Η αρχική απότομη μετατόπιση του νερού που προκαλεί τη γένεση ενός τσουνάμι μπορεί να είναι αποτέλεσμα σεισμού, κυρίως υποθαλάσσιου που προκαλεί κατακόρυφη ανάταξη του βυθού, παραθαλάσσιας κατάρρευσης βουνοπλαγιάς ή ηφαιστείου, υποβρύχιας ηφαιστειακής έκρηξης ή πτώσης ικανού μεγέθους ουράνιου σώματος στη θάλασσα. Ενώ σε βαθιά νερά το τσουνάμι, λόγω των χαρακτηριστικών του εκεί, δε θεωρείται σοβαρός κίνδυνος για τις πλέουσες κατασκευές, φτάνοντας στις ακτές έχει ιδιαίτερα καταστρεπτικές συνέπειες.
Το φονικό τσουνάμι στην Ινδονησία
Το τσουνάμι εκδηλώνεται με κύματα που στα βαθιά νερά των ωκεανών (μέσο βάθος 4500 μέτρα) οδεύουν με ταχύτητα 210 μέτρων/δευτερόλεπτο ή 756 χιλιομέτρων/ώρα (παραπάνω από το μισό της ταχύτητας του ήχου στην ατμόσφαιρα της Γης), διαδίδονται με μέτωπα κυμάτων που μπορούν να πλησιάσουν σε πλάτος ακόμα και τη γήινη περίμετρο και οδεύουν με σύνηθες μήκος κύματος της τάξης των 50-400 χιλιομέτρων και ύψος συνήθως από μερικά εκατοστά ως ένα μέτρο (ή το πολύ δύο μέτρα, κοντύτερα στην εστία δημιουργίας του).
Φτάνοντας σε ρηχά νερά χάνουν την ταχύτητά τους ως και 20 φορές, αρχικά στο μπροστινό τους μέτωπο που φτάνει πρώτο στα ρηχά, και έτσι το μήκος τους μικραίνει, καθώς το πίσω μέρος του κύματος ταξιδεύει ακόμη με σχετικά μεγαλύτερη ταχύτητα. Καθώς το μήκος του κύματος ενός τσουνάμι αλλάζει σταδιακά, ακολουθώντας τη μεταβολή της μέσης ταχύτητάς του, σύμφωνα με το βάθος της θάλασσας που διατρέχει, η ορμή του διατηρείται (θεωρώντας προσεγγιστικά πως δεν εξαπλώνεται και κατά πλάτος) με αντίστοιχη μεταβολή του ύψους του και είναι ο λόγος για τον οποίο γίνεται καταστρεπτικό φθάνοντας στις ακτές, όπου κερδίζει σε ύψος.
Τσουνάμι είναι ιαπωνική λέξη που σημαίνει το κύμα στο λιμάνι. Δεν είναι όμως ένα απλό παλιρροϊκό κύμα αλλά μια σειρά τεράστιων, γιγαντιαίων κυμάτων που προκαλείται από πολλές αιτίες. Από έναν υποθαλάσσιο σεισμό, από μια ηφαιστειακή έκρηξη, από μια γεωλίσθηση του πυθμένα των ωκεανών, από μια πυρηνική έκρηξη ή δοκιμές, ακόμα και σε μια σύγκρουση μετεωριτών η αστεροειδών με τη Γη.
Όταν λοιπόν, ο υποθαλάσσιος πυθμένας των ωκεανών παίρνει κλίση ή μετατοπίζεται ή ανυψώνεται ή κατακρημνίζεται κατά τη διάρκεια ενός σεισμού, ο φλοιός της Γης παραμορφώνεται στην περιοχή του κέντρου του σεισμού και αρχίζουν να δημιουργούνται μικρά αθώα κύματα σαν μικρές διαταραχές. Λίγο αργότερα αρχίζουν να κινούνται σαν τα κυκλικά κύματα, ακτινικά προς κάθε κατεύθυνση με ταχύτητα που ξεπερνά κι αυτή του ήχου, ακόμα και 800 km/h.
Για να γίνει όμως τσουνάμι θα πρέπει ο υποθαλάσσιος σεισμός να είναι τουλάχιστον 6,5 Ρίχτερ και σε βάθος μικρότερο των 50 χιλιομέτρων.
Συνήθως, ένα τσουνάμι μπορεί να έχει μήκος κύματος 100 έως 200 km (η απόσταση δύο διαδοχικών κορυφών του), ενώ το ύψος του κύματος που προχωράει στον ωκεανό μόλις μισό μέτρο, φαίνεται δηλαδή στην αρχή σαν ένα αθώο κύμα. Όμως, γιγαντώνεται πολύ γρήγορα. Όταν λοιπόν το κύμα φθάνει στην ακτή, το ύψος του μπορεί να φτάσει και τα 40 μέτρα πάνω από την κανονική στάθμη της θάλασσας.
Λόγω λοιπόν του μικρού ύψους του κύματος τα πλοία που βρίσκονται μακριά απ’ τις ακτές όχι μόνο δεν κινδυνεύουν αλλ’ ούτε καν αντιλαμβάνονται την ύπαρξη αυτών των κυμάτων.
Ενώ λοιπόν στον ωκεανό δεν διακρίνεται στις ακτές εμφανίζεται σαν ένα τεράστιο κύμα. Από το γεγονός αυτό πήρε και το όνομα tsunami. (τσου σημαίνει λιμάνι και νάμι σημαίνει κύμα στα Ιαπωνικά. Δηλαδή το κύμα του λιμανιού). Το όνομα υιοθετήθηκε το 1963 από διεθνές επιστημονικό συνέδριο προς τιμήν των Ιαπώνων που υποφέρουν αρκετά απ’ το φαινόμενο.
Στο παρελθόν υπήρχαν πολλές παρανοήσεις για τα κύματα αυτά. Πίστευαν ότι είναι απλά παλιρροϊκά, που οφείλονται στην ανομοιόμορφη βαρυτική έλξη του ήλιου και της Σελήνης πάνω στη Γη. Τα τσουνάμι όμως δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτά.
Δεν έχουν σχέση και με τα κύματα που δημιουργούν οι άνεμοι στην επιφάνεια των θαλασσών. Ως γνωστόν αυτά έχουν μήκος κύματος περίπου 150 μέτρα και περίοδο περίπου 10 δευτερόλεπτα, σε αντίθεση με τα τσουνάμι που έχουν περίοδο τής τάξεως της μιας ώρας.
Τα τσουνάμι μπορούν να θεωρηθούν κύματα ρηχών νερών. Γιατί ο λόγος τού βάθους του νερού προς το μήκος κύματος είναι πολύ μικρό (3/2.000.000 και 6/1.000.000).
Σε κάθε διαδοχική κυματική ταλάντωση, η πραγματική κίνηση του νερού στην επιφάνεια ακολουθεί κατακόρυφη τροχιά με διάμετρο ίση με το ύψος του κύματος, διαγράφοντας πλήρη κύκλο κατά τη διάρκεια μιας περιόδου του κύματος.
Επίσης, δεν είναι σεισμικά κύματα, γιατί τα τσουνάμι μπορούν να προκληθούν και από άλλες αιτίες όπως είδαμε πιο πάνω.
Στοιχεία του τσουνάμι
Όταν ένα τέτοιο κύμα χτυπήσει την ακτή δημιουργεί διάφορα κύματα με τα βαθύτερα σημεία του να είναι χαμηλότερα από την κανονική στάθμη θάλασσας. Κάθε ακόλουθο κύμα είναι υψηλότερο από το προηγούμενο. Η περίοδος μεταξύ των κυμάτων που φτάνουν είναι 10 έως 30 λεπτά. Συνήθως είναι αρκετός χρόνος για να ξεφύγουν σε ασφαλή υψώματα μετά από το πρώτο κύμα.
Η ταχύτητα αυτών των γιγαντιαίων κυμάτων είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο μεγαλύτερο είναι και το βάθος της θάλασσας και υπολογίζεται από την σχέση v=(g*h)1/2 ,όπου g η ένταση της βαρύτητας καί h το βάθος του νερού.
Γι’ αυτό στον ανοιχτό ωκεανό τρέχουν με ταχύτητα που φθάνει και τα 1.000 χιλιόμετρα την ώρα, δηλαδή προσεγγίζει την ταχύτητα του ήχου. Αλλά, όταν το τσουνάμι πλησιάζει την ακτή ελαττώνεται η ταχύτητά του γιατί μειώνεται το βάθος της θάλασσας, όμως ταυτόχρονα αποκτά ολοένα μεγαλύτερο ύψος. Ενώ στον ανοιχτό ωκεανό το ύψος αυτό δεν ξεπερνά τα 5-6 μέτρα , στην ακτή μπορεί να φθάσει τα 30 ή και τα 40 μέτρα. Εκεί οφείλεται και η μεγάλη καταστρεπτικότητα τους.
Επίσης, η ενέργεια είναι ανάλογη του μεγέθους του σεισμού ενώ κατά τη διάδοση του κύματος έχουμε μηδαμινές απώλειες.
Τα τσουνάμι ανακλώνται και διαθλώνται από το ανάγλυφο του παράκτιου βυθού και τις παράκτιες γεωμορφές, σαν όλα τα κύματα. Αν η άφιξη ενός τέτοιου κύματος αντιστοιχεί σε μια κοιλία τότε το νερό υποχωρεί και αποκαλύπτεται ο βυθός.
Μια τέτοια περίπτωση είχαμε και την 1η Νοεμβρίου του 1755 στη Λισαβώνα. Τότε μαζεύτηκαν στο λιμάνι πολλοί άνθρωποι για να δουν το φαινόμενο και να περπατήσουν πάνω στο βυθό που είχε αποκαλυφθεί. Σε λίγα λεπτά όμως τους σκέπασε το τσουνάμι και πνίγηκαν. Αναφέρθηκαν 10.000 – 60.000 νεκροί.
Όταν το τσουνάμι πλησιάσει τις ακτές η τριβή του, με τον όλο και πιο αβαθή βυθό, προκαλεί μείωση της ταχύτητας του. Η περίοδος όμως του κύματος παραμένει σταθερή και άρα το μήκος κύματος μειώνεται, ενώ αυξάνει το πλάτος (το ύψος) του κύματος. Γι’ αυτό και κοντά στις παράκτιες στεριές το νερό σηκώνεται ακόμα και σε ύψος 35 μέτρων μέσα σε 10-15 λεπτά. Τα νερά της ηπειρωτικής κρηπίδας αρχίζουν να ταλαντώνονται και μεταξύ 3 έως 5 τέτοιων μεγάλων ταλαντώσεων δημιουργούνται οι περισσότερες καταστροφές. Οι ταλαντώσεις σταματούν μετά από μερικές μέρες.
Τα τσουνάμι έχουν μια απίστευτη ενέργεια λόγω του μεγάλου όγκου του νερού που μεταφέρουν. Μπορούν να σκοτώσουν χιλιάδες ανθρώπους στις ακτές και να καταστρέψουν ότι βρουν στο πέρασμα τους.
Τεράστιοι τέτοιοι ‘πύργοι’ μανιασμένου νερού έχουν επανειλημμένα κτυπήσει κατοικημένες ακτές με τέτοια μανία, που έχουν καταστραφεί ολόκληρες πόλεις.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το 1896, εξαφανίστηκαν 20.000 άνθρωποι στην πόλη Sanriku της Ιαπωνίας. Το τσουνάμι ανάγκασε τα κύματα να σηκωθούν τόσο ψηλά, ακόμα και σε ύψος 40 μέτρων.
Σημειωτέον ότι οι περισσότεροι θάνατοι κατά τη διάρκεια ενός καταστρεπτικού τσουνάμι οφείλονται στους πνιγμούς. Επίσης, υπάρχει κίνδυνος για πλημμύρες, μολυσμένες παροχές νερού, και καταστροφές στος παροχές αερίου και ηλεκτρισμού.
Οδηγίες για το τσουνάμι
Πριν χτυπήσει ένα ισχυρό τσουνάμι, η στάθμη της θάλασσας χαμηλώνει και το νερό αποτραβιέται από την ακτή, δίνοντας την εντύπωση ότι «όλη η θάλασσα έφυγε προς τα πίσω». Αυτό είναι ένα πολύτιμο σημάδι για όσους βρίσκονται σε περιοχή που πρόκειται να χτυπήσει τσουνάμι που δεν διαθέτει σύστημα πρόγνωσης ή αν στο συγκεκριμένο σημείο δεν υπάρχει πρόσβαση σε Μ.Μ.Ε.
Αν γίνει κάτι τέτοιο αντιληπτό, τότε όλοι πρέπει αμέσως να αρχίσουν να τρέχουν προς το εσωτερικό της ξηράς, μακριά από την ακτή, χωρίς να σταματήσουν ούτε δευτερόλεπτο και να προσπαθήσουν να απομακρυνθούν όσο μπορούν από τις παράλιες περιοχές, καταφεύγοντας κατά προτίμηση σε λόφους με ύψη αρκετά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εναλλακτικά, αν υπάρχει στην περιοχή κάποιο υψηλό κτίριο, άνω των 15 μέτρων, μπορούν να αναζητήσουν καταφύγιο στον ψηλότερο όροφό του.
Οι οδηγίες συνεχίζουν ως εξής: Προσοχή: Μην περιμένετε να δείτε το κύμα να έρχεται για να αρχίσει η διαφυγή! Ο διαθέσιμος χρόνος, από την στιγμή που το νερό αποτραβιέται από την ακτή έως το χτύπημα του τσουνάμι, είναι ελάχιστος, γύρω στα 5 λεπτά. Ειδικά, από την εμφάνιση του τσουνάμι στον ορίζοντα έως το χτύπημα είναι πλέον εντελώς μηδαμινός και ένας πρακτικός κανόνας λέει ότι «αν το δεις να έρχεται, τότε είναι πλέον αργά για να τρέξεις».
Επίσης, σχεδόν ποτέ δεν έρχεται μόνο ένα κύμα. Όπως προαναφέρθηκε, δημιουργείται μία ολόκληρη σειρά κυμάτων με περιοδικότητα άνω της 1 ώρας και επομένως, σχεδόν πάντα μετά το πρώτο κύμα ακολουθούν και άλλα. Επομένως, δεν πρέπει να δημιουργείται αίσθηση εφησυχασμού ότι μετά το πρώτο χτύπημα ο κίνδυνος πέρασε, καθώς μάλιστα ενδέχεται τα επόμενα κύματα να είναι ακόμα υψηλότερα και καταστρεπτικότερα. Στατιστικώς έχει βρεθεί ότι συνήθως το υψηλότερο κύμα είναι το τρίτο στην σειρά, αν και αυτό δεν ισχύει πάντα και δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ως δεσμευτικός κανόνας.
Τα πλοία που βρίσκονται «εν πλώ» τα αντιμετωπίζουν εύκολα, στρέφοντας την πλώρη σε γωνία 35 – 45 μοιρών και δεν κλυδωνίζονται λόγω του μεγάλου μήκους αυτών των κυμάτων. Αντιθέτως, την νύκτα είναι πιο επικίνδυνα αν δεν γίνουν αντιληπτά από το ραντάρ, στην οθόνη του οποίου παρουσιάζονται ως ολοένα προσεγγίζουσα ακτογραμμή. Όσα πλοία όμως βρίσκονται στο αγκυροβόλιο ή ελλιμενισμένα, θα πρέπει να προβούν σε άμεσο απόπλου κόβοντας ακόμη και τους κάβους ή εγκαταλείποντας και τις άγκυρες και τούτο διότι φθάνοντας το τσουνάμι αυτά ανυψώνονται και οι άγκυρες συνήθως αποσπώνται απ’ το βυθό οπότε και ακολουθούν έρμαια την ορμή του κύματος, ενώ τα ελλιμενισμένα κινδυνεύουν να καταστραφούν.
Μεγάλες καταστροφές
Από το 1945 περισσότεροι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από τα τσουνάμι παρά από τους σεισμούς. Αυτό δείχνει πόσο σοβαρό κίνδυνο ενέχουν.
Τα περισσότερα τσουνάμι δημιουργούνται κατά μήκος μιας περιοχής που λέγεται Ring of Fire μήκους 40.000 km. Η περιοχή Ring of Fire περιέχει όχι μόνο ηφαίστεια αλλά έχει και έντονη σεισμική δραστηριότητα. Περικυκλώνει δε όλο τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Από το 1819, περισσότερα από 40 τσουνάμι έχουν χτυπήσει τα νησιά της Χαβάης. Γι’ αυτό κι έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα προειδοποίησης σε περιοχές όπως είναι η Χαβάη, όπου εμφανίζονται κατά καιρούς πολλά καταστρεπτικά παλιρροιακά κύματα.
Αφού καταγραφούν κάποιες διαταραχές σε όργανα παρακολούθησης, γίνονται σχετικές προειδοποιήσεις για τον ερχομό τσουνάμι στη Χονολουλού, τη Χαβάη και την Αλάσκα.
Υπολογίζεται ότι τη Χαβάη, μια περιοχή υψηλού κινδύνου, την κτυπά κατά μέσο όρο ένα τσουνάμι κάθε χρόνο και με ένα καταστρεπτικό περιστατικό κάθε 7 χρόνια.
Η Αλάσκα, που επίσης ανήκει στις περιοχές υψηλού κινδύνου, κατά μέσο όρο την κτυπά ένα τσουνάμι κάθε 1,75 χρόνια και ένα καταστρεπτικό γεγονός κάθε 7 χρόνια.
Οι προειδοποιήσεις παρέχονται από σεισμογραφικά εργαστήρια σε όλο τον κόσμο, που καθορίζουν τη θέση που βρίσκεται η εστία ενός υποβρύχιου σεισμού. Αυτοί οι σεισμοί, συνήθως, δημιουργούνται σε μια από τις πιο βαθιές τάφρους στον Ειρηνικό Ωκεανό. Μια τέτοια υπηρεσία είναι η SSWWS που προειδοποιεί για επερχόμενα τσουνάμι.
Ένα από τα μεγαλύτερα και πιο καταστρεπτικά τσουνάμι που έχει καταγραφεί ποτέ, τον Αύγουστο του 1883, ταξίδεψε τουλάχιστον τη μισή περιφέρεια της Γης μετά από την κατάρρευση του ηφαιστείου Krakatoa, στην Ινδονησία. Τα κύματα, τότε, είχαν φτάσει σε ύψος μέχρι και 35 μέτρα, που προκάλεσαν μεγάλη ζημία κατά μήκος της ακτής της Σουμάτρας. Το νησί Κρακατόα εξαφανίστηκε. Μάλιστα τότε οι νεκροί έφτασαν τότε τους 36.000. Είναι γνωστό ότι το αστεροσκοπείο του Γκρίνουιτς το είχε καταγράψει για 7 συνεχόμενες ημέρες.
Το 1964 ένας σεισμός στην Αλάσκα προκάλεσε ένα τσουνάμι με τα κύματα να φθάνουν σε ύψος 3 έως και 6 μέτρα, κατά μήκος των ακτών της Καλιφόρνιας, του Όρεγκον, και των ακτών της Ουάσιγκτον. Αυτό το τσουνάμι προκάλεσε καταστροφές αξίας 84 εκατομμυρίων δολαρίων στην Αλάσκα και 123 θανατηφόρα περιστατικά στην Αλάσκα, το Όρεγκον, και την Καλιφόρνια.
Αν και τα τσουνάμι είναι σπάνια κατά μήκος των ακτών του Ατλαντικού, ένας σοβαρός σεισμός στις 18 Νοεμβρίου του 1929, στην Grand Banks της Νέας Γης δημιούργησε ένα τέτοιο τσουνάμι που προκάλεσε μεγάλες ζημιές και απώλειες ζωών στην Ακτή Placentia της Νέας Γης.
Το 1946, ένα τσουνάμι με κύματα 6 έως 9 μέτρων έφτασε στην περιοχή Hilo της Χαβάης, πλημμυρίζοντας το κέντρο της πόλης και σκοτώνοντας 159 ανθρώπους.
Στις 22 Μαΐου του 1960 ένα τσουνάμι στη Χιλή σκότωσε, περίπου, 2300 ανθρώπους, ενώ στις μέρες μας (1998) στη Νέα Γουινέα είχαμε 3.000 θύματα.
Στην Ιαπωνία το 1707 είχαμε 30.000 νεκρούς, ενώ στην Ιταλία ένα τσουνάμι το 1908 θεωρήθηκε υπεύθυνο για 120.000 νεκρούς.
Αλλά έχουν καταγραφεί και άλλα τσουνάμι σε όλο τον κόσμο, κυρίως στην Ασία, με δεκάδες χιλιάδες θύματα.
Ιστορικά τσουνάμι
Πριν από 50 εκατομμύρια χρόνια στο Μεξικό προκλήθηκε ένα μεγάλο τσουνάμι από πτώση ενός μετεωρίτη, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο κόλπος του Μεξικού, δημιουργώντας ένα μέγκα τσουνάμι που προχώρησε στην ξηρά 100 ολόκληρα χιλιόμετρα και η σκόνη άλλαξε το κλίμα της Γης. Πιστεύεται ότι η εξαφάνιση των δεινοσαύρων οφείλεται σε αυτή την αιτία.
Το γνωστό τσουνάμι της Σαντορίνης, γύρω στα 1490 π.Χ, που θεωρήθηκε η αιτία της καταστροφής του μινωικού πολιτισμού. Οφείλεται στην έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και δημιουργήθηκε ένα μέγκα τσουνάμι ύψους 120 μέτρων, που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση της καλντέρας έφτασε στα βόρεια παράλια της Κρήτης. Έτσι άρχισε σιγά-σιγά ο πολιτισμός τους να φθίνει. Βέβαια, τώρα ξέρουμε ότι το μέγκα τσουνάμι της Σαντορίνης δεν ευθύνεται αποκλειστικά για αυτή την καταστροφή. Μπορεί το συγκεκριμένο κύμα να μην εξαφάνισε τους Μινωίτες, βοήθησε όμως αρκετά: Πλημμύρισε τις σοδειές τους για δύο ολόκληρα χρόνια και η μέση θερμοκρασία έπεσε αρκετά.
Πάντως, το πρώτο καταγεγραμμένο ιστορικά τσουνάμι συνέβη στην παράκτια Συρία κατά το 2000 π.Χ.
Στην Ελλάδα το παλαιότερο είναι αυτό πού κατέστρεψε τον Περσικό στόλο στην Ποτίδαια τής Χαλκιδικής το 479 π.Χ.
Επίσης πολύ σημαντικό τσουνάμι είναι αυτό που έπληξε την Αλεξάνδρεια τον Ιούλιο τού 365 μ.Χ. που προκλήθηκε από σεισμό μεγέθους 8.2 τής κλίμακας Ρίχτερ. Ο αριθμός των θυμάτων ανήλθε στους 50.000.
Το καταστρεπτικό τσουνάμι του ηφαιστείου Κρακατόα
Για να καταλάβουμε τα γεγονότα που ακολούθησαν την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, πρέπει να δούμε τις καταστροφές που επακολούθησαν από μια άλλη, σχετικά πολύ μικρότερη έκρηξη, αυτή του ηφαιστείου Κρακατόα, που βρίσκεται στο στενό μεταξύ Ιάβας και Σουμάτρας, και έγινε 26 Αυγούστου 1883.
Τότε οι εκρήξεις του ηφαιστείου είχαν ακουστεί ακόμα και 160 km μακριά, ενώ πυκνά σύννεφα καυτής στάχτης εκσφενδονίστηκαν μέχρι ύψος 27 km μέσα στον αέρα. Κατά μήκος της ακτής της Ιάβας και της Σουμάτρας έπεσε σκοτάδι, καθώς τα ηφαιστειακά σύννεφα σκέπασαν τον ήλιο. Το σκοτάδι αυτό διήρκεσε δυόμισι μέρες. Καταρρακτώδεις βροχές σποδού προστέθηκαν στην αναταραχή.
Στις 27 Αυγούστου, το ηφαίστειο Κρακατόα έφτασε στο μέγιστο της εκρηκτικότητας του. Οι θόρυβοι μιας σειράς εκρήξεων ακούστηκαν ως την Αυστραλία, σε απόσταση 5.000 km. Την ίδια ώρα, ηφαιστειακά αναβλήματα εκτινάχθηκαν πολλά χιλιόμετρα υψηλά στον ουρανό. Τα πιο λεπτόκοκκα τεμάχια, με τη βοήθεια των στρατοσφαιρικών ανέμων, περιέβαλαν την γη και χρειάστηκαν δύο χρόνια περίπου για να κατακαθίσουν. Υπολογίστηκε ότι 6-8 κυβικά χιλιόμετρα θραυσμάτων πετρωμάτων εκτινάχθηκαν στον αέρα κατά τη διάρκεια των παροξυσμών που κονιοποίησαν το Κρακατόα, με μια απελευθέρωση ενεργείας ίση με εκείνη της πιο ισχυρής υδρογονοβόμβας.
Όπως ήταν φυσικό, η επίδραση από την έκρηξή του δημιούργησε ένα μέγα τσουνάμι, το οποίο έφτασε σε ύψος 38μ. από τη βάση ως την κορυφή, καθώς χτυπούσε τις ακτές της Ιάβας και της Σουμάτρας παρασύροντας στον θάνατο 36.000 ανθρώπους.
Η δύναμη του τσουνάμι μπορεί να εκτιμηθεί από το γεγονός ότι μετέφερε ένα μεγάλο πλοίο 2,5 χλμ. στο εσωτερικό της ξηράς και το έριξε εκεί 10 μ. πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Πετρώματα που ζύγιζαν 50 τόνους μεταφέρθηκαν ακόμη μακρύτερα).
Έτσι έγινε και στην Κνωσό αλλά σε μεγαλύτερη έκταση. Όπως φαίνεται και στο "σπίτι των πεσμένων ογκολίθων" της Κνωσού, ισχυρές ωστικές δυνάμεις ανατίναξαν κυριολεκτικά τεράστιες πέτρες, που καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν θα ήταν δυνατόν να τις μετακινήσει, παρά μόνο με σημερινά μηχανικά μέσα. Η καταστροφή αυτή αποτέλεσε ένα γενικότερο γεωλογικό φαινόμενο που παρατηρήθηκε και στην Τροία, στην δυτική Μικρά Ασία και στην κεντρική Παλαιστίνη, όπως επίσης έδειξαν οι ανασκαφές.
Ο καθηγητής Συνολάκης έκανε ένα υπολογιστικό μοντέλο της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας που έγινε πριν από 3.500 χρόνια. Σύμφωνα με αυτό, ένα τσουνάμι διέσχισε αστραπιαία τα 100 χλμ. απόστασης από την Κρήτη, τη σάρωσε με κύματα ύψους 12 μ. και έθαψε ολοκληρωτικά τον μινωικό πολιτισμό. Αλλά και τα πρόσφατα ευρήματα στη βυθισμένη Ελίκη της Αιγιαλείας μιλούν για τσουνάμι που την κατέστρεψαν, μέσα σε μια θάλασσα τόσο μικρή όσο είναι ο Κορινθιακός Κόλπος.
Μήπως όμως πρόκειται αυτές οι καταστροφές να ξανασυμβούν; Σε μελέτη του1999 επισημαίνεται ότι από το 1410 ως τον σεισμό του 1999, στον κόλπο της Σμύρνης έπληξαν τις μικρασιατικές ακτές. Στον τελευταίο σεισμό, ένα φεριμπόουτ που πήγαινε στο Eskihisar της Τουρκίας βρέθηκε αντιμέτωπο με υδάτινο τοίχο ύψους 30-40 μ.! Αλλού, η θάλασσα τραβήχτηκε σε βάθος 15 μ., ώσπου τα πλοία ακούμπησαν στον πυθμένα, και μετά τα εκτίναξε σε ύψος 10 μ. – φέρνοντας τούμπες πάνω από άλλα πλοία – και τα βύθισε.
Ο κίνδυνος για την Ελλάδα
Μικρότερος αλλά υπαρκτός είναι ο κίνδυνος και στη Μεσόγειο Θάλασσα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα λόγω της υψηλής της σεισμικότητας.
Στον ελλαδικό χώρο δεν γίνονται ισχυροί σεισμοί, οι οποίοι από μόνοι τους να προκαλούν μεγάλα τσουνάμι. Το μέγεθος τους όμως είναι τέτοιο που μπορεί να ανακινήσει ιζήματα και να υπάρξουν υποθαλάσσιες κατολισθήσεις.
"Ένας σεισμός με επίκεντρο στην ξηρά και μικρός σε μέγεθος μπορεί να δώσει αρκετή επιτάχυνση σε σαθρά ιζήματα ώστε να γίνει μια υποθαλάσσια κατολίσθηση που θα δημιουργήσει ένα μεγάλο κύμα. Ο Κορινθιακός Κόλπος είναι μία από αυτές τις περιοχές".
Το τελευταίο μεγάλο τσουνάμι που έπληξε το Αιγαίο δημιουργήθηκε από το σεισμό της Σαντορίνης το 1956. Το κύμα ξεκίνησε από την περιηφαιστειακή περιοχή, όπου πιθανότατα να έγινε και μια υποθαλάσσια κατολίσθηση, και έφτασε στην ανατολική πλευρά της Αμοργού με ύψος 22-25 μέτρων.
Τα νησιά στο κεντρικό Αιγαίο ίσως να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο όταν γίνονται σεισμοί. Προς το παρόν όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα. Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να χαρτογραφηθεί με μεγάλη λεπτομέρεια ο ελληνικός βυθός. Αλλά οι έρευνες αυτές κοστίζουν και χρειάζονται πολύ χρόνο για να ολοκληρωθούν. Ως εκ τούτου, μόνο αμέλεια δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις το γεγονός ότι δεν έχει χαρτογραφηθεί με λεπτομέρεια ο ελληνικός βυθός.
Η αλήθεια είναι ότι γνωρίζουμε τον πυθμένα της θάλασσας λιγότερο από την επιφάνεια του Άρη.
Αν ο σεισμός αυτός είναι τοπικός, υπάρχει ένα διάστημα πέντε-έξι λεπτών, οπότε προλαβαίνεις να αντιδράσεις. Και η πλημμύρα από τοπικό τσουνάμι συνήθως προχωράει μέχρι και 100 μέτρα από την παραλία. Οπότε τα πράγματα δεν είναι και τόσο ανησυχητικά.
Βιβλιογραφία: Britanica, Βήμα, Δίκτυο, ιστορία της Κνωσού
Leave a Comment