Ένας νέος, πιο πλήρης από ποτέ, τοπογραφικός χάρτης των μεγάλων σεληνιακών κρατήρων, που δημιούργησαν αμερικανοί επιστήμονες με βάση τα νέα στοιχεία του σκάφους Lunar Reconnaissance Orbiter (LRO) της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA), έρχεται να αναζωπυρώσει μια χρονίζουσα επιστημονική διαμάχη σχετικά με το κατά πόσο ο δορυφόρος της Γης επλήγη από ένα ξαφνικό «μπαράζ» ουράνιων σωμάτων στην αρχή της ζωής του, ενώ δημιουργεί νέους προβληματισμούς για το βίαιο παρελθόν και του δικού μας πλανήτη.
Η Σελήνη πιστεύεται ότι δημιουργήθηκε πριν από περίπου 4,5 δισ. χρόνια, από τα υπολείμματα μιας σφοδρής σύγκρουσης ανάμεσα στη Γη και σε ένα ουράνιο σώμα σαν τον Αρη. Η επιφάνειά της φέρει πολλαπλά σημάδια προσκρούσεων, τα οποία όμως -σε αυτό συμφωνούν οι γεωλόγοι- έχουν αραιώσει με το πέρασμα του χρόνου. Το κεντρικό ερώτημα είναι αν υπήρξε ένας αιφνίδιος «βομβαρδισμός» από ουράνια σώματα πριν από 3,9 δισ. χρόνια και, αν όντως υπήρξε, τι τον προκάλεσε.
Οι νέες παρατηρήσεις του LRO επέτρεψαν την λεπτομερή τοπογραφική μελέτη του φεγγαριού μέσω της εκπομπής ακτινών λέιζερ στην επιφάνεια του δορυφόρου και του υπολογισμού του χρόνου που χρειάστηκαν οι ακτίνες για να επιστρέψουν στο διαστημικό σκάφος, που βρισκόταν σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη. Το όργανο αυτό μπορεί από ψηλά να εντοπίσει οποιαδήποτε ανωμαλία του σεληνιακού εδάφους με ύψος ακόμα και δέκα εκατοστών.
Οι ερευνητές, υπό τον πλανητικό γεωλόγο Τζέημς Χεντ του πανεπιστημίου Μπράουν, που δημοσίευσαν σχετική εργασία στο περιοδικό «Science» (μαζί με άλλες δύο παρεμφερείς μελέτες), εντόπισαν 5.185 κρατήρες με διάμετρο άνω των 20 χιλιομέτρων, περίπου διπλάσιους από όσους είχαν εντοπίσει οι επιστήμονες μέχρι τώρα.
Βρήκαν επίσης ότι οι παλαιότερες περιοχές του φεγγαριού είχαν αναλογικά περισσότερους μεγάλους κρατήρες σε σχέση με τις πιο νέες γεωλογικά περιοχές, μια ένδειξη ότι υπήρξαν δύο διαφορετικά «κύματα» προσκρούσεων στη Σελήνη, η οποία απέχει από τον πλανήτη μας 384.000 χιλιόμετρα περίπου.
Οι μεγαλύτεροι κρατήρες, που προήλθαν από μεγαλύτερους αστεροειδείς (μάλλον προερχόμενους από την κύρια ζώνη αστεροειδών μεταξύ Αρη και Δία), προκλήθηκαν πιο παλιά (πριν από 3,8 έως 3,9 δισ. χρόνια), ενώ οι μικρότεροι κρατήρες σχηματίστηκαν πιο πρόσφατα και προέρχονται από πιο μικρούς αστεροειδείς, που βρίσκονται πιο κοντά στη Γη.
Επίσης η μελέτη των στοιχείων του LRO σχετικά με τα κοιτάσματα ορυκτών δείχνει ότι ουσιαστικά πάνω στο φεγγάρι δεν υπάρχει πια καμία «παρθένα» επιφάνεια εξαιτίας των αλλεπάλληλων προσκρούσεων, άρα δεν φαίνεται πιθανό οι επιστήμονες να καταφέρουν να βρουν απομεινάρια πετρωμάτων που χρονολογούνται από την πιο πρώιμη εποχή γέννησης του δορυφόρου. Ακόμα ανακαλύφθηκαν αρκετές ποσότητες οξυγόνου (άγνωστης προέλευσης) δεσμευμένες μέσα στα σεληνιακά ορυκτά, κάτι που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο σε μελλοντικές επανδρωμένες αποστολές στο φεγγάρι, για την αναπνοή και ως συστατικό καυσίμων.
Όμως άλλοι επιστήμονες, όπως ο Γκέρχαρντ Νέουκουμ του Ελευθέρου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, διαφωνούν και πιστεύουν ότι, επί δισεκατομμύρια χρόνια, διάφορες γεωλογικές διαδικασίες, όπως η ροή λάβας και η εκτίναξη υλικών από τις προσκρούσεις, έχουν στο μεταξύ αλλοιώσει σημαντικά τη σεληνιακή επιφάνεια και έχουν περιπλέξει την εικόνα, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει μια αξιόπιστη εικόνα για το αν όντως περισσότεροι μεγαλύτεροι αστεροειδείς προσέκρουσαν στη Σελήνη κατά το απώτατο παρελθόν σε σχέση με το πιο πρόσφατο.
Πηγή: ΑΠΕ
Leave a Comment