Για να προσανατολιστούμε, συνήθως χρειαζόμαστε μια πυξίδα ή βοήθεια απ’ το ουράνιο στερέωμα. Αντίθετα, τα πουλιά, οι φάλαινες, οι πεταλούδες και πολλά ακόμα ζώα δεν χρειάζονται τίποτα τέτοιο για να φτάσουν στον προορισμό τους. Ανάμεσα στις συνήθεις αισθήσεις τους, αυτά τα ζώα έχουν και μια ενστικτώδη αίσθηση που μπορεί να τους υποδείξει τον Βορρά – δηλαδή, εκεί όπου καταλήγουν οι μαγνητικές γραμμές του γήινου μαγνητικού πεδίου. Επομένως, αν αυτά μπορούν να αισθανθούν μαγνητικά πεδία, μήπως μπορούν και οι άνθρωποι;
Έπειτα από πολύχρονες έρευνες, οι επιστήμονες ανακάλυψαν πως κάθε μεταναστευτικό ζώο, από τα πουλιά μέχρι τα ψάρια, έχει μια ενσωματωμένη πυξίδα. Η μαγνητική αίσθηση είναι παρούσα και στους αστακούς, στα βατράχια και στα σαλιγκάρια.
Το 1980, ο Βρετανός βιολόγος Robin Baker πραγματοποίησε το εξής πείραμα: Αφού έδεσε τα μάτια των φοιτητών του, τους πήγε με λεωφορείο έξω από την πόλη, τους άφησε εκεί κι αυτοί έπρεπε να καταφέρουν να βρουν το σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν. Οι φοιτητές είχαν όλοι, στη «μάσκα» που τους κάλυπτε τα μάτια, ένα κομμάτι μέταλλο. Σε κάποιους ήταν ένας μαγνήτης και σε άλλους μια μη μαγνητισμένη μπάρα. Οι δεύτεροι κατάφεραν, σχεδόν όλοι, να βρουν το σημείο αναχώρησης, αλλά αυτοί με τον μαγνήτη όχι. Το ίδιο πείραμα επανέλαβαν κι άλλοι επιστήμονες, χωρίς όμως τα ίδια αποτελέσματα. Το 1983, ο Baker έκανε μια δημοσίευση, υποστηρίζοντας πως η σπονδυλική στήλη είναι μαγνητισμένη, και ο γεωφυσικός Joe Kirschvink, από το Caltech, απέδειξε πως αυτό οφειλόταν σε μια μόλυνση.
Λίγο αργότερα, ο Kirschvink, πραγματοποίησε κάποια άλλα πειράματα για τη μαγνητική αίσθηση, ερευνώντας πλέον τα εγκεφαλικά κύματα των συμμετεχόντων. Αφού τα κατέγραψε, τους έβαλε σ’ έναν κλωβό Φαραντέι, μια μεταλλική κατασκευή που εμποδίζει τη διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και εφάρμοσε ένα μαγνητικό πεδίο παρόμοιο με της Γης. Όταν το μαγνητικό πεδίο στρεφόταν με τη φορά των δεικτών του ωρολογίου, παρατηρούσε μια πτώση στα κύματα άλφα, σημάδι πως ο εγκέφαλος επεξεργαζόταν κάποια πληροφορία. Μ’ άλλα λόγια, οι νευρώνες ενεργοποιούνταν ως απόκριση στη μεταβολή του μαγνητικού πεδίου.
Υπάρχουν δυο θεωρίες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί συμβαίνει αυτό. Η παρουσία του μαγνητίτη -το μαγνητικό μεταλλικό στοιχείο στη σπονδυλική στήλη, που υποστήριζε ο Baker- είναι η μια θεωρία. Ο μαγνητίτης είναι εξαιρετικά ευαίσθητος σε μαγνητικά πεδία και θα μπορούσε να είναι αρκετά ισχυρός, ώστε να κατευθύνει τα ζώα στον Βορρά και να τους «λέει» ακόμα και το υψόμετρο στο οποίο βρίσκονται. Υπάρχει μαγνητίτης στο ράμφος των πουλιών και στη μύτη των ψαριών, ακόμα και στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ωστόσο, μπορεί απλώς ο μαγνητίτης να είναι μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος, χωρίς να παίζει κάποιο ρόλο στην πλοήγηση.
Η δεύτερη θεωρία έχει να κάνει με την πρωτεΐνη κρυπτόχρωμα, η οποία όταν αλληλεπιδρά με ορισμένα μήκη κύματος αλλάζει τη χημική της συμπεριφορά. Παρ’ όλα αυτά, το ερώτημα αν όντως έχουμε μαγνητική αίσθηση παραμένει ακόμα επιστημονικά αναπάντητο.
Σημαντικό το γήινο μαγνητικό πεδίο
Λόγω του ρευστού, ζεστού, αγώγιμου περιστρεφόμενου πυρήνα της, η Γη έχει δημιουργήσει πολύ μεγάλο μαγνητικό πεδίο, το οποίο περιβάλλει ολόκληρο τον πλανήτη, θωρακίζοντάς τον από τα ηλιακά φορτισμένα σωματίδια που τον βομβαρδίζουν μέσω του ηλιακού ανέμου. Οι μαγνητικές δυναμικές γραμμές ξεκινάνε από τον Νότιο Πόλο και καταλήγουν στον Βόρειο, έχοντας στους δύο πόλους τη μεγαλύτερη ένταση. Μ’ άλλα λόγια, η Γη είναι ένας τεράστιος φυσικός μαγνήτης. Το γεωμαγνητικό πεδίο το αντιλαμβανόμαστε εύκολα, με μια μαγνητική πυξίδα. Μια μαγνητισμένη βελόνα που μπορεί να περιστρέφεται ελεύθερα υποδεικνύει πάντα τον Βορρά, αφού ευθυγραμμίζεται με τις μαγνητικές δυναμικές γραμμές του γήινου πεδίου. Ο βόρειος μαγνητικός πόλος της μαγνητικής πυξίδας είναι αυτός που οι γραμμές του θα καταλήξουν στο Βορρά. Συνεπώς, στον νότιο γεωγραφικό πόλο της Γης, είναι ο βόρειος μαγνητικός της πόλος και, αντίστοιχα, στον βόρειο γεωγραφικό πόλο είναι ο νότιος. Γι’ αυτό άλλωστε οι μαγνήτες στρέφουν τον βόρειο μαγνητικό τους πόλο πάντα προς το Βορρά.
Πηγή Εφημερίδα Φιλελεύθερος αρ. 38