Αν και ο επιστημονικός κόσμος δεν έχει καταφέρει να εντοπίσει εξωγήινες μορφές ζωής, είναι σε θέση να διακρίνει ένα κίνδυνο για την ύπαρξή τους- και στην περίπτωση των ερυθρών νάνων αστεριών, μία πραγματική απειλή για τη ζωή στο σύμπαν είναι οι ηλιακές τους εκλάμψεις.
Οι ερυθροί νάνοι έχουν πολύ συχνές ηλιακές εκλάμψεις, των οποίων οι επιπτώσεις θα ήταν καταστροφικές για μορφές ζωής σε κοντινούς πλανήτες: οι μεγαλύτερες εκλάμψεις εξαπολύουν κύματα σωματιδίων ισχύος ικανής να καταστρέψει τόσο τις ατμόσφαιρες πλανητών όσο και τους πιθανούς κατοίκους τους.
Η μελέτη 200.000 κόκκινων νάνων – που αποτελούν το πιο κοινό είδος αστέρα στο γαλαξία μας- υπέδειξε την ύπαρξη συχνών εκλάμψεων κάθε μεγέθους.
Επιστήμονες της Αμερικανικής Αστρονομικής Εταιρείας ανέφεραν σε συνάντηση ότι οι εν λόγω εκλάμψεις θα μπορούσαν να αποτελούν σημαντική απειλή σε οποιεσδήποτε μορφές ζωής ενδεχομένως βρίσκονται (ή βρίσκονταν ) σε γειτονικούς πλανήτες.
Η συγκεκριμένη παρατήρηση είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, αν ληφθεί υπόψιν πως πρόσφατα ανακαλύφθηκε πως στο σύμπαν υπάρχουν περίπου τρεις φορές περισσότεροι ερυθροί νάνοι από ό,τι υπολογιζόταν στο παρελθόν. Οπότε, το ερώτημα του προκύπτει, από τη στιγμή που πλέον πολύ συχνά ανακοινώνονται εντοπισμοί εξωπλανητών που φαίνονται ικανοί να συντηρήσουν ζωή, κατά πόσο οι πλανήτες αυτοί είναι κατοικήσιμοι μακροπρόθεσμα.
Πρωτόνια υψηλής ενέργειας από μία ηλιακή έκλαμψη μπορούν να καταστρέψουν το στρώμα του όζοντος μίας ατμόσφαιρας, καθιστώντας αφιλόξενο έναν πλανήτη ο οποίος προηγουμένως μπορούσε να «αντέξει» σε ισχυρή υπεριώδη ακτινοβολία- που είναι γνωστό ότι προκαλεί ζημιά στο DNA.
«Μία μεγάλη έκλαμψη μπορεί να έχει δραστικές και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ατμόσφαιρα ενός πλανήτη» είπε ο Adam Kowalski, αστρονόμος του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, ο οποίος και παρουσίασε τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης, για την οποία χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble, το οποίο μελέτησε μία μικρή περιοχή του ουρανού 250 φορές κατά τη διάρκεια επτά νυχτών. Η περιοχή αυτή, κοντά στο κέντρο του γαλαξία, αριθμεί περίπου 200.000 άστρα- και η ομάδα που μελέτησε τα δεδομένα εντόπισε πάνω από 100 εκλάμψεις υψηλής ενέργειας, κάποιες εκ των οποίων ήταν εξαιρετικά μεγάλης ισχύος, οι οποίες μάλιστα άλλαξαν προσωρινά τη φωτεινότητα του ουρανού μέχρι και 10%.
«Τόσο ισχυρές εκλάμψεις μπορούν να βλάψουν κάθε είδος βιολογίας και ζωής σε κάθε κοντινό πλανήτη…είναι εντυπωσιακό το ότι τα άστρα που συναντώνται πιο συχνά στο γαλαξία μας -και είναι μάλιστα τόσο μικρού μεγέθους- αποτελούν τόσο σοβαρή απειλή για τη ζωή» είπε ο Geoff Marcy, ειδικός του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (Μπέρκλεϊ) πάνω στους εξωπλανήτες.
Πηγή: Καθημερινή – BBC
______________________________________________________________________
Από το wikipedia
Οι ερυθροί νάνοι συντήκουν υδρογόνο σε ήλιο στο εσωτερικό τους με τη μέθοδο της «αλυσίδας πρωτονίου-πρωτονίου». Εξαιτίας της χαμηλής σχετικώς θερμοκρασίας και στο κέντρο τους, οι θερμοπυρηνικές αυτές αντιδράσεις γίνονται με αργούς ρυθμούς. Η ισχύς επομένως που παράγεται και εκπέμπεται ως φως είναι μικρή, ως και 10.000 φορές μικρότερη από τη φωτιστική ισχύ του Ήλιου μας. Το γεγονός αυτό εξηγεί την τεράστια διάρκεια ζωής που μπορούν να φθάσουν οι ερυθροί νάνοι, καθώς καταναλώνουν τα πυρηνικά τους «καύσιμα» με εξαιρετικά αργό ρυθμό.
Οι ψυχρότεροι γνωστοί νάνοι έχουν επιφανειακές θερμοκρασίες 2.000 ως 2.500 βαθμούς K, που είναι στην πραγματικότητα υψηλότερες από τη θερμοκρασία του λιωμένου σιδήρου, αλλά που θα πρέπει να συγκριθούν με τους 5.850 K του Ηλίου. Στις επιφάνειες των ερυθρών νάνων οι θερμοκρασίες δεν είναι αρκετά υψηλές ώστε να διασπούν όλους τους χημικούς δεσμούς, με αποτέλεσμα να βρίσκουμε αρκετά μόρια, που προδίδουν την παρουσία τους στα γραμμικά φάσματα των αστέρων αυτών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ισχυρό τους μαγνητικό πεδίο. Η μεταφορά της θερμότητας προς την επιφάνεια γίνεται στον Ήλιο με ακτινοβολία από το κέντρο μέχρι ένα ορισμένο βάθος (ζώνη ακτινοβολίας) και με ρεύματα μεταφοράς από το βάθος αυτό μέχρι την επιφάνεια. Αντίθετα, στους ερυθρούς νάνους η πίεση της ακτινοβολίας είναι μικρότερη και γι’ αυτό η μεταφορά της θερμότητας γίνεται σε όλο το εσωτερικό του αστέρα με ρεύματα μεταφοράς, που αναδεύουν το υλικό σε όλο τον όγκο του σώματος παράγοντας έτσι ισχυρότερα μαγνητικά πεδία. Το γεγονός αυτό συνδέεται με έντονα στέμματα, εξωτερικά δηλαδή στρώματα της ατμόσφαιρας των αστέρων.
Κατοικησιμότητα
Παρά τη χρονική άνεση για βιολογική εξέλιξη, υπάρχουν παράγοντες που καθιστούν τη ζωή δύσκολη πάνω σε πλανήτες ενός ερυθρού νάνου. Για να μην είναι κατεψυγμένοι, οι πλανήτες αυτοί θα πρέπει να περιφέρονται τόσο κοντά στον κεντρικό αστέρα, ώστε εξαιτίας των ισχυρότερων παλιρροϊκών δυνάμεων, πιθανώς να εξαναγκαστούν τελικώς σε σύγχρονη περιστροφή, δηλαδή η μία τους πλευρά θα είναι στραμμένη μόνιμα προς τον αστέρα, ενώ η άλλη θα έχει αιώνια νύχτα. Αυτό θα δημιουργούσε ακατάλληλες θερμοκρασίες σε αμφότερες τις πλευρές-ημισφαίρια και μόνο στην οριακή ζώνη ανάμεσά τους θα μπορούσε η ζωή να αναπτυχθεί, πράγμα με περιορισμένες πιθανότητες. Βεβαίως μία πολύ πυκνή ατμόσφαιρα ή ένας πλανητικός ωκεανός με ισχυρά ρεύματα σε μεγάλο βάθος θα μπορούσε να ισοκατανείμει περισσότερο ομοιόμορφα τη θερμότητα σε όλο τον πλανήτη.
Μία άλλη πιθανή δυσκολία είναι ότι οι ερυθροί νάνοι εκπέμπουν την περισσότερη ενέργειά τους ως υπέρυθρο φως, ενώ τα (γήινα τουλάχιστον) φυτά χρησιμοποιούν περισσότερο το ορατό φως, καθώς τα φωτόνια του υπερύθρου φέρουν πολύ μικρή ενέργεια το καθένα ώστε να χρησιμεύσουν στη φωτοσύνθεση.
Αλλά το σοβαρότερο ίσως πρόβλημα είναι η αστάθεια των ερυθρών νάνων: τα ισχυρά μαγνητικά πεδία καλύπτουν συχνά τις επιφάνειές τους με τεράστιες αστρικές κηλίδες, που αυξομειώνουν την ένταση του φωτός κατά 30 ως 40% μέσα σε λίγους μήνες, ενώ άλλοτε πάλι κάποιοι ερυθροί νάνοι γνωστοί ως αστέρες εκλάμψεων μπορούν να εκπέμψουν γιγάντιες εκλάμψεις που διπλασιάζουν τη λαμπρότητά τους μέσα σε λίγα λεπτά και διαρκούν μία ώρα. Αυτή η μεταβλητότητα μπορεί να καταστήσει τη ζωή, τουλάχιστον στην επιφάνεια του πλανήτη, πολύ δυσκολότερη απ’ ό,τι στη Γη.
Ωστόσο, έχει υπολογιστεί ότι η περίοδος των βίαιων εκλάμψεων καταλαμβάνει μόνο ένα μικρό μέρος της διάρκειας ζωής των ερυθρών νάνων και συγκεκριμένα μόνο τα πρώτα 1,2 δισεκατομμύρια χρόνια από τη δημιουργία τους. Επομένως, αν ένας πλανήτης σχηματιστεί σχετικά μακριά από τον ερυθρό νάνο, όσο χρειάζεται για να αποφύγει την σύγχρονη περιστροφή και μεταγενέστερα μετακινηθεί προς την θερμότερη ζώνη, μετά την λήξη της βίαιης αυτής περιόδου, θα υπήρχαν ρεαλιστικές πιθανότητες εμφάνισης ζωής.
Επιπλέον, η ζωή θα μπορούσε να επιβιώσει μέσα σε ωκεανούς, κατά την αρχική αυτή βίαιη περίοδο, υπό τον όρο ότι ο πλανήτης θα κατάφερνε να διατηρήσει μία επαρκή ατμόσφαιρα, ώστε να συντηρεί υγρούς ωκεανούς.
Διαβάστε και το ενδιαφέρον άρθρο:
Leave a Comment