Ο Steven Weinberg, γεννημένος το 1933, είναι καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Όστιν στο Τέξας των ΗΠΑ και το 1979, μαζί με τον Abdus Salam (1926-1996) και τον Sheldon Glashow, τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ για τις εργασίες του που συνέβαλαν στην ενο- ποίηση των ηλεκτρομαγνητικών και ασθενών αλληλεπιδράσεων των στοιχειωδών σωματιδίων.
Τα βιβλία του The First Three Minutes: A Modern View of the Ori- gin of the Universe (1977), Dreams of a Final Theory: The Search for the Fundamental Laws of Nature (1993), αλλά, κυρίως, το Facing Up: Science and Its Cultural Adversaries (2001), τον καθιέρωσαν σαν έναν από τους (σχετικά λίγους) φυσικούς με δημόσιο λόγο για θέμα- τα που δεν άπτονται άμεσα με τις ερευνητικές τους ενασχολήσεις. Με αυτό το τελευταίο βιβλίο, καθώς και μέσα από πολλά άρθρα, ο Weinberg έγινε ο πιο γνωστός υπερασπιστής του Alan Sokal, κα- θηγητή θεωρητικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ο οποίος μετά από ένα άρθρο-φάρσα που δημοσιεύτηκε στο Social Context το 1996 «επιχειρηματολογούσε» σχετικά με το ότι η (κβαντική) βαρύτητα είναι μία κοινωνική και γλωσσολογική κατασκευή. Το άρθρο δημοσιεύτηκε αφού «πέρασε» τις διαδικασίες κρίσης του περιοδικού και «δικαίωσε» τον Sokal, ο οποίος θέλησε να δείξει ότι οι «μεταμοντέρνοι» (στους οποίους συμπεριέλαβε αθώους και ενό- χους) είχαν πια «ξεφύγει».
Το ανά χείρας βιβλίο του Weinberg αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εγχείρημα: μέσω της ανάγνωσης των κλασικών κειμένων αστρονομίας και φυσικής από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος της επιστημονικής επανάστασης του 16ου και του 17ου αιώνα, επιχει- ρείται η συγγραφή μιας ιστορίας των επιστημών με τουλάχιστον δύο διακριτούς και αλληλοσυμπληρωνόμενους στόχους. Ο ένας είναι μία απόπειρα να αναδειχθεί η «συνέχεια» των επιστημονι- κών εξελίξεων, η κοπιαστική οικοδόμηση των τρόπων μελέτης της φύσης και ο σχολιασμός της σημασίας πολλών «δευτερευόντων» στοιχείων στα κείμενα. Ο δεύτερος είναι η ενσωμάτωση της τεχνικής υποδομής για τις εξελίξεις που διαμόρφωσαν την κλασική φυσική και αστρονομία. Ο Weinberg καταφέρνει να μας πείσει ότι είναι δυ- νατόν να συνδυαστούν φιλοσοφικοί σχολιασμοί, ιστορικές ανασυ- γκροτήσεις και τεχνικές λεπτομέρειες σε ένα βιβλίο με εντυπωσιακή συνοχή που δεν απευθύνεται μόνο σε φυσικούς, μαθηματικούς και αστρονόμους αλλά σε ένα ευρύτερο κοινό που θα ήθελε να διαβάσει μία ιστορία των επιστημών γραμμένη από έναν σύγχρονο φυσικό που δεν αποφεύγει να αναμετρηθεί με τους «γίγαντες» του παρελ- θόντος μέσα από τα συχνά δυσνόητα και στρυφνά κείμενα τους.
Ι σ τ ο ρι ο γ ρ α φ ι κ έ ς πρ ο σ ε γ γί σ ε ι ς
Πριν αναφερθώ σε κάποιες επιπλέον ενδιαφέρουσες πλευρές του βιβλίου, θα ήθελα να σχολιάσω τις ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του συγγραφέα.
Μετά την εμπλοκή του στην «υπόθεση Sokal», ο Weinberg άρ- χισε να αρθρογραφεί γύρω από θέματα φιλοσοφίας και ιστορίας των επιστημών. Μία αντίστοιχη λειτουργία έχουν, βέβαια, και πολ- λοί άλλοι φυσικοί και επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων. Συνήθως το έργο τους αγνοείται από τους επαγγελματίες φιλοσόφους και ιστορικούς των επιστημών. Όχι, όμως, του Weinberg, παρά το ότι οι ιστοριογραφικές του επιλογές και ο προκλητικός τρόπος υπεράσπι- σής τους βρίσκονται στους αντίποδες των καταστατικών στοιχείων της κοινότητας των ιστορικών και φιλοσόφων της επιστήμης.
Δυστυχώς, πολλοί επιστήμονες σήμερα δεν πιστεύουν ότι η ιστορία και η φιλοσοφία των επιστημών μπορούν να συμβάλουν στην πληρέστερη κατανόηση των επιστημών από τους μαθητές και τους φοιτητές. Και, παρά το γεγονός ότι πολλοί επιστήμονες αποδέχονται τη γνωσιακή αλλά και θεσμική αυτονομία της ιστορίας και της φιλοσοφίας των επιστημών, ελάχιστοι κατανοούν με τι ακριβώς ασχολούνται αυτές οι πειθαρχίες, ποια είναι τα ερωτήματα που πραγματεύονται και ποιες απαντήσεις δίνουν. Ο Weinberg, όπως επιχειρηματολογεί στον παρόντα τόμο, πιστεύει μεν ότι η ιστορία και η φιλοσοφία των επιστημών συμβάλλουν στην αρτιότερη κατανόηση των επιστημών, αλλά, και αυτός, αρνείται να «συνομιλήσει» επί της ουσίας με τον προβληματισμό της κοινότητας των ιστορικών και φι- λοσόφων της επιστήμης. Η επιχειρηματολογία και η εμπλοκή του, όμως, με την ιστορία και τη φιλοσοφία των επιστημών εκφράζουν πολλές από τις αδυναμίες των αντίστοιχων εγχειρημάτων που θέ- λουν να αναδείξουν την «κόκκινη κλωστή» που συνδέει το παρελθόν με το παρόν της φυσικής. Σχεδόν το σύνολο αυτών των έργων υιοθετεί μία θετικιστική προσέγγιση: παρουσιάζεται μία αφήγηση του παρελθόντος ώστε να «δοξαστεί» το παρόν μέσα από την «αγιοποίηση» όσων στο παρελθόν διατύπωσαν ριζοσπαστικές θεωρίες ή πραγματοποίησαν κρίσιμα πειράματα. Οι κοινωνικές συνθήκες, οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί των ηρώων τους, η ίδια η καθημερινότητά τους, δεν αποτελούν ούτε μέρος της αφήγησης ούτε στοιχείο της μεθοδολογικής ή ιστοριογραφικής προσέγγισης, μιας και για τους συγγραφείς το σημαντικό είναι να συγκροτηθεί η συνέχεια των επιστημονικών εξελίξεων. Παρά το ότι οι συγγραφείς αυτοί δεν έδειξαν μια κάποια επιείκεια σε ιστοριογραφικές προσεγγίσεις που έδιναν έμφαση στην κοινωνική ιστορία, ορισμένοι κατάφεραν μέσω ξεπερασμένων ιστοριογραφικών σχημάτων, όπως ο θετικισμός, να μας δώσουν εξαιρετικά δείγματα δουλειάς. Το βιβλίο του Weinberg είναι ένα τέτοιο έργο.
Ο Weinberg υπερασπίζεται τον αναχρονισμό στην ιστορία των επιστημών με έναν σχεδόν δογματικό τρόπο. Σε άρθρο του στο New York Review of Books τον Δεκέμβριο του 2015,* όπου αναφέρεται στο βιβλίο του, εκφράζει με σαφήνεια τη θέση του για αυτό το καίριας σημασίας θέμα για τους ιστορικούς των επιστημών: θεωρεί ότι δεν πρέπει να γράφεται η ιστορία των επιστημών παρά μόνο εάν ο συγγραφέας έχει το δικαίωμα να κρίνει με κριτήρια του παρόντος το πόσο λάθος ή πόσο σωστές ήταν οι θεωρίες του παρελθόντος. Στο άρθρο του ο Weinberg υποστηρίζει ότι, ενώ δεν είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για σωστό ή λάθος στην ιστορία της τέχνης ή στην ιστορία της θρησκείας ή στην πολιτική θεωρία, «Στην ιστορία των επιστημών μπορούμε να ισχυριστούμε ποιος είχε δίκιο και ποιος έκανε λάθος. […] Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υποβάλλουμε τις ιδέες και τις πρακτικές [του παρελθόντος] σε δοκιμασία με τα σημερινά μας κριτήρια». Πολέμιος της κοινωνικής ιστορίας και υπερασπιστής μιας γενικότερης θετικιστικής αντίληψης για την ιστορία της επιστήμης, ο Weinberg δεν θεωρεί ότι έχουμε κάποιο λόγο να μελετάμε την ελληνιστική επιστήμη ή ακόμη και τις επιστήμες του 17ου αιώνα, παρά μόνο εάν το κάνουμε δεχόμενοι εξαρχής πως ό,τι έγινε εκείνες τις εποχές οδήγησε στο σήμερα και αποτέλεσε την ιστορία της προόδου προς την αλήθεια.
Ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς των επιστημών, ο David Lindbergh, συνόψιζε το 1992 τη θέση του ως εξής:
Ο γνώμονας για κάθε επιστημονική θεωρία δεν είναι ο βαθμός που προέβλεψε τη σύγχρονη σκέψη, αλλά ο βαθμός της επιτυχίας που είχε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της εποχής του.* (* S. Weinberg, «Eye on the Present. The Whig History of Science», New York Review of Books, 17.12.15.)
Δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι η διατύπωση αυτή εκφράζει τον «κανόνα» της κοινότητας των ιστορικών της επιστήμης. Κληθείς να αποσαφηνίσει τη θέση του σχετικά με όσα έγραφε ο Lindbergh, o Weinberg δεν ήταν ιδιαίτερα διπλωματικός στην απάντησή του: « Για μένα, όλα αυτά είναι ανοησίες. Η επιστήμη δεν πρέπει να στοχεύει στην απάντηση των ερωτημάτων που είναι δημοφιλή στην εποχή που ζει ένας επιστήμονας, αλλά να κατανοεί τον κόσμο».**
Προφανώς, ο Weinberg εννοεί την αντικειμενική κατανόηση του αντικειμενικού κόσμου, έννοιες τις οποίες δεν θεωρεί ουδόλως προβληματικές και ας έχουν γραφτεί, κυρίως από φιλοσόφους, χιλιάδες σελίδες γύρω από αυτό το ζήτημα. Αλλά και κάτι ακόμη: ένας τέτοιος ακραίος αναχρονισμός αγνοεί την ίδια την ιστορικότητα της φυσικής, η οποία μόνιμα επαναδιαπραγματεύεται τις έννοιες του σωστού και του λάθους, όχι μέσα από μικρές ή μεγάλες «διαταραχές» ή «διορθωτικές κινήσεις», αλλά μέσα από εντελώς νέες θεωρήσεις που μας αποκαλύπτουν νέους κόσμους. Η λογική της «κόκκινης κλωστής» είναι ουσιαστικά η απεικόνιση της αντίληψης της συνέχειας στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών και αποτελεί μία προσέγγιση όπου η θεωρία, σχεδόν αποκλειστικά, κατευθύνει τις επιστημονικές εξελίξεις. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο: η τόσο έντονη πεποίθηση στη συνέχεια των επιστημονικών εξελίξεων οδηγεί τον (όποιο) συγγραφέα να κατασκευάζει, εκ των υστέρων κάθε φορά, αυτή τη συνέχεια, να αναδεικνύει όσα την εξασφαλίζουν και να υποβαθμίζει όσα την υπονομεύουν.
* David C. Lindberg, The Beginnings of Western Science: The European Scientific Tradition in Philosophical, Religious, and Institutional Context, 600 BC to AD 1450 (University of Chicago Press, 1992).
Και, βέβαια, να κατασκευάζεται αυτή η συνέχεια με τη δυνατότητα του συγγραφέα να κρίνει το παρελθόν. Μία τέτοια αντίληψη θα μας έβαζε στον πειρασμό να απαντήσουμε σε ερωτήσεις του τύπου, «Πόσο λανθασμένος είναι ο ηλεκτρομαγνητισμός του Maxwell;» ή, «Πόσο λανθασμέ- νη είναι η κινητική θεωρία των αερίων από τη σκοπιά της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας και της Κβαντικής Θεωρίας;» Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήσεις, απαντήσεις που, συνήθως, επικεντρώνονται στην ατέλεια του ηλεκτρομαγνητισμού και στη μη πλήρη εννοιολογική συγκρότησή του. Τις διαβάζουμε συνήθως στα εκπαιδευτικά εγχειρίδια. Από την πλευρά όμως της ιστορίας της επιστήμης, δεν είναι σίγουρο ότι οι απαντήσεις αυτές αντιστοιχούν σε ερωτήματα που νομίμως μπορούν να τεθούν. Έτσι, λοιπόν, μία λιγότερο αγενής απάντηση από αυτήν που προκάλεσε το σχόλιο του Lindbergh, αλλά εξίσου κατηγορηματική, είναι ότι τέτοιες ερωτήσεις, από την πλευρά τουλάχιστον πολλών ιστορικών της επιστήμης, είναι (απολύτως) ανόητες.
Εδώ και πολλές δεκαετίες οι ιστορικοί των φυσικών —κυρίως— επιστημών αντιμετωπίζουν ένα σοβαρό πρόβλημα: δεν έχουν καταφέρει να «πείσουν» τους επιστήμονες των φυσικών επιστημών να γίνουν μέρος του ολοένα διευρυνόμενου ακροατηρίου τους. Και, ενώ πολλοί επιστήμονες δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται για την ιστορία της φυσικής, δεν φαίνεται να πείθονται για τη σημασία των συζητήσεων μεταξύ ιστορικών των επιστημών, για τα ερωτήματα που θέτουν ή και για τις πολύμορφες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις τους. Οι επιστήμονες φαίνεται να αρκούνται σε ιστορικές αφηγήσεις όπου «ανασυγκροτείται» μια θαυμαστή πορεία της εξέλιξης των επιστημών η οποία πάντα «καταλήγει» στο σήμερα. Κανένας επιστήμονας δεν αμφισβητεί ότι η συγκρότηση μιας τέτοιας ιστορίας είναι κάτι σύνθετο και ότι χρειάζεται βαθιά εξοικείωση με τις επιστημονικές εξελίξεις της εποχής. Πολλοί, όμως, δεν μπορούν —ή δεν θέλουν— να εντάξουν τα εγχειρήματα των ιστορικών της επιστήμης στο πλαίσιο της συνολικής επιστημονικής τους παιδείας. Δυστυχώς, πολλά βιβλία, εκλαϊκευτικού κυρίως χαρακτήρα, θεωρούνται βιβλία ιστορίας των επιστημών και συχνά συγγραφείς με ιδιοσυγκρασια- κές «θεωρίες» για ένα σύνολο θεμάτων διανθίζουν τις απόψεις τους με στοιχεία από την ιστορία των επιστημών, ώστε να τις καταστή- σουν πιο έγκυρες. Και αυτά τα βιβλία βρίσκουν ανταπόκριση, όχι τόσο στους επιστήμονες, αλλά σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Ελάχιστοι, όμως, επιστήμονες ενδιαφέρονται για όλα όσα έχουν δώσει μία συγκεκριμένη ταυτότητα στην κοινότητα των ιστορικών της επιστήμης: τον ρόλο των διαφορετικών προσεγγίσεων για την επιστημονική επανάσταση στη συγκρότηση της κοινότητας των ιστορικών της επιστήμης, τη σύνθετη αλλά υπαρκτή σχέση των επιστημονικών εξελίξεων με τις κοινωνικές, ιδεολογικές και πολι- τισμικές εξελίξεις στις κοινωνίες όπου μελετάμε τις επιστημονικές εξελίξεις, τα θέματα της κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας, την ενδεχομενικότητα στην εξέλιξη των επιστημών, το αν είναι δυνατόν να γίνεται ιστορία των επιστημών χωρίς αναφορά σε ζητήματα φιλοσοφίας, και το αν η ιστορία των επιστημών είναι η ιστορία μόνο της ιστορίας της έγκυρης γνώσης ή της γνώσης γενικότερα.
Ο ι ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ έ ς αρ ε τ έ ς τ ο υ β ι β λ ί ο υ
Ας επανέλθουμε, όμως, στο βιβλίο. Ένας από τους πιο γνωστούς φυ- σικούς του καιρού μας γράφει ένα βιβλίο ιστορίας της φυσικής και της αστρονομίας από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, με μία ιστοριογραφική προσέγγιση που, ενώ δεν ανταποκρίνεται στις συζητήσεις που γίνονται ανάμεσα σε ιστορικούς των επιστη- μών, και παρά το «παλιακό» της ιστοριογραφικής του προσέγγισης, είναι εξαιρετικά χρήσιμο για να διευρύνει τον προβληματισμό μας ως ιστορικών και αποτελεί ένα —ενδεχομένως το καλύτερο— δείγ- μα για το πώς η διδασκαλία της φυσικής μπορεί να συνδυαστεί με την ιστορία της . Επιπλέον, αποτελεί ένα βιβλίο φιλικό προς τους φυσικούς και όχι μόνον.
Το βιβλίο του Weinberg, παρά τις ιστοριογραφικές του παρασπονδίες, έχει σημαντικές αρετές και, ως συνολική εκπαιδευτική πρόταση, αποτελεί μία απολύτως επιτυχημένη και μοναδική προσέγγιση. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο από ένα συγγραφέα που υποστηρίζει με σθένος τις ιστοριογραφικές και φιλοσοφικές του απόψεις, χωρίς να νοιάζεται αν θα γίνει αρεστός στους επαγγελματίες ιστορικούς και φιλοσόφους των επιστημών.
Είναι ένα βιβλίο που «μιλά» σε ακροατήριο επιστημόνων, και, κυρίως, σε ακροατήριο φυσικών και μαθηματικών. Είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε μετά από ενδελεχή μελέτη των έργων πολλών διανοητών της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, βασικά όμως όσων θεωρούνται ως οι βασικοί συντελεστές της επιστημονικής επανάστασης του 16ου και του 17ου αιώνα: του Κοπέρνικου, του Καρτέσιου, του Γαλιλαίου, του Κέπλερ, του Χόιχενς, του Νεύτωνα. Και, τέλος, είναι ένα βιβλίο με το οποίο οι φοιτητές των επιστημονικών ειδικοτήτων θα μπορούσαν να έχουν μία διεισδυτική ματιά στην ιστορία των επιστημών και να μην αρκεστούν ούτε στην ιστορία που «μεταδίδεται» μέσω των επιστη- μονικών εγχειριδίων ούτε και στις ανεκδοτολογικές αναφορές από την ιστορία των επιστημών. Οι Τεχνικές Σημειώσεις στο τέλος του τόμου αποτελούν μία εξαιρετικά χρήσιμη προσθήκη που κάνει και τη μεγάλη διαφορά στον εκπαιδευτικό χαρακτήρα του βιβλίου.
Ο Weinberg απαντά με ένα συγκεκριμένο τρόπο σε ένα πρόβλημα που ταλανίζει τους εκπαιδευτικούς των φυσικών επιστημών: Είναι δυνατόν να διδάσκονται η φυσική, η αστρονομία, τα μαθηματικά και οι υπόλοιπες φυσικές επιστήμες, με εγχειρίδια που θα αναδεικνύουν και την ιστορική διάσταση των επιστημών; Συνήθως αυτό γίνεται συμπεριλαμβάνοντας στα διδακτικά εγχειρίδια μικρά
«ιστορικά σημειώματα» ή αναλύοντας ορισμένα φαινόμενα έτσι ώστε να αναφέρονται η ιστορική συγκυρία και οι τεχνικές δυνατότητες της εποχής. Η διαμόρφωση, όμως, ενός εγχειριδίου όπου η διδασκαλία των «τεχνικών» στοιχείων και της ιστορίας θα γίνεται με ενιαίο τρόπο αποτελεί ένα από τα ανοικτά ζητήματα όσων έχουν σαν ερευνητικό πεδίο τη μεθοδολογία της διδασκαλίας. Μάλιστα, πολλοί έχουν αναπροσανατολίσει τους προβληματισμούς τους, θεωρώντας ότι είναι πολύ πιο ρεαλιστική και αποτελεσματική, όχι τόσο η αναζήτηση μιας αφήγησης όπου η ιστορία θα είναι εγγενές στοιχείο των τεχνικών γνώσεων, αλλά η κατανόηση και προβολή της φύσης της επιστήμης μέσα από τα φιλοσοφικά, μεθοδολογικά και άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της επιστήμης.
Το βιβλίο του Weinberg αποτελεί μία απάντηση σε αυτούς τους προβληματισμούς. Η εντυπωσιακή ικανότητά του να διαβάζει τα εξαιρετικά δυσνόητα έργα των πρωταγωνιστών της ιστορίας των επιστημών, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Νεύτωνα, καθιστά τον Weinberg έναν από τους πολύ λίγους επιστήμονες που είναι σε θέση, όχι μόνον να διαβάσουν τα έργα αυτών των διανοητών, να τα σχολιάσουν (έστω, ορισμένα από αυτά, με αναχρονιστικό τρόπο), αλλά και να τα ενσωματώσουν σε ένα ενιαίο αφήγημα για τη φυσική και την αστρονομία. Από παιδαγωγική άποψη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι μία κατά βάση ιστορική αφήγηση, μαζί με τα μαθηματικά βοηθήματα στο τέλος του έργου, δίνουν τη δυνατότητα να κατανοηθούν οι συγκεκριμένοι υπολογισμοί που έγιναν στα κλασικά έργα αλλά και να επιλυθούν συγκεκριμένες ασκήσεις. Μίατέτοια δομή βιβλίου και μία τέτοια αντίληψη δεν έχει, νομίζω, επιχειρηθεί άλλοτε για φοιτητές των επιστημονικών κλάδων με τόσο συστηματικό τρόπο. Έχουν υπάρξει κάποιες απόπειρες για φοιτητές που θέλουν να παρακολουθήσουν ένα εισαγωγικό μάθημα στη φυσική, αλλά όχι για όσους θέλουν να εξειδικευτούν στη φυσική.
Μάλιστα, το βιβλίο του Weinberg αποτελεί μία πειστική απάντηση και σε ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που παρουσιάζουν τα διδακτικά εγχειρίδια. Πολλά βιβλία, για λόγους παιδαγωγικούς, διαστρεβλώνουν την ιστορία. Συνήθως είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνει κατανοητή η φυσική, αν ένα εγχειρίδιο ακολουθήσει πιστά την ιστορική εξέλιξη για την κατανόηση ενός φαινομένου, ενώ πολλά θέματα γίνονται πολύ πιο «εύπεπτα» αν επινοηθούν διαφορετικού τύπου συσχετίσεις ανάμεσα στα πειραματικά αποτελέσματα και τις θεωρητικές επεξεργασίες από αυτές που γνωρίζουμε ότι ισχύουν ιστορικά. Η κανονικοποίηση του περιεχομένου των διδακτικών εγχειριδίων είναι αποτέλεσμα του συνεχούς επανακαθορισμού τού τι συνιστά εγχειρίδιο, μέσα από συστηματικές συζητήσεις για το πώς πρέπει να γραφτεί ένα βιβλίο διδασκαλίας της φυσικής. Αυτή, λοιπόν, η κανονικοποίηση αποτελεί και μία συγκεκριμένη επιλογή ιστορικής αφήγησης.
Το βιβλίο του Weinberg και η απόφαση να εκδοθεί στα ελληνικά, έξοχα μεταφρασμένο από την κ. Αιμιλία-Αλεξάνδρα Κρητικού, είναι μία ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη πράξη, μιας και τώρα έχουμε και στη γλώσσα μας ένα διδακτικό βιβλίο που μας δείχνει έμπρακτα έναν από τους πολλούς τρόπους που μπορούν να διαβαστούν ορισμένα κλασικά έργα από την ιστορία των επιστημών, εντασσόμενα σε μία συνεπή ιστορική αφήγηση.*
Κώστας Γαβρόγλου Καθηγητής Ιστορίας των Επιστημών Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών