυναμία, πανταχού παρών), έστω κι αν είναι η Πρώτη Αιτία. Ή μπορεί να είναι μια ομάδα Θεών υποστηρίζουν πολλοί αγνωστικιστές φιλόσοφοι.
Μια άλλη κοσμολογική λύση για την αιτιώδη διαδικασία είναι το «τελευταίο γεγονός» να συνδέεται με το «πρώτο γεγονός» δημιουργώντας έτσι έναν κλειστό βρόχο. Αν το πρώτο γεγονός το ονομάσουμε Μεγάλη Έκρηξη, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το τελευταίο γεγονός είναι το τέλος ή ο θάνατος του σύμπαντος. Έτσι, θεωρητικά, το τέλος του σύμπαντος θα είναι η αιτία για την εκ νέου δημιουργία του. Συνεπώς, καταλήγουμε σε επαναλαμβανόμενους κύκλους κοσμικής εξέλιξης χωρίς αρχή και τέλος. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχει η ανάγκη για μια. Πρώτη Αιτία (Θεός) αλλά από την άλλη, δεν δικαιολογείται ο λόγος για την ύπαρξη της ατελείωτης κοσμικής επαναληπτικότητας.
Τέλος η κβαντική φυσική πιστεύει ότι οι κβαντικές (τυχαίες) διακυμάνσεις του κενού είναι οι αιτίες της δημιουργίας του Κόσμου. Μια θεώρηση που βρίσκει πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα στους φυσικούς.
Πηγές: ο θησαυρός του διαδικτύου και ένα παλιό άρθρο στο Περισκόπιο της Επιστήμης.
Leave a Comment