Το κατεστραμμένο πυρηνικό εργοστάσιο στην Φουκουσίμα ήδη εκπέμπει ραδιενεργό ιώδιο και καίσιο σε επίπεδα που να προσεγγίζουν εκείνα που παρατηρούνταν στο ατύχημα του Τσερνομπίλ το 1986.
Γιαπωνέζοι γιατροί εξετάζουν ένα παιδί για την έκθεση σε ακτινοβολία στην πόλη της Φουκουσίμα
Αυστριακοί ερευνητές έχουν χρησιμοποιήσει ένα παγκόσμιο δίκτυο ανιχνευτών ακτινοβολίας – που αποσκοπούν στην ανίχνευση τυχόν μυστικών δοκιμών μιας πυρηνικής βόμβας – που έδειξαν ότι το ιώδιο-131 που ελευθερώθηκε στο περιβάλλον, είναι σε ημερήσια επίπεδα το 73% εκείνων που παρατηρήθηκαν μετά την καταστροφή του 1986. Τα δε επίπεδα του καισίου-137 που ελευθερώθηκαν στην Φουκουσίμα είναι περίπου το 60% του ποσού που απελευθερώθηκε από το Τσερνομπίλ.
Η διαφορά μεταξύ αυτού του ατυχήματος του Τσερνομπίλ και της Φουκουσίμα, υποστηρίζουν, είναι ότι στο Τσερνομπίλ μια τεράστια φωτιά απελευθέρωσε μεγάλες ποσότητες πολλών ραδιενεργών υλικών, συμπεριλαμβανομένων και σωματιδίων των καυσίμων, στον καπνό. Στην Fukushima, ελευθερώθηκαν μόνο τα πτητικά στοιχεία, όπως το ιώδιο και το καίσιο, από τα κατεστραμμένα καύσιμα. Αλλά αυτές οι ουσίες θα μπορούσαν να θέσουν, ωστόσο, σε σημαντικό κίνδυνο την υγεία αυτών που είναι έξω από το εργοστάσιο.
Η οργάνωση που έχει συσταθεί για την επαλήθευση των Πυρηνικών Δοκιμών (CTBT), έχει ένα παγκόσμιο δίκτυο που κάνει δειγματοληψία του αέρα, παρακολουθώντας και εντοπίζοντας την προέλευση μιας ντουζίνας ραδιενεργών πυρήνων, που απελευθερώνονται από τις εκρήξεις των ατομικών βομβών, αλλά και από τα πυρηνικά ατυχήματα. Οι μετρήσεις αυτές μπορούν να συνδυαστούν με τις παρατηρήσεις των ανέμων, για να ανιχνεύσουμε από που προέρχονται τα ραδιενεργά στοιχεία, και πόση ποσότητα απελευθερώθηκαν.
Το επίπεδο των ραδιενεργών πυρήνων που είχαν διαρρεύσει στους αντιδραστήρες της Φουκουσίμα δεν ήταν σαφές, αλλά οι δειγματοληψίες του αέρα από την οργάνωση CTBT μπορούν να ρίξουν κάποιο φως, λέει ο Gerhard Wotawa του Ινστιτούτου Μετεωρολογίας και Γεωδυναμικής στη Βιέννη.
Οι μετρήσεις που έγιναν τις πρώτες μέρες έδειξαν πως η ποσότητα του ιωδίου που έβγαινε από την Fukushima, λέει ο Wotawa, ήταν 1,2 – 1,3 × 1017 μπεκερέλ ανά ημέρα.
Μάλιστα παρόμοιες μετρήσεις στους σταθμούς της CTBT στην Αλάσκα, τη Χαβάη και στο Μόντρεαλ δείχνουν ότι οι εκπομπές συνεχίζονται.
Στις 10 ημέρες που καιγόταν το Τσερνομπίλ είχαμε 1,76 × 1018 μπεκερέλ ιωδίου-131, που είναι μόνο 50 τοις εκατό περισσότερο ανά ημέρα από αυτή που έχει υπολογιστεί για την Fukushima. Και δυστυχώς δεν είναι ακόμα σαφές πόσο χρονικό διάστημα θα συνεχιστούν οι εκπομπές από το ιαπωνικό εργοστάσιο.
Οι δε εκπομπές του καίσιου-137 είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με το Τσερνομπίλ: 5 × 1015 μπεκερέλ ανά ημέρα στην Fukushima, ενώ στο Τσερνομπίλ 8.5 × 1016 στο σύνολο – περίπου 70% περισσότερο ανά ημέρα.
«Οι αριθμοί αυτοί δεν μας προκαλεί έκπληξη», λέει ο Wotawa. "Όταν το πυρηνικό καύσιμο έχει υποστεί βλάβη, δεν μπορεί να μην ξεφύγουν τα πτητικά στοιχεία,» και οι μετρήσεις του καισίου και του ιωδίου είναι στη σωστή αναλογία, σε σχέση με το πυρηνικό καύσιμο που χρησιμοποιείται στους αντιδραστήρες της Φουκουσίμα. Επίσης, στο εργοστάσιο της Fukushima υπήρχαν γύρω στους 1760 τόνους πυρηνικών υλικών (μαζί με τα χρησιμοποιημένα) και είναι άγνωστο τι ποσότητα έχει υποστεί ζημιά. Ο αντιδραστήρας του Τσερνομπίλ είχε μόνο 180 τόνους.
Η δε ποσότητα που ελευθερώθηκε, λέει ο Gerhard Wotawa, είναι "απολύτως συνεπής" με το σχετικά χαμηλό ύψος του καισίου και του ιωδίου που μετρήθηκε στο έδαφος, τα φυτά και το νερό στην Ιαπωνία, επειδή έχει καεί μεγάλη ποσότητα στη θάλασσα.
Επικίνδυνα ισότοπα
Το ατύχημα του Τσερνομπίλ εξέπεμψε πολύ περισσότερη ραδιενέργεια και μια ευρύτερη ποικιλία ραδιενεργών στοιχείων από ότι στην Φουκουσίμα μέχρι προχθές, αλλά στο Τσερνομπίλ τόσο το ιώδιο όσο και το καίσιο προκάλεσαν το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων στην υγεία – ιδιαίτερα κοντά στον σταθμό του Τσερνομπίλ, τονίζει ο Malcolm Crick, γραμματέας ενός οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών που εξέτασε μόνο τις επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού από το Τσερνομπίλ. Σε αντίθεση με άλλα ραδιενεργά στοιχεία, λέει ο Malcolm Crick, αυτά τα δύο στοιχεία είχαν μεταφερθεί μακριά και παντού από τον άνεμο.
Επιπλέον, το ανθρώπινο σώμα απορροφά το ιώδιο και το καίσιο εύκολα. «Ουσιαστικά όλοι μας εισπνέουμε ή καταπίνουμε το ιώδιο ή το καίσιο», λέει ο Keith Baverstock, πρώην επικεφαλής της ακτινοπροστασίας για την Ευρώπη της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, ο οποίος έχει μελετήσει τις επιπτώσεις στην υγεία εξ αιτίας του ατυχήματος του Τσερνομπίλ.
Το ιώδιο απορροφάται γρήγορα από το θυρεοειδή, ενώ έχει χρόνο ημιζωής οκτώ ημέρες. Το Καίσιο απορροφάται από τους μυς, ενώ ο χρόνος ημιζωής του είναι 30 ετών. Που σημαίνει ότι θα παραμείνει στον οργανισμό μέχρι να αποβληθεί από αυτόν. Θέλει δε από 10 έως 100 ημέρες για να εκκριθεί η μισή ποσότητα από αυτή που εισήλθε.
Οι ραδιενεργές εκπομπές των ισοτόπων «μπορεί να κάνουν σημαντική ζημιά, κυρίως στο DNA. Τα παιδιά που προσλαμβάνουν ιώδιο-131 μπορούν να αναπτύξουν καρκίνο του θυρεοειδούς 10 ή περισσότερα χρόνια αργότερα! Οι ενήλικες φαίνεται να είναι αρκετά ανθεκτικοί. Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στις ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα διαπιστώθηκε ότι το ιώδιο-131 από το Τσερνομπίλ εξακολουθεί να προκαλεί νέους καρκίνους του θυρεοειδούς, ενώ εμφανίζεται σε αμείωτο ρυθμό στις πιο βαριά πληγείσες περιοχές της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και της Ρωσίας.
Τέλος το καίσιο-137 καθυστερεί στο περιβάλλον, λόγω της μακράς ημίσειας ζωής του. Οι ερευνητές είναι διχασμένοι ως προς το πόσο μεγάλη ζημιά έχει κάνει η έκθεση σε χαμηλές δόσεις στο Τσερνομπίλ. Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν ακόμα χιλιάδες νέες περιπτώσεις καρκίνου σε όλη την Ευρώπη.
Πηγή: New Scientist
Leave a Comment