Αστροφυσική, Διάστημα

Σχεδόν τριπλάσιες είναι οι προσκρούσεις στη Γη και στη Σελήνη τα τελευταία 290 εκατομμύρια χρόνια

Written by Δ.Μ.

Ενδείξεις ότι άρχισε να “βρέχει” σχεδόν τριπλάσιους μεγάλους αστεροειδείς στη Γη και στη Σελήνη πριν 290 εκατομμύρια χρόνια από ό,τι στα προηγούμενα 700 εκατ. χρόνια – για άγνωστο λόγο, σύμφωνα με τα συμπεράσματα μιας διεθνούς επιστημονικής ομάδας η οποία μελέτησε τους κρατήρες του φεγγαριού και έβγαλε ανάλογα συμπεράσματα και για τον δικό μας πλανήτη. Μάλιστα ο αριθμός των μεγάλων συγκρούσεων που ήταν παλαιότεροι από ένα δισεκατομμύριο χρόνια, τόσο στη Γη όσο και στη Σελήνη, ήταν πολύ χαμηλότερος από ό, τι είχε προηγουμένως θεωρηθεί.

Print Friendly, PDF & Email
Share

Ενδείξεις ότι άρχισε να “βρέχει” σχεδόν τριπλάσιους μεγάλους αστεροειδείς στη Γη και στη Σελήνη πριν 290 εκατομμύρια χρόνια από ό,τι στα προηγούμενα 700 εκατ. χρόνια – για άγνωστο λόγο, σύμφωνα με τα συμπεράσματα μιας διεθνούς επιστημονικής ομάδας η οποία μελέτησε τους κρατήρες του φεγγαριού και έβγαλε ανάλογα συμπεράσματα και για τον δικό μας πλανήτη. Μάλιστα ο αριθμός των μεγάλων συγκρούσεων που ήταν παλαιότεροι από ένα δισεκατομμύριο χρόνια, τόσο στη Γη όσο και στη Σελήνη, ήταν πολύ χαμηλότερος από ό, τι είχε προηγουμένως θεωρηθεί.

moon_impactΕικόνα από το Lunar Reconnaissance Orbiter που δείχνει έναν νεαρό κρατήρα (δεξιά) που περιβάλλεται από ανασκαμμένους ογκόλιθους και βράχους και έναν παλαιότερο, διαβρωμένο κρατήρα (αριστερά) χωρίς αναγνωρίσιμους ογκόλιθους. Οι ογκόλιθοι γύρω από τον νεαρό κρατήρα διατηρούν τη θερμότητα κατά τη διάρκεια της σεληνιακής νύχτας, ενώ τα λεπτόκοκκα εδάφη των παλαιότερων κρατήρων χάνουν τη θερμότητά τους πολύ πιο γρήγορα, επιτρέποντας έτσι στους ερευνητές να καθορίσουν τις ηλικίες των συγκρούσεων στην επιφάνεια της Σελήνης.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Sara Mazrouel του Τμήματος Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου του Τορόντο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Science”, ανέλυσαν τα στοιχεία του σεληνιακού δορυφόρου Lunar Reconnaissance Orbiter (LRO) της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA), ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη εδώ και μια δεκαετία, μελετώντας την επιφάνειά της.

Η Γη -ένα ενεργό γεωλογικά σώμα- έχει λιγότερους ορατούς κρατήρες από όσους θα περίμενε κανείς με βάση τους κρατήρες που φαίνονται σε άλλα σώματα στο ηλιακό μας σύστημα. Η έλλειψη αυτή καθιστά δύσκολη την απάντηση στο ερώτημα πόσο συχνά πέφτουν αστεροειδείς ή κομήτες πάνω στον πλανήτη μας και κατά πόσο αυτή η συχνότητα έχει αλλάξει στην πορεία του χρόνου, αν δηλαδή πέφτουν λιγότεροι ή περισσότεροι.

Η απάντηση όμως μπορεί να βρίσκεται στο φεγγάρι, το οποίο θεωρείται δεδομένο ότι πλήττεται από αστεροειδείς με την ίδια περίπου συχνότητα διαχρονικά που πλήττεται και η Γη. Μόνο που στον πλανήτη μας τα ίχνη των περισσότερων προσκρούσεων καλύπτονται από τη διάβρωση και τις συνεχείς τεκτονικές-γεωλογικές διαδικασίες, ενώ στη γεωλογικά αδρανή Σελήνη, η οποία δεν υφίσταται διάβρωση και τεκτονικές μεταμορφώσεις, οι κρατήρες παραμένουν ορατοί, αποτελώντας μια «χρονοκάψουλα».

Οι ερευνητές έκαναν ένα κατάλογο με όλους τους μεγάλους σεληνιακούς κρατήρες με διάμετρο άνω των δέκα χιλιομέτρων και ηλικία μικρότερη του ενός δισεκατομμυρίου ετών. Διαπιστώθηκε ότι πριν 290 εκατομμύρια χρόνια η συχνότητα των προσκρούσεων στη Σελήνη αυξήθηκε κατά 2,6 φορές. Γιατί αυτό συνέβη, δεν είναι γνωστό, αλλά οι επιστήμονες εικάζουν ότι πριν 300 εκατομμύρια χρόνια μπορεί να συνέβησαν μεγάλες συγκρούσεις στη ζώνη αστεροειδών μεταξύ Άρη – Δία, οι οποίες είχαν ως συνέπεια περισσότεροι διαστημικοί βράχοι να κατευθυνθούν έκτοτε προς τη Γη και τον δορυφόρο της.

«Η έρευνα μας παρέχει στοιχεία για μια δραματική αλλαγή στη συχνότητα των προσκρούσεων αστεροειδών τόσο στη Γη όσο και στη Σελήνη, κάτι που συνέβη περίπου στο τέλος της Παλαιοζωικής περιόδου. Αυτό σημαίνει ότι εδώ και 290 εκατομμύρια χρόνια βρισκόμαστε σε μια περίοδο σχετικά υψηλής συχνότητας προσκρούσεων, δυόμισι φορές μεγαλύτερη από ό,τι παλαιότερα», δήλωσε η δρ Sara Mazrouel.

«Η σχετική σπανιότητα μεγάλων κρατήρων στη Γη, οι οποίοι να έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 290 εκατομμυρίων ετών και μικρότερη των 650 εκατομμυρίων ετών, δεν οφείλεται στο ότι αυτοί οι κρατήρες χάθηκαν (σ.σ. λόγω γεωλογικών διαδικασιών), αλλά επειδή η συχνότητα τέτοιων προσκρούσεων εκείνη την εποχή ήταν μικρότερη από ό,τι είναι τώρα», ανέφερε η ερευνήτρια Rebecca Ghent, αναπληρώτρια καθηγήτρια πλανητικής επιστήμης του Πανεπιστημίου του Τορόντο.

ΑΠΕ

Print Friendly, PDF & Email

About the author

Δ.Μ.

Share