Βραδύπορα (ευρύτερα γνωστά ως αρκούδες του νερού) βρέθηκαν στην επιφάνεια της Σελήνης εξαιτίας της συντριβής του ισραηλινού διαστημοπλοίου Beresheet τον Απρίλιο του 2019. Το ισραηλινό σκάφος ήταν μη επανδρωμένο, ωστόσο μετέφερε μαζί του δείγματα ανθρώπινου DNA, καθώς και τα εν λόγω βραδύπορα και 30 εκατομμύρια μικρές ψηφιοποιημένες σελίδες πληροφορίας για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ωστόσο είναι άγνωστο εάν το αρχείο αυτό και οι αρκούδες του νερού επέζησαν της συντριβής- αν και το συγκεκριμένο είδος πλάσματος, μήκους 0,05-1,2 χιλιοστών, είναι ευρέως γνωστό ως το πιο ανθεκτικό ζώο που υπάρχει στη Γη και μπορούν να αντέξουν σε συνθήκες που θα ήταν θανατηφόρες για κάθε άλλη γνωστή μορφή ζωής (από θερμοκρασίες -200 μέχρι +149 βαθμών Κελσίου, ενώ αντέχουν και την έκθεση στο διάστημα και την ακτινοβολία. Επίσης, έχουν τη δυνατότητα να αφυδατώνουν τα σώματά τους και να συρρικνώνονται προκειμένου να επιβιώσουν- και επιστήμονες έχουν διαπιστώσει ότι είναι δυνατή η αφύπνισή τους από αυτή τη νάρκη μέχρι και 10 χρόνια μετά.
Ο Νόβα Σπίβακ, ιδρυτής του Arch Mission Foundation, που είχε συμμετοχή στο πρόγραμμα του Beresheet (σκοπός του εν λόγω οργανισμού είναι η δημιουργία ενός «backup» για τη Γη- και σε αυτό το πλαίσιο εντασσόταν και η «σεληνιακή βιβλιοθήκη» που μετέφερε το σκάφος), εξετάζοντας τα δεδομένα της αποστολής με τους συμβούλους του οργανισμού τις εβδομάδες μετά τη συντριβή, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η «βιβλιοθήκη» (ένα αντικείμενο μεγέθους DVD φτιαγμένο από λεπτά φύλλα νικελίου) μάλλον «επέζησε» της πτώσης του σκάφους- και το γεγονός πως σε αυτήν περιλαμβάνονταν δείγματα DNA και βραδύπορα μάλλον έπαιξε τον ρόλο του.
Ο Μπρους Χα, επιστήμονας που ανέπτυξε την τεχνική χάραξης εικόνων υψηλής ανάλυσης σε νανοκλίμακα πάνω σε νικέλιο, η οποία χρησιμοποιήθηκε στη «βιβλιοθήκη», και ένας μηχανικός της ομάδας του Σπίβακ, πρόσθεσαν ένα λεπτό στρώμα εποξικής ρητίνης μεταξύ κάθε στρώματος νικελίου. Στη ρητίνη αυτή βρίσκονταν δείγματα αίματος και θύλακες τριχών από τον Σπίβακ και άλλα 24 άτομα, συν μερικές χιλιάδες αφυδατωμένα βραδύπορα και δείγματα από ιερές περιοχές του πλανήτη, όπως το δέντρο Μόντι στην Ινδία. Ο λόγος που επιλέχθηκαν οι αρκούδες του νερού για τη συγκεκριμένη αποστολή ήταν ακριβώς η ανθεκτικότητά τους, προκειμένου να κατανοηθεί περισσότερο το πώς ακριβώς μπορούν να επιζούν σε τόσο αφιλόξενα περιβάλλοντα.
Κατά τον Σπίβακ, η ρητίνη αυτή ίσως να έσωσε τη «βιβλιοθήκη» από την καταστροφή, καθώς την έκαναν πιο ανθεκτική και λιγότερο πιθανόν να σπάσει κατά τη συντριβή- ενώ εκτιμάται πως η θερμότητα που προέκυψε από τη σύγκρουση δεν ήταν αρκετά υψηλή για να λιώσει τα φύλλα νικελίου, που ήταν κλεισμένα σε προστατευτικά κελύφη για προστασία από την ακτινοβολία. «Το φορτίο μας ίσως να είναι το μόνο που επέζησε από αυτή την αποστολή» είπε σχετικά ο ίδιος.
Όσον αφορά στο ποια μπορεί να είναι η κατάσταση του DNA και των μικρών πλασμάτων στη Σελήνη, ο Σπίβακ υπογραμμίζει πως, αν μελλοντικές αποστολές βρουν τα βραδύπορα, θα πρέπει να τα φέρουν πίσω στη Γη ή σε κάποιο άλλο μέρος με ατμόσφαιρα για να τα ενυδατώσουν και να τα αφυπνίσουν (κάτι που και πάλι δεν είναι σίγουρο πως θα συμβεί). Επίσης, η όλη διαδικασία ήταν νόμιμη, καθώς το Γραφείο Πλανητικής Προστασίας της NASA ταξινομεί τις αποστολές ανάλογα με τον βαθμό ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν οι προορισμοί τους ως προς την κατανόηση της ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αποστολές σε προορισμούς όπως ο Άρης διέπονται από πολύ πιο αυστηρούς κανόνες προστασίας από ό,τι οι αποστολές στη Σελήνη, οι συνθήκες της οποίας είναι εξαιρετικά αφιλόξενες για παρουσία ζωής- και ως εκ τούτου δεν υπάρχει πρακτικά κίνδυνος μόλυνσης.