Τι θα συμβεί εάν η υπερθέρμανση του πλανήτη υπερβεί τους 1,5°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα (1850-1900); Η Έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) είναι ενδεικτική για τις επιπτώσεις. Κατά γενική ομολογία των επιστημόνων που συνέταξαν την Έκθεση, υφίστανται σοβαροί λόγοι ανησυχίας, ενώ υπάρχει πλέον ο ελάχιστος ικανός χρόνος για να αποφευχθούν επιζήμια γεγονότα ή τουλάχιστον να μετριαστούν ουσιαστικά σχετικοί κίνδυνοι.
Αναγκαία προϋπόθεση είναι η αμεσότατη δράση σε επίπεδο πολιτικό, επιχειρηματικό και ατομικό. Με αφορμή την Έκθεση αυτή, αξίζει να εξετάσουμε το βασικό της μήνυμα, πώς προέκυψε και τι σημαίνει σε γενικές γραμμές η σταθεροποίηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5°C.
Η Συμφωνία για το Κλίμα: Παρίσι 2015
Τον Δεκέμβριο του 2015 στο Παρίσι, επιτεύχθηκε η Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, η οποία έθεσε ως στόχο τη συγκράτηση της αύξησης της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας αρκετά κάτω από 2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και ει δυνατόν κάτω από 1,5°C. Η Συμφωνία υπογράφηκε από 195 κράτη και αποτελεί τη μαζικότερη συλλογική συμφωνία κρατών στην ανθρώπινη ιστορία. Το γεγονός αυτό της προσδίδει ιστορική σημασία και ενόσω δεν είναι εξ ολοκλήρου νομικά δεσμευτική, προσφέρει μια νότα αισιοδοξίας σχετικά με τη διάθεση για ανάληψη πολιτικής πρωτοβουλίας σε υψηλό επίπεδο. Η πρόσφατη Έκθεση λοιπόν, προέκυψε μετά τη Συμφωνία του Παρισιού, όταν οι εθνικές κυβερνήσεις ανέθεσαν στο IPCC τη σύνταξη αυτής.
Στην Έκθεση (Special Report on Global Warming of 1,5°C) συνέβαλαν 91 επιστήμονες από 40 διαφορετικές χώρες. Μέχρι το 2015 οι επιστημονικές μελέτες αφορούσαν, ως επί το πλείστον, τις πιθανές επιπτώσεις από την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2°C ή και περισσότερο, σε πιο μακροχρόνιους ορίζοντες (2050, 2080 και 2100). Ωστόσο, μετά το Παρίσι η επιστημονική κοινότητα επικεντρώθηκε στη λεπτομερή μελέτη και ανάλυση των επιπτώσεων μιας αύξησης κατά 1,5°C. Σήμερα βρισκόμαστε οριακά πάνω από το +1°C και με δεδομένες τις (μη νομικές) δεσμεύσεις των κρατών από τη Συμφωνία του Παρισιού οδηγούμαστε σε +3°C. Ένα βασικό μήνυμα της Έκθεσης είναι ότι υπάρχει ένα χρονικό περιθώριο περίπου 12 ετών προκειμένου να “μπούμε στην τροχιά” του 1,5°C. Σημειωτέον δε, ότι μόνο μεταξύ 2006-2015 η παγκόσμια μέση θερμοκρασία αυξήθηκε κατά 0,87°C. Η Έκθεση επισημαίνει ακόμη ότι η επίδραση του +1°C γίνεται ήδη έντονα αισθητή σε πολλά μέρη ανά τον κόσμο, είτε μέσω της εκδήλωσης ακραίων καιρικών φαινομένων, είτε μέσω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, είτε μέσω της ραγδαίας απώλειας πάγου στην Αρκτική, είτε μέσω άλλων ενδείξεων.
Η μνήμη από τον περιβόητο Medicane που έπληξε την Πελοπόννησο και ορισμένα νησιά του Αιγαίου είναι άλλωστε νωπή. Όπως και από τον κυκλώνα Leslie στην Πορτογαλία – τον ισχυρότερο από το 1842 – και τον τυφώνα Michael στη Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος θεωρείται ένας από τους ισχυρότερους στην αμερικανική ιστορία με απολογισμό τουλάχιστον 12 νεκρούς και εκατοντάδες ισοπεδωμένα κτίρια. Εξάλλου, μόνο το περασμένο καλοκαίρι σημειώθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής: η πυρκαγιά στο Μάτι με ανέμους πρωτοφανούς έντασης, εκτενείς πυρκαγιές στη Σουηδία (!), θερμοκρασίες ρεκόρ πάνω από 30°C σε πόλεις της Σκανδιναβίας, 41°C στην Ιαπωνία με 133 νεκρούς, 49,8°C στο Ομάν κατά τη διάρκεια μιας ημέρας και 42.6°C τη νύχτα, 220+ νεκροί από τις πρωτοφανείς πλημμύρες στην Ιαπωνία, 480+ στην Κεράλα της Ινδίας στη μεγαλύτερη πλημμύρα των τελευταίων 100 ετών, και η λίστα είναι μακρά…
Τι σημαίνει μια αύξηση κατά 1,5°C σε σχέση με μια αύξηση κατά 2°C;
Οποιαδήποτε αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από το +1°C, που ήδη έχει επιτευχθεί, θα μεγεθύνει τον κίνδυνο εκδήλωσης ακραίων φαινομένων σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια ενδεχόμενη αύξηση κατά 2°C σε σχέση με +1,5°C θα προκαλούσε μια σειρά επιπτώσεων. Περισσότερες μέρες με πολύ υψηλή θερμοκρασία, ακραίες βροχοπτώσεις ειδικότερα σε περιοχές του βόρειου ημισφαιρίου και ως εκ τούτου μεγαλύτερος κίνδυνος πλημμυρών, εντονότερη ξηρασία σε περιοχές της Μεσογείου (και την Ελλάδα) και άρα μεγαλύτερος κίνδυνος πυρκαγιών, περαιτέρω λιώσιμο στρωμάτων πάγου στην Αρκτική και παγετώνων (glaciers) και διαστολή (thermal expansion) των ωκεανών, τα οποία θα διατηρήσουν την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Συγκεκριμένα, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας μπορεί να είναι 10 εκατοστά χαμηλότερη με τον περιορισμό στους 1,5°C αντί των 2°C. Παράλληλα, η υπερβολική συγκέντρωση και διάλυση διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στους ωκεανούς που προκαλεί την οξίνισή τους (ocean acidification), θα αυξήσει την πιθανότητα απώλειας κοραλλιογενών υφάλων στο 99% (!) έναντι 70-90% σε σχέση με το +1,5°C.
Αυτές οι μεταβολές και οι επιπτώσεις που συνεπάγονται, θα επιφέρουν πολλαπλασιαστικές επιδράσεις τόσο στα φυσικά οικοσυστήματα του πλανήτη όσο και τις ανθρώπινες κοινωνίες, πολλές από τις οποίες θα είναι μη αναστρέψιμες. Όπως αναφέρει η Έκθεση, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να δράσει ως “πολλαπλασιαστής της φτώχειας”, το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι οι επιπτώσεις της θα εντείνουν την ένδεια των ήδη φτωχών και ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων και θα αυξήσουν τον αριθμό των ατόμων που ζει σε συνθήκες φτώχειας. Πολλές από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που μελέτησε η Έκθεση εμπεριέχουν σημαντικά μικρότερους κινδύνους στο σενάριο +1,5°C σε σχέση με το σενάριο +2°C. Εν ολίγοις, όσο χαμηλότερη είναι η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, τόσο χαμηλότεροι είναι οι κίνδυνοι για το φυσικό περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Επομένως, η σημασία του περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας στο +1,5°C αντικατοπτρίζεται στην αποφυγή δραματικών επιπτώσεων σε σύγκριση με μια μεγαλύτερη αύξηση. Ή, με άλλα λόγια, ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5°C έναντι 2°C, μπορεί – τουλάχιστον – να μειώσει κατά χιλιάδες τον αριθμό των ανθρώπων που είναι εκτεθειμένοι και ευάλωτοι στους κινδύνους που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, ακόμη και στο σενάριο του 1,5°C πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι θα αντιμετωπίζουμε ακραία καιρικά φαινόμενα τα οποία θα εκδηλώνονται με μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα.
Μια νέα πραγματικότητα για την ανθρωπότητα
Επί δεκαετίες ο “ανεπτυγμένος” κόσμος θεωρεί λανθασμένα τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής αποκλειστικό σχεδόν πρόβλημα των “αναπτυσσόμενων” κρατών, το οποίο δεν μπορεί να τον πλήξει. Ως εκ τούτου, σε πολλές δυτικές χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, το να ανησυχεί κάποιος λίγο παραπάνω ή να αντιμετωπίζει το ζήτημα σοβαρά, υιοθετώντας καθημερινές συνήθειες φιλικές προς το περιβάλλον, θεωρείται δυστυχώς από υπερβολικό ως και γραφικό. Παράλληλα με τις άμεσες επιπτώσεις που γίνονται εύκολα αντιληπτές (πλημμύρες, καύσωνες, πυρκαγιές κλπ.) λόγω της φύσης των ζημιών που προκαλούν αλλά και της ταχύτητας με την οποία εκδηλώνονται, η κλιματική αλλαγή λειτουργεί ως “πολλαπλασιαστής κινδύνων” (‘threat multiplier’). Καιρικά φαινόμενα που εξελίσσονται αργά (πχ. μια παρατεταμένη περίοδο ξηρασίας) σε συνδυασμό με συγκεκριμένες ανθρώπινες δραστηριότητες (ραγδαία αστικοποίηση, υπεραλίευση), επιδεινώνουν ήδη ευάλωτα ή επιβαρυμένα οικοσυστήματα, δημιουργώντας αλυσιδωτές, πολυεπίπεδες επιδράσεις. Κατά συνέπεια, προκαλούνται σοβαροί κίνδυνοι που απειλούν την ανθρώπινη υγεία (βλέπε ρύπανση αέρα στα αστικά κέντρα), τη βιωσιμότητα οικονομικών κλάδων (βλέπε τουρισμό και αγροτικό τομέα), την επισιτιστική ασφάλεια ή τη διαθεσιμότητα πόσιμου νερού. Συχνά μάλιστα αποτελούν και αιτία μετακίνησης πληθυσμών. Και οι κίνδυνοι δεν εντοπίζονται μόνο στην υποσαχάρια Αφρική ή σε κάποιο απομονωμένο νησιωτικό κρατίδιο του Ειρηνικού. Το εύρος, το είδος και το μέγεθος των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής ποικίλουν μεν ανάλογα με γεωγραφικά, εισοδηματικά και κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια, όμως επηρεάζουν ήδη ολόκληρο τον πλανήτη με οφθαλμοφανή και δραματικό συχνά τρόπο.
Τελευταία ευκαιρία
Η “καθολικότητα” της επιρροής της κλιματικής αλλαγής είναι έκδηλη. Ο Bill Gates ανέφερε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Οκτώβριο ότι μόνο μέσω της κινητοποίησης και δράσης σε παγκόσμια κλίμακα μπορεί να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή. Μια μέρα μετά σε ομιλία της στις Βρυξέλλες, η Daniela Jacob, μέλος της συντακτικής ομάδας της πρόσφατης Έκθεσης, υπογράμμισε τη σημασία που έχει κάθε επιλογή και απόφαση ακόμα και σε ατομικό επίπεδο. Συνεπώς, η συνέχιση και εντατικοποίηση της συντονισμένης και συνεργατικής δράσης σε παγκόσμιο, εθνικό και τοπικό επίπεδο είναι επείγουσα και αναγκαία: από διεθνείς οργανισμούς, εθνικές κυβερνήσεις, τοπική αυτοδιοίκηση, επιχειρήσεις, φορείς τεχνολογικής καινοτομίας, επιστημονική κοινότητα και κοινωνία των πολιτών. Σε ατομικό επίπεδο, οφείλουμε να σκεφτούμε και την ηθική διάσταση του ζητήματος: η σημερινή γενιά είναι η τελευταία που έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει το περιβάλλον στο οποίο θα ζήσουν τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας και οι επόμενες γενιές – αυτή είναι η ουσιαστικότερη ερμηνεία της πρόσφατης Έκθεσης. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα δε, είναι ειδικά η δική μου γενιά, η γενιά των σημερινών 30ρηδων, που θεωρώ ότι έχει ένα λόγο παραπάνω να συνειδητοποιήσει αυτή την ευθύνη, να ενημερωθεί και να ενεργοποιηθεί, αφού είναι αυτή που βιώνει τις επιπτώσεις “λανθασμένων αντιλήψεων και νοοτροπιών” της προηγούμενης γενιάς.
Η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει η κλιματική αλλαγή εν έτει 2018, ξεκινά από την κοινωνική συνειδητοποίηση πως η αντιμετώπισή της δεν αποτελεί μια “οικολογική” τάση της εποχής. Είναι ένα σύνολο αναγκαίων, απλών, μικρών πράξεων που οφείλουμε να υιοθετήσουμε τώρα στην καθημερινότητά μας. Είναι η επανεκτίμηση της αξίας και της ομορφιάς του φυσικού μας περιβάλλοντος. Ο σεβασμός προς το δικαίωμα των παιδιών μας να το χαρούν όπως εμείς. Αλλά και ο σεβασμός στην ασφάλεια κάθε παιδιού – από το Μαλάουι και το Μπαγκλαντές, μέχρι τις Φιλιππίνες και την Καμπότζη.