Τριάντα χρόνια μετά το ατύχημα στο Τσερνομπίλ έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι το μόνο που έφθασε στο επίπεδο 7, το υψηλότερο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης σε πυρηνικό σταθμό
28 Απριλίου 1986. Τα ειδικά όργανα ατμοσφαιρικών μετρήσεων αρχικά σε χώρες της Σκανδιναβίας καταγράφουν ασυνήθιστα υψηλά ποσοστά ραδιενέργειας. Σε ένα σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας στην ανατολική ακτή της Σουηδίας, στο Φόρσμαρκ, τα ασυνήθιστα υψηλά ποσοστά που έδειχναν οι δείκτες έκαναν την διοίκηση να εκκενώσει τον σταθμό. Σύντομα όμως κατάλαβαν, όπως και στο Όσλο της Νορβηγίας όπου οι μετρητές είχαν «σπάσει τα κοντέρ» και κατέγραφαν τιμές ραδιενέργειας 50 φορές πάνω από τις κανονικές, ότι για την πηγή του προβλήματος έπρεπε να ψάξουν στον ανατολικό γείτονα τους.
Κάτω από την διεθνή κατακραυγή για την σιωπή της η Μόσχα θα παραδεχθεί τελικά μέσα από μία λακωνική ανακοίνωση ότι στον πυρηνικό σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας του Τσερνομπίλ υπήρξε σοβαρό ατύχημα. Ο σταθμός του Τσερνομπίλ στηρίζοντας σε τέσσερις αντιδραστήρες «RBMK- 1000», οι οποίοι χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη σχάσιμο ουράνιο υπό την μορφή ράβδων μέσα σε πλάκες γραφίτη. Η αλυσιδωτή αντίδραση από την σχάση του ραδιενεργού καυσίμου εκλύει τεράστια ποσά θερμότητας που εξατμίζουν το νερό και οι ατμοί που απελευθερώνονται θέτουν σε κίνηση τουρμπίνες, οι οποίες παράγουν ηλεκτρική ενέργεια. Το όλο σύστημα ψύχεται με νερό και ελέγχεται ηλεκτρονικά.
Δυτικοί κύκλοι είχαν εκφράσει από χρόνια την ανησυχία τους για τον συγκεκριμένο σταθμό που λειτουργούσε από το 1972 όμως αρκετοί θεωρούσαν ότι ήταν ένα ακόμη κεφάλαιο στην αντιπαράθεση Δύσης – Ανατολής στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου. Δύο μήνες πριν το δυστύχημα το περιοδικό «Σοβιετική Ζωή» προσπαθεί να καθησυχάσει εμφανίζοντας το Τσερνομπιλ ως πρότυπο ασφάλειας:
«Οι τεράστιοι αντιδραστήρες είναι τοποθετημένοι μέσα σε τσιμεντένια σιλό και έχουν συστήματα περιβαλλοντικής προστασίας. Ακόμη και αν συμβεί το απίθανο, ο αυτόματος έλεγχος και τα συστήματα ασφαλείας θα σταματήσουν τη λειτουργία των αντιδραστήρων μέσα σε λίγα λεπτά».
Η «Σοβιετική Ζωή» δεν έλεγε ψέμματα αυτό όμως που δεν είχε υπολογίσει είναι ότι όλα τα παραπάνω τα χειρίζονταν άνθρωποι οι οποίοι στην προσπάθεια τους να δοκιμάσουν τις αντοχές του σταθμού μπορούσαν να ανατρέψουν όλους τους κανόνες ασφαλείας.
Όλα ξεκίνησαν από το μεσημέρι της 25ης Απριλίου, όταν επιστήμονες και τεχνικοί ξεκινούν ένα σημαντικό πείραμα στον τέταρτο αντιδραστήρα του σταθμού. Στόχος του πειράματος είναι να ελεγχθεί η λειτουργία των ατμοστρόβιλων παραγωγής ηλεκτρισμού μετά τη διακοπή παροχής ατμού.
Γύρω στη 1 μ.μ., οι τεχνικοί μειώνουν την ισχύ του αντιδραστήρα από τα 1.000 στα 500 μεγαβάτ και κλείνουν τον έναν από τους δύο ατμοστρόβιλους. Μία ώρα αργότερα, κατά παράβαση των ισχυόντων κανονισμών, θέτουν εκτός λειτουργίας το εφεδρικό σύστημα ψύξης του αντιδραστήρα, τυχόν ενεργοποίηση του οποίου θα παρεμπόδιζε τη διεξαγωγή του πειράματος. Η αυθαίρετη αυτή ενέργεια πρέπει να αποδοθεί στη βιασύνη του προσωπικού να ολοκληρώσει το πείραμα προτού κλείσει ο αντιδραστήρας για την προβλεπόμενη συντήρησή του στα τέλη του μήνα. Εκείνη τη στιγμή όμως παρουσιάζεται απροσδόκητη ζήτηση ενέργειας στο ηλεκτρικό δίκτυο και η διοίκηση του σταθμού που δεν έχει ενημερωθεί για την πρωτοβουλία του τεχνικού προσωπικού, ζητεί από τους χειριστές τους αντιδραστήρα να συνεχίσουν να τροφοδοτούν με ενέργεια το δίκτυο. Οι τελευταίοι υπακούουν και αναγκάζονται να περιμένουν μέχρι τις 11 το βράδυ, όταν η ζήτηση του δικτύου επανέρχεται σε φυσιολογικά όρια, για να συνεχίσουν το πείραμα.
Επιδιώκοντας πάση θυσία να καλύψουν το χαμένο χρόνο, εκβιάζουν τα πράγματα και εμπλέκονται σε ένα φαύλο κύκλο όπου το ένα λάθος φέρνει το άλλο.
Αρχικά προσπαθούν να μειώσουν την ισχύ του αντιδραστήρα στα 200 μεγαβάτ, αλλά, καθώς βιάστηκαν να θέσουν εκτός λειτουργίας τον ρυθμιστή ισχύος βλέπουν την ισχύ να πέφτει στο 1 μεγαβατ και χάνουν άλλες δύο ώρες μέχρι να την ανεβάσουν και πάλι στο επιθυμητό επίπεδο. Προκειμένου να εμποδίσουν το αυτόματο κλείσιμο του αντιδραστήρα από τα ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας, σηκώνουν τις 207 από τις 215 ράβδους γραφίτη που μετριάζουν την σχάση του ουρανίου, παραβιάζοντας κατάφωρα τους κανονισμούς ασφαλείας που προβλέπουν ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να βρίσκονται σε λειτουργία τουλάχιστον 30 ράβδοι. Ακόμα χειρότερα θέτουν εκτός λειτουργίας το αυτόματο σύστημα που έχει αποστολή να σταματήσει τον αντιδραστήρα στην περίπτωση που τεθεί εκτός λειτουργίας και ο δεύτερος ατμοστρόβιλος.
Θέλοντας να αυξήσουν την παραγωγή ατμού, οι χειριστές ενεργοποιούν και τις οκτώ διαθέσιμες αντλίες, ξεπερνώντας το ανώτατο επιτρεπτό όριο ροής. Η ασύνετη αυτή επιλογή δημιουργεί υπερπίεση την οποία προσπαθούν να αντιμετωπίσουν ανοίγοντας τις βαλβίδες. Αλλά αντί να υπάρξει βελτίωση, η κατάσταση επιδεινώνεται.
Έπειτα από αρκετά λεπτά μάταιων προσπαθειών, οι χειριστές κάνουν το τελευταίο λάθος σ’ αυτή την τραγική αλυσίδα απερισκεψίας, απενεργοποιώντας το αυτόματο σύστημα που θα απενεργοποιούσε τον αντιδραστήρα σε περίπτωση παρατεταμένης υπερπίεσης.
Είναι ήδη 1 π.μ. της 26ης Απριλίου όταν ο επιθεωρητής βάρδιας διατάζει επείγουσα επανεισαγωγή όλων των ρυθμιστικών ράβδων προκειμένου να σταματήσει η αλυσιδωτή αντίδραση. Είναι όμως πλέον πολύ αργά: Οι περισσότεροι ράβδοι αρνούνται να συμμορφωθούν, είτε λόγω θερμικής παραμόρφωσης είτε γιατί εμποδίζονται από κυματισμούς του νερού που προκαλούνται από τον υψηλής πίεσης ατμό. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η ισχύς του αντιδραστήρα εκτοξεύεται από τα 200 στα 540 μεγαβάτ, ένδειξη ότι η αλυσιδωτή αντίδραση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.
Το αναπόδραστο αποτέλεσμα, μία τρομακτική έκρηξη από τον αφηνιασμένο ατμό που αναζητεί διέξοδο, σκοτώνει επί τόπου δύο τεχνικούς, καταστρέφει ολοσχερώς την οροφή της αίθουσας και απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα ραδιενεργά σωματίδια και υδρογόνο το οποίο εκρήγνυται με τη σειρά του, προκαλώντας μία μεγάλη πυρκαγιά στην καρδιά του αντιδραστήρα και 30 μικρότερες στη γύρω περιοχή. Το καύσιμο ουράνιο διασπάται σε μικροσκοπικά τεμάχια που παρασύρονται από τα αέρια της έκρηξης στην ατμόσφαιρα.
Είναι η αρχή της τραγωδίας: Τις πρώτες στιγμές μετά το ατύχημα εκλύεται μόλις το 25% της συνολικής ραδιενέργειας ενώ το υπόλοιπο 75% θα απελευθερωθεί σταδιακά τις επόμενες οκτώ ημέρες.
Πρώτη προτεραιότητα των Σοβιετικών αρχών μετά το ατύχημα να εκκενώσουν τη μολυσμένη περιοχή, σε ακτίνα 30 χιλιομέτρων από το επίκεντρο της τραγωδίας, μεταφέροντας σε ασφαλή σημεία περίπου 135.000 ανθρώπους. Στην συνέχεια έπρεπε να κερδηθεί η μάχη του αντιδραστήρα. Τελικά στις 15 Νοεμβρίου τα συνεργεία κατορθώνουν να εγκλωβίσουν την καρδιά του αντιδραστήρα μέσα σε 410.000 κυβικά μέτρα τσιμέντου. Η πηγή του κακού πλέον είχε φυλακισθεί όμως η ζημιά που άφησε πίσω της ήταν ανυπολόγιστη.