Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όταν δύο αστρονόμοι στις ΗΠΑ προσπαθούσαν να μετρήσουν πόσο φωτεινός είναι στην πραγματικότητα ο «μαύρος» νυχτερινός ουρανός. Αυτό που τελικά θα ανακάλυπταν ήταν η πρώτη άμεση επιβεβαίωση της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης. Στην αρχή, όμως, οι δύο ερευνητές νόμιζαν ότι το σήμα ερχόταν από τις κουτσουλιές δύο ανεπιθύμητων περιστεριών.
Η παγίδα που χρησιμοποιήθηκε για τη σύλληψη των ιπτάμενων καταληψιών έχει ιστορική αξία
Ο Robert Wilson και Arno Penzia, μετέπειτα νομπελίστες, εργάζονταν στο Νιου Τζέρσεϊ με μια γιγάντια κεραία σε σχήμα κέρατου, σχεδιασμένη να καταγράφει μικροκύματα από τον ουρανό.
Το 1964, το ερευνητικό δίδυμο άκουσε για πρώτη φορά το περίεργο σήμα, υπέθεσε όμως ότι επρόκειτο για παρεμβολές από επίγειες πηγές μικροκυμάτων. Μήπως ήταν ραδιοκύματα από τη Νέα Υόρκη; Ίσως ο απόηχος κάποιας πυρηνικής δοκιμής; Μήπως προερχόταν από τις ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν που περιβάλλουν τη Γη;
«Είχα μεγάλη εμπειρία στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων σε ραδιοτηλεσκόπια» λέει ο Robert Wilson σε άρθρο του Smithsonian.com. «Αρχίσαμε να ψάχνουμε αν υπήρχε κάτι στον εξοπλισμό ή στο περιβάλλον που θα μπορούσε να προκαλεί τον [ηλεκτρομαγνητικό] θόρυβο».
Και τότε, οι δύο αστρονόμοι ανακάλυψαν έναν νέο ύποπτο. Ή μάλλον δύο: ένα ζευγάρι περιστέρια είχε φωλιάσει μέσα στην κεραία και την είχε γεμίσει κουτσουλιές, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν σχέση με τον περίεργο θόρυβο.
Οι δύο καταληψίες τελικά συνελήφθησαν με ειδική παγίδα και εστάλησαν σε έναν εκτροφέα περιστεριών μακριά από το εργαστήριο, ενώ η ίδια η κεραία καθαρίστηκε προσεκτικά από τις κουτσουλιές.
Κι όμως, τα περίεργα σήματα δεν σταμάτησαν. Και αφού πέρασαν ένα χρόνο αποκλείοντας κάθε πιθανή πηγή παρεμβολών, οι αστρονόμοι κατάλαβαν τι ήταν στην πραγματικότητα το περίεργο σήμα: ήταν κατά κάποιο τρόπο η ηχώ του «Big Bang».
Οι κοσμολόγοι είχαν βάλει στο τραπέζι την ιδέα της Μεγάλης Έκρηξης όταν συνειδητοποίησαν ότι το Σύμπαν διαστέλλεται -κάτι που υποδείκνυε ότι όλα πρέπει να ξεκίνησαν στο παρελθόν από ένα σημείο.
Την εποχή που εργάζονταν στο Νιου Τζέρσεϊ οι δύο αστρονόμοι, ο αμερικανός φυσικός Robert Deak διατύπωσε τη θεωρία ότι, αν το Σύμπαν είχε γεννηθεί όντως σε μια Μεγάλη Έκρηξη, η έκρηξη αυτή θα είχε αφήσει ένα ίχνος, έναν ψίθυρο από το μακρινό παρελθόν, που θα παρέμενε ορατό μέχρι σήμερα.
Το ίχνος αυτό είναι η λεγόμενη Μικροκυματική Ακτινοβολία Υποβάθρου, ή CMB, την οποία είχαν καταγράψει για πρώτη φορά οι Ουίλσον και Πένζιας.
Η ακτινοβολία αυτή, η οποία καταφθάνει διαρκώς στη Γη από ολόκληρο τον ουράνιο θόλο, είναι ουσιαστικά το απόφωτο μιας λάμψης που γέμισε τα πάντα όταν το Σύμπαν έγινε ξαφνικά διαφανές περίπου 380.000 χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη.
Το 1978, οι Ουίλσον και Πένζιας τιμήθηκαν με το Νόμπελ Φυσικής για τη μεγάλη ανακάλυψη, η οποία έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης κοσμολογίας.
Σήμερα, η γιγάντια κεραία που χρησιμοποίησαν οι δύο αστρονόμοι παραμένει στη θέση της στο Χόλμντελ Ρόουντ του Νιου Τζέρσεϊ.
Λόγω της ιστορικής αξίας της, η παγίδα με την οποία συνελήφθησαν τα δύο περιστέρια εκτίθεται στον πρώτο όροφο του Μουσείο Αέρος και Διαστήματος του Ιδρύματος Smithsonian στην Ουάσινγκτον.