Περιβάλλον Ζωή και Γη

H καταγωγή και η εξέλιξη του ανθρώπινου γένους

Share

H ιστορία της καταγωγής  και εξέλιξης του ανθρώπινου γένους γράφεται με τα απολιθωμένα απομεινάρια που συνεχώς ανακαλύπτονται από τους ερευνητές ανθρωπολόγους στα διάφορα μέρη της Γης. Κάθε καινούριο απολίθωμα προσθέτει και μια νέα σελίδα άγνωστη μέχρι σήμερα ή συμπληρώνει τα κενά μιας άλλης σελίδας από την ιστορία της καταγωγής και της εξέλιξης που δεν είχε καλά φωτισθεί με τις υπάρχουσες γνώσεις.

Οι μελέτες των ζωικών οργανισμών που ζουν σήμερα δεν μας παρέχουν πληροφορίες γύρω από το είδος που διακλαδίζει μια εξελικτική γραμμή καταγωγής ή κάποιας γενομένης εξαφάνισης. Ούτε αυτοί οι οργανισμοί μας λένε πώς ένα είδος που υπάρχει σήμερα μετασχηματίζεται στην παρούσα μορφή του μέσα στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξης του, μήτε ακόμη μας λένε ποιες ήταν οι ενδιάμεσες μορφές από αυτές που παρουσιάζονται σήμερα.

Για τους λόγους αυτούς τα απολιθώματα αποτελούν τα μοναδικό αποδεικτικά στοιχεία της προϋπάρχουσας ζωής και της σύνδεσης της με τους σημερινούς ζώντες οργανισμούς.

Είναι αλήθεια ότι τα απολιθώματα της ανθρώπινης εξέλιξης είναι ακόμη σε τμήματα, παρά το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πραγματοποιηθεί ανακαλύψεις μεγάλης σπουδαιότητας και ακόμη απολιθώματα από τα πρώτα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης δεν είναι και τόσο ευδιάκριτα από εκείνα των προγόνων του σημερινού γορίλλα και χιμπατζή.

Οι πρώτοι πρόγονοι ανθρωποειδών πιθήκων είναι πολύ πιθανό να υπήρξαν μεταξύ μιας ομάδας ζώων γνωστών σαν Δρυοπίθηκοι (Dryopithecines), που αντιπροσωπεύονται από ένα μεγάλο αριθμό απολιθωμάτων τα οποία χρονολογούνται από 10 μέχρι 25 εκατομμύρια χρόνια πριν και έχουν βρεθεί στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Οι απολιθωμένες μορφές των Δρυοπιθήκων παρουσιάζουν είδη με διαστάσεις από το μικρό χιμπατζή μέχρι το μεγάλο γορίλλα. Των δειγμάτων αυτών τα δόντια είναι πολύ όμοια με εκείνα των σύγχρονων ανθρωποειδών πιθήκων, ενώ το σχήμα και οι αναλογίες των ποδιών τους είναι πολύ όμοια με εκείνα των σημερινών πιθήκων.

H μετακίνηση των Δρυοπιθήκων δεν ήταν όπως αυτή των εξελιγμένων ανθρωποειδών πιθήκων π.χ. αιώρηση στα κλαδιά, ημιόρθια και όρθια στα δύο πόδια, αυτός ο τρόπος μετακίνησης εμφανίστηκε αργότερα μάλλον.

Μια μορφή Δρυοπιθήκων, γνωστή αρχικά από σιαγώνες και δόντια απολιθωμένα και που χρονολογήθηκαν γύρω στα 14 εκατομμύρια χρόνια, βρέθηκε στην Ινδία και την Αφρική. Οι Δρυοπίθηκοι αυτοί είναι γνωστοί σαν Ραμαπίθηκοι. Οι οργανισμοί αυτοί ήσαν μάλλον μικροί — περίπου στο μέγεθος ενός μικρού παιδιού ηλικίας 5 ή 6 ετών — και είχαν μικρότερο ρύγχος από τους άλλους Δρυοπίθηκους. Το γεγονός ότι είχαν μικρά δόντια μάς βεβαιώνει ότι οι βραχίονες και τα άκρα χέρια χρησιμοποιούντο αντί δοντιών προς εκδήλωση οργής και άμυνας. H χρησιμοποίηση των βραχιόνων και άκρων χεριών για τέτοιους σκοπούς προϋποθέτει ότι ο Ραμαπίθηκος μπορεί να περπατούσε και όρθιος. Αυτό το σκεπτικό οδήγησε μερικούς ανθρωπολόγους να ταξινομήσουν το Ραμαπίθηκο στην οικογένεια των ανθρώπων — Ανθρωπίδες, Anthropidae — παρά με τους ανθρωποειδείς πιθήκους — Πογγίδες, Pongidae —. H γεωλογική έρευνα ορισμένων αποθέσεων του Ραμαπίθηκου και απολιθωμένων ζώων και φυτών που βρέθηκαν μεταξύ των υπολειμμάτων του, φανερώνουν μια ευρύτερη εξάπλωση κατοίκησης αυτού σε ήρεμους ποταμούς, περιστοιχιζόμενους από τροπικά δάση και λειβάδια. Για το Ραμαπίθηκο πιθανολογείται ότι μπορεί να υπήρξε στην κύρια γραμμή καταγωγής του ανθρώπου και μερικοί ανθρωπολόγοι τοποθετούν αυτόν σαν ένα των πρώτων μελών της οικογένειας του ανθρώπου.

H ταξινόμηση του Ραμαπίθηκου σαν ένα ανθρώπινο ον αμφισβητείται από μερικές αυθεντίες σε θέματα ταξινόμησης και τοποθετούν αυτόν με τους ανθρωποειδείς πιθήκους ενώ βλέπουν αυτόν σαν ένα Δρυοπίθηκο μη έχοντα ειδικές ομοιότητες με τους μετέπειτα ανθρώπους. H συζήτηση πιθανόν να συνεχισθεί μέχρις ότου περισσότερο βρεθούν συμπληρωμένα δείγματα του Ραμαπίθηκου.

H ταξινόμηση του Ραμαπίθηκου είναι περισσότερο περιπεπλεγμένη επειδή, εάν ο Ραμαπίθηκος θεωρηθώ σαν ένα ανθρώπινο ον, τότε ο διαχωρισμός ανθρώπου και ανθρωποειδών πιθήκων θα μπορούσε να έχει γίνει από 14 μέχρι 20 εκατομμύρια χρόνια πριν. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πίστη που βασίζεται σε άλλες μαρτυρίες ότι ο διαχωρισμός πραγματικά επέρχεται πάρα πολύ πρόσφατα από 5 μέχρι 10 εκατομμύρια χρόνια πριν.

Απαντήσεις στα ερωτήματα γύρω από τα περισσότερο πρωτόγονα όντα δεν μπορούν να δοθούν γιατί υπάρχει ένα μεγάλο κενό 3 μέχρι 4 εκατομμυρίων χρόνων στις Γεωλογικές αποδείξεις πριν από το επόμενο ανθρώπινο απολιθωμένο ον βρεθεί στις κατώτερες Πλειοκαινικές αποθέσεις στη Κένυα και την Αιθιοπία.

Το περισσότερο αξιοσημείωτο δείγμα που είχε επιστημονικά περιγραφεί, είναι ο Australopithecus afarensis που είναι περισσότερο γνωστό σαν «Λούση». Τη «Λούση» ανακάλυψε ο Dr. Jahansen στην έρημο Αφάρ της Αιθιοπίας, κοντά στην Ερυθρά θάλασσα και σε Γεωλογικά στρώματα που προσδιορίστηκαν ακριβώς σε 3,5 εκατομμύρια χρόνια παλαιότητας.

H «Λούση» είναι ένα καταπληκτικό δείγμα από πολλές απόψεις. Πρόκειται για το περισσότερο συμπληρωμένο δείγμα πριν από το Homo sapiens που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα και περιλαμβάνει γύρω στα 60 τμήματα οστών, που αντιπροσωπεύουν κομμάτια από το κρανίο, την κάτω γνάθο, τους βραχίονες, τα πόδια, τη λεκάνη, τις πλευρές και τους σπόνδυλους.

H «Λούση» είναι αξιοσημείωτα ανθρώπινης κατασκευής. Το περισσότερο σημαντικό είναι ότι αυτή είχε όρθια στάση όπως μια σύγχρονη γυναίκα. H κάτω γνάθος και τα δόντια της είναι ανθρώπινα, δυστυχώς όμως τα λίγα οστά του κρανίου που υπάρχουν δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε ούτε το σχήμα αλλά ούτε το μέγεθος του κρανίου. Για το σώμα της γνωρίζουμε ότι ήταν μικρών διαστάσεων και όταν πέθανε ήταν πολύ αναπτυγμένη. Το ύψος της ήταν περίπου 1 μέτρο και το βάρος της πιθανόν από 22 μέχρι 30 κιλά, βέβαια το αρσενικό του είδους της θα ήταν πολύ περισσότερο.

H «Λούση» και οι συγγενείς της ήσαν σύγχρονοι με μερικά άλλα ανθρώπινα όντα ονομαζόμενα Australopithecus africanus που έχουν χαρακτηρισθεί ότι αποτελούν πρόγονους του γένους Homo. Από αυτά τα όντα φαίνεται δυνατόν ότι το είδος της «Λούση» αντιπροσωπεύει το τέλος μιας γραμμής διασταυρουμένων πληθυσμών Πρωτευόντων οργανισμών που εξελικτικά ευρίσκοντο κοντά στον Άνθρωπο και επεκτείνονταν πίσω στο Πλειόκαινο πλησίον των Ramapithecus και των συγγενών του.

Δεν αποκλείεται οι πρόγονοι της «Λούση» να έχουν δώσει το ξεκίνημα σε αμφότερους τους μετέπειτα Australopithecus και προς το Homo. Μερικά από τα δόντια και τις γνάθους, απολιθωμένα δείγματα αυτής της εποχής, είναι επίσης αρκετά όμοια προς εκείνα των συγχρόνων ανθρώπων. Το γεγονός αυτό οδήγησε μερικούς παλαιοανθρωπολόγους να πιστεύουν ότι ένα προγονικό είδος του Homo ήδη υπήρξε από τότε και μπορεί να ήταν υπεύθυνο για την κληροδότηση του είδους «Λούση».

Στη συνέχεια μια μεγάλη συλλογή απολιθωμένων ανθρώπινων όντων που βρέθηκαν στη Δυτική και Ανατολική Αφρική και χρονολογήθηκαν από 1 μέχρι 4 εκατομμύρια χρόνια πριν, μας έκανε γνωστούς τους Αυστρολοπίθηκους.

Δύο ευδιάκριτες μορφές Αυστραλοπιθήκων είναι γνωστές, η μικρότερη μορφή που είναι γύρω στα 1,30 μέτρα ύψος και 30 κιλά βάρος και η μεγαλύτερη μορφή με ύψος γύρω στα 1,50 μέτρα και βάρος γύρω στα 50 κιλά. H μικρότερη μορφή χαρακτηρίζεται σαν Gracile ενώ η μεγαλύτερη σαν Robustus.

Σύμφωνα με μερικούς ανθρωπολόγους η Robustus μορφή είναι το αρσενικό ενώ η Gracile μορφή είναι το θηλυκό του ίδιου είδους. H θέση τους στην ανθρώπινη εξέλιξη έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα και αβεβαιότητες. Υπάρχει η αντίληψη, ότι η μικρότερη μορφή των Αυστραλοπιθήκων — Gracile — αποτελείται από δύο είδη: Australopithecus africanus και το πρωτόγονο Australopithecus afarensis — μερικοί ανθρωπολόγοι πιστεύουν ότι ο A. afarensis είναι μια προηγούμενη μορφή του A. Africanus και συνεπώς αναγνωρίζουν ένα μόνον είδος — και η μεγαλύτερη μορφή αυτών — Robustus — αποτελείται από δύο ταυτόχρονα είδη, τον A. robustus και A. bosei. Χρονικά οι μικρότερες μορφές των Αυστραλοπιθήκων προηγούνται από εκείνες που είναι μεγαλύτερες.

Υπάρχουν ενδιαφέρουσες διαφωνίες γύρω από το πώς οι δύο μορφές των Αυστραλοπιθήκων συσχετίζονται μεταξύ τους. ‘ Έχουν προταθεί τέσσερες δυνατότητες σχετικά με τον A. africanus ο οποίος θα μπορούσε να είναι στην κύρια γραμμή της ανθρώπινης καταγωγής, στην κύρια γραμμή καταγωγής του Αυστραλοπίθηκου Robustus,  σε αμφότερες τις γραμμές καταγωγής — στην περίπτωση αυτή ο A. africanus θα μπορούσε να χωρισθεί σε δύο είδη, ή σε καμιά γραμμή καταγωγής — στην περίπτωση αυτή ο A. africanus θα μπορούσε να είναι μακριά επάνω σε δικό του κλάδο εξέλιξης.

Κάθε μια από τις τέσσερες αυτές πιθανότητες έχει τους δικούς της οπαδούς. Πάντως χωρίς αμφιβολία οι μικρότεροι Αυστραλοπίθηκοι είναι φανερά ευδιάκριτοι από τους μεγαλύτερους.

Από τα ίχνη της φθοράς των δοντιών υποστηρίζεται ότι ο A. africanus περιελάμβανε στο διαιτολόγιο του κρέας, ενώ οι A. robustus και A. bosei όχι. Υπάρχει ακόμη μαρτυρία ότι οι δύο μορφές των Αυστραλοπιθήκων προτιμούσαν κάπως διαφορετικά περιβάλλοντα. O Gracile τύπος προτιμούσε χέρσες, χλοώδεις σαβάννες, ενώ ο Robustus τύπος προτιμούσε πολύ υγρό περιβάλλον με υψηλή βλάστηση. Όποια και αν είναι η θέση των Αυστραλοπιθήκων στην ανθρώπινη εξέλιξη, είναι φανερό ότι η Robustus μορφή έχει εξαφανισθεί γύρω στο 1 εκατομμύριο χρόνια πριν.

H περίοδος από 2,2 μέχρι 1,6 εκατομμύρια χρόνια πριν έχει να παρουσιάσει έναν αριθμό απολιθωμάτων που είναι αντιπροσωπευτικά για το δικό μας γένος Homo και που τοποθετούνται στην κύρια γραμμή της ανθρώπινης καταγωγής. Πρόκειται για τα απολιθώματα του Homo habilis. O αντιπρόσωπος αυτός ήταν ένα μεγαλύτερο ον από τον A. africanus, κατά μέσο όρο ζύγιζε 45 κιλά σε σύγκριση με τα 30 του A. africanus, και όπως φαίνεται με αυτόν η ανθρώπινη εξελικτική γραμμή έχει ήδη αρχίσει να αναπτύσσει τον ευδιάκριτο και μεγάλο εγκέφαλο. O H. habilis έχει μια κρανιακή χωρητικότητα που κυμαίνεται από 500 μέχρι 750 κυβ. εκατ. Βέβαια ο H. habilis είναι ο μεγάλος κατασκευαστής λίθινων εργαλείων στα οποία φαίνεται καθαρά η επιδεξιότητα του κατασκευαστή.

Εξέλιξη

H «Λούση» ή Australopithecus afarensis φαίνεται να είναι ο πιο μακρινός γενάρχης του σύγχρονου ανθρώπου αλλά και του αυστραλοπίθηκου.

Τον Homo habilis διαδέχεται ο Homo erectus, που έζησε κατά την περίοδο από 1,6 μέχρι 0,6 εκατομμύρια χρόνια πριν. To κρανίο του H. erectus γίνεται περισσότερο ανθρώπινο, το μέτωπο ορθώνεται, το πρόσωπο, οι γνάθοι και τα δόντια γίνονται μικρότερα. O H. erectus ήταν μεγαλύτερος από τον H. habilis, ζύγιζε περίπου 55 κιλά και η κρανιακή χωρητικότητα κυμαινόταν από 750 μέχρι 1200 κυβικά εκατοστά, σε σύγκριση με 1000 μέχρι 2000 κυβ. εκατ. του Homo sapiens. Οι μελέτες των οστών των κάτω άκρων έδειξαν ότι ο Homo erectus είχε μεγάλη ικανότητα να περπατάει όρθιος και οι αντίστοιχες των άνω άκρων έδειξαν ότι τα χέρια του ήταν ικανά για πάρα πολύ ακριβείς μικροχειρισμούς αντικειμένων.

O H.erectus είχε διαφορές με τους προγόνους του όχι μόνο στη μορφολογία αλλά ακόμη και στις προσαρμογές του. Έκανε μεγάλες προόδους στην κατασκευή των εργαλείων, στο κυνήγι μεγάλων ζώων και στη χρήση της φωτιάς και πιθανόν στο ντύσιμο του. Οι πρόοδοι αυτοί του επέτρεψαν να εισχωρήσει στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας.

O H.erectus ήταν συνεπώς ένα πάρα πολύ επιτυχημένο είδος το οποίο ήλθε να καταλάβει τροπικές και εύκρατες περιοχές της Ευρασίας και της Αφρικής. Καθώς αυτός αντιμετώπιζε διάφορες περιβαλλοντικές συνθήκες, το είδος διαφοροποιείται σε μια σειρά από γεωγραφικούς τύπους που ονομάστηκαν Γεωγραφικά υποείδη.

Πάρα πολλά ευρήματα του H. erectus έχουν συγκεντρωθεί από την Αφρική, Ιάβα, Κίνα και την Ευρώπη. Μετά από ένα μακρύ δρόμο εξέλιξης, κάπου ο H.erectus έδωσε το ξεκίνημα σε κάποια πρωτόγονη μορφή του H.sapiens. Γύρω στις 600 χιλιάδες χρόνια πριν, φαίνεται ότι η μετάβαση από τον H.erectus στον H. Sapiens είχε ήδη προχωρήσει.

Πάρα πολλοί επιστήμονες ερευνητές τοποθετούν τα πρώτα μέλη του δικού μας είδους σε ένα αρχικό υποείδος γνωστό σαν Homo sapiens neanderthalensis. Δείγματα από το υποείδος αυτό έχουν ανακαλυφθεί από πολλές μεριές σε ολόκληρο τον Παλαιό Κόσμο — Ευρασία, Αφρική —αν και τα περισσότερα απολιθώματα των πιο καλά διατηρημένων δειγμάτων προέρχονται από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή το όνομα *όυ υποείδους προέρχεται από μια περιοχή της Γερμανίας —Νεάντερ— όπου βρέθηκε το πρώτο απολιθωμένο δείγμα ανθρώπινου κρανίου, το έτος 1856.

Οι πιο σημαντικές διαφορές μεταξύ του H.erectus και H.neanderthalensis αναφέρονται στο σχήμα του κρανίου και στους τρόπους προσαρμογής αυτών στα περιβάλλοντα τους. Το κρανίο του H.s.neanderthalensis έχει μεγάλους γνάθους, μεγάλες οφθαλμικές κόγχες και ογκώδη υπερόφρυα τόξα τα οποία εκτείνονται συνεχόμενα κατά μήκος του μετώπου, ακριβώς όμοια με τα υπερόφρυα τόξα του H.erectus. Καίτοι το μετωπικό οστό του H.s.neanderthalensis παραμένει χαμηλό, το εγκεφαλικό περιεχόμενο του κρανίου είναι πολύ περισσότερο από εκείνο του H.erectus. H κρανιακή χωρητικότητα του H.s.neanderthalensis ήταν κατά μέσο όρο γύρω στα 1600 κυβ. εκατ., δηλαδή ο εγκέφαλος του H.s.neanderthalensis ήταν 60% μεγαλύτερος από εκείνον του H.erectus και ακόμη κάπως μεγαλύτερος από εκείνον του σύγχρονου ανθρώπου.

Τα λίθινα εργαλεία του H.s.neanderthalensis ήταν περισσότερο σύνθετα από εκείνα του H.erectus, τα οποία προφανώς δείχνουν ότι το ανθρώπινο αυτό υποείδος έκανε εξειδικευμένα εργαλεία για διαφορετικές εργασίες. Για τον Νεάντερταλ υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ότι είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη συμβολική συμπεριφορά. Μερικές ευρωπαϊκές σπηλιές περιέχουν τους σκελετούς από τις αρκούδες των σπηλαίων, τοποθετημένες σε ειδικές κατασκευές λίθινων κουτιών, μεταξύ των εργαλείων του Νεάντερταλ.

Επιπλέον, οι Νεάντερταλ φαίνεται ότι έθαβαν τους νεκρούς τους, ή τουλάχιστον κάποιους από αυτούς. Σε μερικές περιπτώσεις οι Νεάντερταλ άφηναν στους τάφους λουλούδια και  κρέας αφιερώνοντας τα στους νεκρούς τους. Αυτή η συμπεριφορά έχει ερμηνευθεί σαν ένδειξη μιας θρησκευτικής φροντίδας για το θάνατο μεταξύ του δικού του είδους και των ζώων τα οποία οι Νεάντερταλ κυνηγούσαν.

Είναι γεγονός ότι μερικοί ανθρωπολόγοι υποστηρίζουν ότι αυτός ο τύπος της συμβολικής συμπεριφοράς θα μπορούσε να έχει ανάγκη από την παρουσία μιας σύνθετης γλώσσας — διαλέκτου — μεταξύ των ανθρώπων του Νεάντερταλ, μιας γλώσσας η οποία θα μπορούσε, όπως φαίνεται, να έχει ξεκινήσει να αναπτύσσεται στον H.erectus. H άποψη αυτή αμφισβητείται από άλλους ανθρωπολόγους οι οποίοι πιστεύουν ότι οι Νεάντερταλ ήταν ανατομικά ανίκανοι να ομιλούν.

Σε κάποια περίπτωση, ο Νεάντερταλ ήταν όχι μόνον ένας κάτοικος τροπικών και εύκρατων περιοχών του Παλαιού Κόσμου αλλά ήταν ικανός, κατά τον πρώτο καιρό της ανθρώπινης εξέλιξης, να προσαρμόζεται σε αρκτικά περιβάλλοντα. Οι Νεάντερταλ έζησαν στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της εποχής των Παγετώνων. Οι Παγετώνες προχώρησαν προς τα Δυτικά μέχρις εκεί που είναι σήμερα η εύκρατη Ευρώπη. Στις περιοχές αυτές πολλοί Νεαντερτάλιοι καταυλισμοί έχουν βρεθεί να περιέχουν τα οστά των ζώων και τη γύρη των φυτών που είναι χαρακτηριστική των αρκτικών κλιμάτων.

Μεταξύ 35 και 40 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα η Γεωγραφική Φυλή του H.s.neeyiderthalensis η οποία κατοίκησε την Ευρώπη — συχνά αναφέρεται και σαν οι κλασικοί Νεάντερταλ — ξαφνικά μάλλον αντικαθίστανται από τους ανθρώπους του Κρό-Μανιόν (Cro-Magnon) που ονομάστηκαν έτσι από το πρώτο εύρημα στην ομώνυμη περιοχή της Γαλλίας.

Οι άνθρωποι του Κρό-Μανιόν αντιπροσωπεύουν μια πρώτη φυλή του σύγχρονου υποείδους Homo sapiens sapiens — είναι το υποείδος που ανήκουν τα σημερινά ανθρώπινα όντα. Στη Μέση Ανατολή, εξάλλου, η μετάβαση από το Homo sapiens neanderthalensis στον Homo sapiens sapiens φαίνεται να έχει προχωρήσει πάρα πολύ αργά και συνεχώς, κάτι αντίθετο από ό,τι  έγινε στην Ευρώπη. Αυτή η φανερή διαφορά στο ρυθμό της μετάβασης έχει οδηγήσει μερικούς ανθρωπολόγους να προτείνουν ότι ο H.s.sapiens έχει αναπτυχθεί πρώτα στη Μέση Ανατολή και μετά μετακινήθηκε στον Παλαιό Κόσμο ακολουθώντας δρόμους όπως φαίνονται στο πιο κάτω σχήμα. Με τον τρόπο αυτό προτείνεται ότι καθώς οι πληθυσμοί του H.s.sapiens επεκτείνονταν αυτοί προκαλούσαν την εξαφάνιση των πληθυσμών του H.s.neanderthalensis.

Άλλοι ειδικοί στο είδος αυτό υποστηρίζουν ότι οι διαφορές στο ρυθμό μετάβασης είναι μόνο φαινομενικές που προκαλούνται από την έλλειψη πληροφοριών για την κρίσιμη χρονική περίοδο και για τις κρίσιμες τοποθεσίες. Από μαρτυρία κυρίως αρχαιολογική, υποστηρίζεται ότι η μετάβαση από τον H.s.neanderthalensis στον H.s.sapiens έλαβε χώρα δια μέσου ολοκληρωμένων σειρών των πρώτων υποειδών. Πάντως όποιος και να ήταν ο τρόπος μετάβασης μεταξύ των δύο αυτών υποειδών είναι γεγονός ότι ο H.s.sapiens φαίνεται να ήταν καλά εγκατεστημένος στον Παλαιό Κόσμο γύρω στις 35 μέχρι 40 χιλιάδες χρόνια πριν.

Οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ του H.s.neanderthalensis και H.s.sapiens βρέθηκαν στα κρανία, στην κουλτούρα και στη γεωγραφική εξάπλωση τους. Οι σιαγόνες και τα δόντια του H.s.sapiens είναι μικρότερα από εκείνα του H.s.neanderthalensis και τα υπερόφρυα τόξα έχουν περιορισθεί σε πολύ μικρές εξάρσεις. Το μετωπικό οστό των σύγχρονων ανθρώπων είναι πολύ υψηλότερο από του H.s.neanderthalensis και ολόκληρη η εγκεφαλική κοιλότητα είναι πάρα πολύ σφαιρική. Τέλος, το σύγχρονο υποείδος έχει ένα πηγούνι στην κάτω γνάθο που λείπει από το H.s.neanderthalensis και φυσικά από τα προηγούμενα ανθρώπινα όντα.

H κουλτούρα του H.s.sapiens έγινε τεχνολογικά και κοινωνικά πολύ σύνθετη, από αυτή που υπήρξε στους H.s.neanderthalensis και καταυτόν τον τρόπο η πρόοδος επιφέρει νέες εφαρμογές για την προσαρμογή στα περιβάλλοντα που αντιμετωπίζει. O H.s.sapiens είναι ο πρώτος άνθρωπος που κινήθηκε προς το Νέο Κόσμο — Βόρεια και Νότια Αμερική —. H μετακίνηση του εκεί πιστεύεται ότι πραγματοποιήθηκε από 20 μέχρι 30 χιλιάδες χρόνια πριν.

Τα σημερινά ανθρώπινα όντα —οι σκελετοί των οποίων παραμένουν ουσιαστικά χωρίς αλλαγές τα τελευταία 40 χιλιάδες χρόνια —είναι βιολογικά τελείως διαφορετικά από τους πρώτους προγόνους τους, στο ανάστημα του σώματος, στην όρθια στάση και βάδισμα, στην επιδεξιότητα των χεριών, στο μέγεθος του εγκεφάλου και σε πολλούς άλλους χαρακτήρες.

Το συμβάν που σημάδεψε την ανθρώπινη εξέλιξη ήταν χωρίς αμφιβολία, η δημιουργία της κουλτούρας σαν ένα πρωταρχικό μέσο αντιμετώπισης του περιβάλλοντος. H κουλτούρα βοήθησε το ανθρώπινο είδος, στην αργή πορεία της εξέλιξης του να αλλάξει το γενετικό δυναμικό του και έτσι να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. H κουλτούρα προνόησε τα μέσα, με τα οποία άνδρες και γυναίκες θα μπορούσαν να προσαρμοσθούν στο περιβάλλον γρήγορα και απευθείας ή θα μπορούσαν να αναζητούν περιβάλλον που θα τους εξυπηρετεί. Στους πρώτους καιρούς της κουλτούρας τα γυμνά σώματα προστατεύονται στα θερμαινόμενα με φωτιά καταφύγια, τα χέρια τους γινόντουσαν ένα ισχυρό όργανο όταν κρατούσαν ένα ρόπαλο. Αργότερο έγινε η συλλογή σπόρων, η σπορά τους, ο θερισμός και η συγκομιδή τους.

Το περισσότερο σημαντικό είναι η μεταβίβαση της κουλτούρας από γενιά σε γενιά διαμέσου της γλώσσας, η οποία πραγματικό οδήγησε σε μια υπέρ-επιταχυνόμενη βαθμίδα αλλαγής, όπως συμβαίνει με τη χιονοστιβάδα που στην κάθοδο της αυξάνει συγχρόνως και στη μάζα και στην ταχύτητα.

Έτσι λοιπόν βλέπουμε, τη φωτιά στο τζάκι πρώτα με ξύλο, μετά με ορυκτό καύσιμο και τέλος με πυρηνικά καύσιμα. Το ρόπαλο γίνεται δόρυ, μετά τόξο με βέλη, στη συνέχεια όπλο, πολυβόλο, βόμβα, πυρηνική κεφαλή, κατευθυνόμενος πύραυλος. H σπορά και η συγκομιδή γίνεται σύγχρονη αγροτική βιομηχανία. Οι παραγωγές συνεχώς βελτιώνονται με επαναλαμβανόμενες εκτροφές και διασταυρώσεις φυτών και ζώων. Στο δικό μας αιώνα, η δυνατότητα του ανθρώπινου είδους να ελέγχει το περιβάλλον έχει γίνει τόσο μεγάλη ώστε απρόσεκτη ή υπερβολική εκμετάλλευση του, οδηγεί σε παγκόσμια και συχνά χωρίς επιστροφή υποβάθμιση και καταστροφή.

Πηγή: Άρθρο του K. Ζαφηράτου, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας

Print Friendly, PDF & Email

About the author

Δ.Μ.

Share