Ο σερ Πίτερ Μάνσφιλντ, καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Νότινγχαμ, που κέρδισε το βραβείο Νομπέλ Ιατρικής το 2003 για τις θεμελιώδεις ανακαλύψεις του στην κατασκευή του μαγνητικού τομογράφου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών στις 8 Φεβρουαρίου. Πέρα από τη μεγάλη ανακάλυψη, ο δρ. Μάνσφιλντ ήταν αυτός που κατασκεύασε τον πρώτο μαγνητικό τομογράφο το 1978. Ως αφοσιωμένος και ριψοκίνδυνος επιστήμονας, ήταν και ο πρώτος εθελοντής που μπήκε στην κατασκευή του και εξετάστηκε, τη στιγμή που οι συνάδελφοί του εξέφραζαν τις ανησυχίες τους ότι το ανομοιόμορφο μαγνητικό πεδίο, θα μπορούσε να του προκαλέσει καρδιακή μαρμαρυγή.
Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου όπου έκανε και τη διδακτορική διατριβή του. Συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Ιλινόις των ΗΠΑ και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Ιλινόις και της Χαϊδελβέργης (Γερμανία). Για το επιστημονικό του έργο τιμήθηκε επανειλημμένα με βραβεία και τίτλους.
Ξεκίνησε την καριέρα του αναζητώντας χρήσεις του μαγνητικού πεδίου. Κατάφερε να δείξει με ποιον τρόπο τα σήματα που εκπέμπει το ανθρώπινο σώμα, αντιδρώντας στο μαγνητικό πεδίο, μπορούν να αναλυθούν με μαθηματική διαδικασία. Ο Μάνσφιλντ απέδειξε ότι η απεικόνιση μπορούσε να είναι εξαιρετικά γρήγορη, αν και πέρασε μία δεκαετία προτού η ταχύτητα αυτή να γίνει τεχνικά εφικτή.
Το 2003 μοιράστηκε με τον Αμερικανό Πολ Λότερμπουρ το βραβείο Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής για τις ανακαλύψεις τους σχετικά με τη μαγνητική τομογραφία, μια απεικονιστική μέθοδο που βασίζεται στην αρχή της μαγνητικής αντήχησης του πυρήνα του ατόμου. Πιο συγκεκριμένα, ο Peter Mansfield μελέτησε τη χρήση των διαβαθμίσεων στο μαγνητικό πεδίο ώστε να καταδειχτούν με ακρίβεια οι διαφορές στην αντήχηση.
Απέδειξαν ότι τα ραδιοκύματα που εκπέμπει το σώμα μπορούν να αναλυθούν ταχέως όταν εκτίθεται στα μαγνητικά πεδία και ακολούθως να μετατραπούν σε τρισδιάστατη εικόνα. Η ανακάλυψή τους οδήγησε στην ανάπτυξη της σύγχρονης μαγνητικής τομογραφίας (MRI) για την απεικόνιση των εσωτερικών οργάνων του ανθρώπου.
Η μέθοδος έχει συμβάλει στην λεπτομερή απεικόνιση των ιστών και οργάνων, άνοιξε μία νέα εποχή στην πρόληψη και αντικατέστησε επώδυνες εξετάσεις. Η τεχνική είναι ιδιαίτερα πολύτιμη για τη λεπτομερή απεικόνιση του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. Με τη διάγνωση που κάνει ο μαγνητικός τομογράφος σώζονται κάθε χρόνο εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, καθώς αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα διαγνωστικά εργαλεία. Κάθε χρόνο χρησιμοποιείται σε περίπου 60 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Οι καινοτομίες των δύο ανδρών βασίστηκαν στην ανακάλυψη του φαινομένου του μαγνητικού συντονισμού, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο περιστρέφονται οι ατομικοί πυρήνες σε ένα μαγνητικό πεδίο. Το πρώτο βήμα για την ιστορική ανακάλυψη είχαν κάνει οι Φίλιξ Μπλοτς και Έντουαρντ Μιλς Πάρσελ, οι οποίοι είχαν επίσης κερδίσει το βραβείο Νομπέλ το 1952. Χρειάστηκε, όμως, να περάσουν 20 χρόνια (χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο μαγνητικός συντονισμός χρησιμοποιείτο κυρίως για τη μελέτη της χημικής δομής ουσιών) έως ότου το πρωτοποριακό έργο των Μάνσφιλντ και Λότερμπερ αποδείχθηκε πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την εξέταση του ανθρώπινου σώματος.