Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη προσελήνωση (21 Ιουλίου 1969) και τη συλλογή σεληνιακών δειγμάτων βάρους 21,6 κιλών από τον Νιλ ‘Αρμστρονγκ και τον Μπαζ Όλντριν, επιστήμονες στη Κολωνία έκαναν νέες αναλύσεις σε εκείνα, καθώς και σε κατοπινά δείγματα που είχαν φέρει οι αστροναύτες των αποστολών «Απόλλων» και υπολόγισαν ότι η Σελήνη είναι γηραιότερη από ό,τι νομίζαμε.
Το δείγμα αυτό συλλέχθηκε κατά τη διάρκεια της αποστολής του Απόλλωνα 12. Δείγματα όπως το 12054 μας επιτρέπουν να αναδημιουργήσουμε την ιστορία της Σελήνης με τις ιστορίες που λένε.
Τα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας σε έναν άλλο κόσμο, ακριβώς πριν από 50 χρόνια, έδωσαν δείγματα που μας άφησαν να καταλάβουμε το χρόνο και την εξέλιξη της Σελήνης. Καθώς ο σχηματισμός της Σελήνης ήταν το τελικό μείζον πλανητικό συμβάν μετά το σχηματισμό της Γης, η ηλικία της Σελήνης παρέχει έτσι και μια ελάχιστη ηλικία για τη Γη.
Σύμφωνα με τις νέες εκτιμήσεις, ο δορυφόρος της Γης άρχισε να σχηματίζεται πριν περίπου 4,51 δισεκατομμύρια χρόνια, μόλις 50 εκατομμύρια χρόνια μετά το σχηματισμό του ηλιακού μας συστήματος και όχι μετά από 150 εκατομμύρια χρόνια, όπως πιστευόταν μέχρι σήμερα.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Γεωλογίας και Ορυκτολογίας του Πανεπιστημίου της Κολωνίας, με επικεφαλής τον δρα Maxwell Thiemens,, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γεωεπιστημών «Nature Geoscience», εστίασαν στις χημικές «υπογραφές» των διαφορετικών ειδών σεληνιακών δειγμάτων.
Η Σελήνη πιθανότατα σχηματίσθηκε μετά από μια γιγάντια σύγκρουση ανάμεσα σε ένα σώμα με το μέγεθος του Άρη και την πρώιμη Γη. Σταδιακά η Σελήνη δημιουργήθηκε από την προσκόλληση των περιφερόμενων υλικών που είχαν εκτιναχθεί σε τροχιά γύρω από το νεαρό πλανήτη μας. Αρχικά ο νεογέννητος δορυφόρος μας καλυπτόταν από ένα καυτό ωκεανό μάγματος, από όπου -καθώς ψυχόταν- σχηματίσθηκαν διάφορα σεληνιακά πετρώματα.
«Αυτά τα πετρώματα περιέχουν πληροφορίες για το σχηματισμό της Σελήνης, οι οποίες είναι δυνατό να βρεθούν ακόμη στη σεληνιακή επιφάνεια. Τέτοιες παρατηρήσεις δεν είναι πια εφικτές στη Γη, καθώς ο πλανήτης μας είναι γεωλογικά ενεργός εδώ και πολύ καιρό. Έτσι, η Σελήνη παρέχει μια μοναδική ευκαιρία να μελετήσουμε την πλανητική εξέλιξη», ανέφερε ο ερευνητής δρ Peter Sprung.
Οι επιστήμονες της Κολωνίας χρησιμοποίησαν τη σχέση μεταξύ των σπάνιων στοιχείων άφνιου, ουρανίου και βολφραμίου ως ανιχνευτή για να κατανοήσουν την ποσότητα τήξης που συνέβη για να δημιουργηθούν οι βασάλτες στις μαύρες περιοχές της σεληνιακής επιφάνειας. Λόγω μιας άνευ προηγουμένου ακρίβειας μέτρησης, η μελέτη επιτρέπει τώρα την καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς αυτών των βασικών σπάνιων στοιχείων.
Η μελέτη του αφνίου και του βολφραμίου στη Σελήνη είναι ιδιαίτερα σημαντική επειδή αποτελούν ένα φυσικό ραδιενεργό ρολόι του ισότοπου άφνιο-182 που αποσυντίθεται στο βολφράμιο-182. Αυτή η ραδιενεργή αποσύνθεση διήρκεσε μόνο για τα πρώτα 70 εκατομμύρια χρόνια του ηλιακού συστήματος. Συνδυάζοντας τις πληροφορίες του αφνίου και του βολφραμίου που μετρήθηκαν στα δείγματα του Απόλλων, με πληροφορίες από εργαστηριακά πειράματα, η μελέτη διαπιστώνει ότι η Σελήνη είχε ήδη αρχίσει να στερεοποιείται 50 εκατομμύρια χρόνια μετά το σχηματισμό του ηλιακού συστήματος.
«Αυτές οι πληροφορίες σχετικά με την ηλικία σημαίνουν ότι πριν από εκείνη την εποχή έπρεπε να υπάρξουν οποιεσδήποτε γιγάντιες συγκρούσεις, που απαντούν σε μια έντονα συζητημένη ερώτηση μεταξύ της επιστημονικής κοινότητας σχετικά με το πότε σχηματίστηκε η Σελήνη», προσθέτει ο καθηγητής Dr Carsten Münker από το Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ορυκτολογίας της Κολωνίας.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τη σχέση ανάμεσα στα σπάνια στοιχεία ουράνιο, άφνιο και βολφράμιο ως μέσο για να υπολογίσουν την ηλικία της Σελήνης. Τα δύο τελευταία συνιστούν ένα φυσικό ραδιενεργό ρολόι, καθώς το ισότοπο 182Hf διασπάται σε 182W με χρόνο ημιζωής 8.9×106 χρόνια.
ΑΠΕ και Πηγή