Όταν ήμουν παιδί, μου άρεσε να σκέφτομαι μεγάλα ερωτήματα προτού με πάρει ο ύπνος. Ένα από τα αγαπημένα μου ήταν το «έχουμε ελεύθερη βούληση;». Το να πηγαίνω το μυαλό μου μπρος-πίσω ανάμεσα στις πιθανότητες μου έκανε καλό – ήταν μια καλή τεχνική για να με πάρει ο ύπνος. Τώρα είμαι ενήλικος και αρκετά τυχερός ώστε να έχω μια δουλειά που με κάνει να σκέφτομαι ερωτήματα όπως αυτό. Τι έχει λοιπόν να πει ένας επιστήμονας για την ελεύθερη βούληση;
Οι περισσότεροι στη Δύση είμαστε βέβαιοι ότι έχουμε ελεύθερη βούληση, παρ’ ότι το πώς φθάνουμε σε αυτό το συμπέρασμα και τι ακριβώς εννοούμε με αυτό είναι κάθε άλλο παρά σαφές. Αν ορίσουμε την ελεύθερη βούληση με καθημερινούς όρους – ως την ικανότητα η οποία μας επιτρέπει να ελέγχουμε τις πράξεις μας – η απάντηση θα μπορούσε να περιοριστεί σε μία ή δύο πιθανότητες: «Ναι, έχουμε ελεύθερη βούληση» ή «όχι, δεν έχουμε». Και οι δύο ωστόσο μας οδηγούν γρήγορα σε αντιφάσεις.
Ας υποθέσουμε ότι απαντάμε «Ναι, έχουμε ελεύθερη βούληση». Πώς αποδεικνύουμε την αλήθεια αυτής της δήλωσης; Θα πρέπει κανείς να συμπεριφερθεί με έναν τρόπο ο οποίος δεν θα είναι προκαθορισμένος από τίποτε. Πώς όμως μπορεί αυτό να γίνει όταν ό,τι κάνουμε μπορεί να αναχθεί σε κάποιο αίτιο;
Ας πούμε ότι αποφασίζει κάποιος να αποδείξει την ελεύθερη βούλησή του ενεργώντας με τρόπο ξένο προς τον χαρακτήρα του. Αν ας πούμε έχει μια εσωστρεφή προσωπικότητα, αποφασίζει, για παράδειγμα, να πιάσει κουβέντα με έναν παντελώς άγνωστο στον δρόμο. Το ίδιο το γεγονός ότι έχει αποφασίσει να ενεργήσει αντίθετα με τη συνηθισμένη προδιάθεσή του φαίνεται από μόνο του να είναι απόλυτα προκαθορισμένο από το γεγονός ότι ήθελε να ενεργήσει με τρόπο ξένο προς τον χαρακτήρα του για να αποδείξει την ελεύθερη βούλησή του. Η ίδια η πράξη της απόδειξης της ελεύθερης βούλησης αποτελεί μία από τις αποδείξεις για το αντίθετο.
Φαίνεται ότι από τη στιγμή που δεν μπορούμε ποτέ να αποδείξουμε την ελεύθερη βούληση είμαστε αναγκασμένοι να συμπεράνουμε ότι δεν τη διαθέτουμε. Ούτε αυτό όμως έπεται κατ’ ανάγκην – και μοιάζει εντελώς αντίθετο στην ανθρώπινη ψυχολογία. Ανταμείβουμε τους ανθρώπους επειδή κάνουν καλές πράξεις και τους τιμωρούμε για τις κακές. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε φαίνεται να είναι απόλυτα λανθασμένος αν τελικά οι άνθρωποι δεν έχουν ελεύθερη βούληση. Πώς μπορούμε να τιμωρούμε κάποιον επειδή κάνει κάτι όταν δεν είναι ελεύθερος να κάνει αλλιώς; Είναι ολόκληρο το ηθικό και νομικό μας σύστημα βασισμένο σε μια αυταπάτη;
Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει – ή τουλάχιστον μας είναι αδύνατον να ζήσουμε με αυτή την ιδέα. Δεν μπορεί τίποτε καλό από όσα κάνω να αποδοθεί σε μένα; Είναι όλα προκαθορισμένα από τα γονίδιά μου ή από την ιστορία μου ή από τους γονείς μου ή από την κοινωνική τάξη πραγμάτων ή από το υπόλοιπο Σύμπαν; Φαίνεται ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πιστέψουμε στην ελεύθερη βούληση.
Έχουμε φθάσει λοιπόν ξανά στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε, από την ελεύθερη βούληση στη μη ελεύθερη βούληση και ξανά στην ελεύθερη βούληση. Οι διάφορες θρησκείες, οι οποίες επίσης έχουν υποστηρίξει το «ναι» ή το «όχι», δεν μας βοηθούν ιδιαίτερα. Οι ανατολικές θρησκείες έχουν επινοήσει την έννοια του κάρμα, σύμφωνα με το οποίο όλες οι πράξεις οδηγούν σε συνέπειες στο διασυνδεδεμένο σύμπαν. Αυτό έχει μια ντετερμινιστική χροιά, σύμφωνα όμως με πολλές ανατολικές θρησκείες μπορούμε να αλλάξουμε το κάρμα μας αν ενεργήσουμε με διαφορετικό τρόπο. Από εμάς λοιπόν εξαρτάται το να αλλάξουμε τα πράγματα και έχουμε την ελεύθερη βούληση να το κάνουμε. Στη Δύση, στην καθολική εκδοχή του χριστιανισμού, η ύπαρξη όλων είναι εξίσου προκαθορισμένη από το προπατορικό αμάρτημα, μπορούν όμως επίσης να χρησιμοποιήσουν την ελεύθερη βούλησή τους για να κάνουν καλές πράξεις και να καταλήξουν στον Παράδεισο· γεννιούνται χαμένοι αλλά μπορούν να κερδίσουν με τον τρόπο ζωής τους. Οι περισσότερες θρησκείες βασίζονται στην ηθική και φαίνεται ότι το να πιστεύουν οι άνθρωποι ότι έχουν ελεύθερη βούληση παίζει ουσιαστικό ρόλο για αυτές.
Η επιστήμη, από την άλλη πλευρά, φαίνεται να έχει τις αρχές της γερά ριζωμένες στις ντετερμινιστικές παραδόσεις. Το κύριο ερώτημα για τον φυσικό είναι: Αν κάνω αυτό και αυτό, σε ένα τέτοιο και τέτοιο σύστημα, πώς θα συμπεριφερθεί αυτό ως αποτέλεσμα των ενεργειών μου; Η φυσική ασχολείται με τη μελέτη των αιτίων και των αποτελεσμάτων, επομένως η ντετερμινιστική σχέση μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος φαίνεται να έχει τεράστια σημασία. Εχει όμως;
Η φυσική μελετάει τις ιδιότητες και τους νόμους των αντιδράσεων της ύλης και της ενέργειας. Οι αρχαίοι Ελληνες, ιδιαίτερα οι φιλόσοφοι όπως ο Δημόκριτος και ο Λεύκιππος είχαν διατυπώσει τη θεωρία ότι όλα στον κόσμο μπορούν να ερμηνευθούν ως συγκρούσεις των αόρατων συστατικών της ύλης τα οποία ονόμασαν άτομα. Η θεωρία αυτή είναι ταυτόσημη – στο πνεύμα αν όχι στον τύπο – με την κλασική νευτωνική φυσική και φαίνεται να μην αφήνει χώρο για την ελεύθερη βούληση.
Ο Νεύτωνας φανταζόταν το σύμπαν σαν μια γιγαντιαία ωρολογιακή μηχανή η οποία λειτουργούσε σύμφωνα με τους αμετακίνητους νόμους του για την κίνηση. Στο σύμπαν του Νεύτωνα όχι μόνο δεν υπάρχει θέση για την ελεύθερη βούληση αλλά ακόμη και ο Θεός παίζει ένα παθητικό και περιθωριακό ρόλο. Είναι υπεύθυνος μόνο για το ότι έθεσε τις αρχικές συνθήκες. Από εκεί και πέρα το σύμπαν εξελίσσεται ντετερμινιστικά χωρίς την παρέμβασή του. Ακόμη και όταν η νευτωνική βαρύτητα απέτυχε και ο Αϊνστάιν την αντικατέστησε με τη γενική σχετικότητα, τίποτε δεν άλλαξε όσον αφορά τον ντετερμινισμό.
Σύμφωνα με τον Αϊνστάιν το σύμπαν ουσιαστικά υπάρχει όλο μονομιάς και όλα όσα έχουν συμβεί και πρόκειται να συμβούν βρίσκονται ήδη εκεί, στο λεγόμενο τετραδιάστατο σύμπαν. Όλες οι μελλοντικές στιγμές του χρόνου έχουν ήδη τοποθετηθεί σε μια σειρά, σε μια τετραδιάστατη πραγματικότητα, τουλάχιστον κατά την άποψη της γενικής σχετικότητας. Λέγεται ότι ο Αϊνστάιν είχε πει την περίφημη φράση ότι οποιαδήποτε αλλαγή με το πέρασμα του χρόνου είναι απλώς «μια ψευδαίσθηση, παρ’ ότι επίμονη». Πρόκειται για τον απόλυτο ντετερμινισμό στην καλύτερη μορφή του.
Η κβαντική φυσική ωστόσο άλλαξε αυτή την εικόνα με τον πιο δραματικό τρόπο. Στην κβαντική φυσική η έννοια της τύχης εισάγεται σε ένα θεμελιώδες επίπεδο. Όταν ένα κβαντικό σωματίδιο, όπως ένα φωτόνιο, συναντάει ένα κομμάτι γυαλιού, όπως το τζάμι στο παράθυρό μας, φαίνεται να συμπεριφέρεται με τυχαίο τρόπο. Υπάρχει μία πιθανότητα να το διαπεράσει, υπάρχει όμως και μία πιθανότητα να ανακλαστεί. Εξ όσων μπορούμε να γνωρίζουμε, δεν υπάρχει τίποτε στο σύμπαν που να καθορίζει ποια εναλλακτική θα συμβεί σε κάθε δεδομένη στιγμή. Το αν ένα φωτόνιο θα μεταδοθεί ή θα ανακλαστεί είναι, σύμφωνα με την καλύτερη κατανόηση που έχουμε για τους νόμους της φυσικής, ένα καθαρά τυχαίο γεγονός. Η όλη φιλοσοφία ενός από τους πατέρες της κβαντικής θεωρίας, του Νιλς Μπορ, θεμελιώθηκε στο συμπέρασμα ότι το στοιχείο της τύχης είναι καθοριστικής σημασίας για τη φύση της πραγματικότητας.
Ο Αϊνστάιν ήταν κάθετα αντίθετος σε αυτό. Η αναγνώριση του τυχαίου στην κβαντομηχανική, ενώ υπάρχει ο ντετερμινισμός στη σχετικότητα, θα σήμαινε ότι αυτοί οι δύο πυλώνες της φυσικής δεν μπορούν ποτέ να ενωθούν για να περιγράψουν την ίδια πραγματικότητα. Ωστόσο η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Υπάρχει μια ερμηνεία της κβαντομηχανικής βάσει της οποίας ο ντετερμινισμός και το τυχαίο μπορούν να συνυπάρχουν στον κβαντικό κόσμο. Σύμφωνα με την ερμηνεία των «πολλών κόσμων» της κβαντομηχανικής όλες οι εκδοχές, όπως το αν το φωτόνιο θα μεταδοθεί ή θα ανακλαστεί, υπάρχουν ταυτοχρόνως στο ίδιο σύμπαν – αλλά σε διαφορετικούς κόσμους. Έτσι, στον ένα κόσμο το φωτόνιο περνάει από το τζάμι μας ενώ σε έναν άλλον, «παράλληλο» κόσμο, ανακλάται.
Σε αυτή την απεικόνιση θεωρούμε ότι οι δύο κόσμοι είναι «μπλεγμένοι» σε μια ταυτόχρονη ύπαρξη μέσα σε ένα υπερκείμενο σύμπαν. Και εμείς, οι παρατηρητές του φωτονίου, είμαστε επίσης μπλεγμένοι μέσα σε αυτούς τους κόσμους: Υπάρχει στον έναν κόσμο ένα αντίγραφό μας που παρατηρεί το φωτόνιο να περνάει μέσα από το τζάμι και σε έναν άλλο κόσμο ένα άλλο αντίγραφό μας που παρατηρεί την ανάκλαση του φωτονίου στην επιφάνεια του τζαμιού. Και οι δύο εκδοχές του εαυτού μας, σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, υπάρχουν ταυτοχρόνως στο ίδιο σύμπαν.
Αυτό, φυσικά, είναι απόλυτα ντετερμινιστικό: Καθετί που μπορεί να συμβεί, πραγματικά συμβαίνει. Αυτό ωστόσο το οποίο δεν μπορούμε να αποφασίσουμε – και εδώ το στοιχείο της τύχης είναι θεμελιώδες – είναι το σε ποιον ακριβώς κόσμο βρισκόμαστε, ποιο «εμείς» είναι εμείς και ποιο «εμείς» είναι αντίγραφο. Αυτή η λογική οδήγησε ορισμένους στο συμπέρασμα ότι η συνείδηση μπορεί να είναι θεμελιώδης στην κβαντομηχανική, αν και αυτό δεν είναι ένα συμπέρασμα με το οποίο συμφωνώ.
Τελικά ωστόσο είναι εμφανές ότι ούτε ο ντετερμινισμός ούτε το τυχαίο ωφελούν την ελεύθερη βούληση. Αν η φύση είναι θεμελιωδώς τυχαία, τότε τα αποτελέσματα των πράξεών μας είναι απόλυτα έξω από τον έλεγχό μας: Το τυχαίο είναι εξίσου κακό με τον ντετερμινισμό.
Για να έχουμε το είδος της ελεύθερης βούλησης που θα θέλαμε θα πρέπει να κινούμαστε σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στον ντετερμινισμό και το τυχαίο. Πρέπει να μπορούμε να ενεργούμε ελεύθερα στις πράξεις μας, αυτές όμως θα πρέπει να οδηγούν σε ντετερμινιστικά (δηλαδή όχι τυχαία) αποτελέσματα. Για παράδειγμα, μπορεί να θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι να στείλουμε τα παιδιά μας στο σχολείο της επιλογής μας. Θέλουμε όμως επίσης να πιστεύουμε ότι οι νόμοι της φυσικής (και της βιολογίας, της κοινωνιολογίας και ούτω καθ’ εξής) θα εξασφαλίσουν πως το ότι πηγαίνουν σε ένα καλό σχολείο είναι εξαιρετικά πιθανό να τα οδηγήσει σε μια καλύτερη ζωή. Το να έχει κανείς ελεύθερη βούληση δεν έχει νόημα χωρίς έναν βαθμό ντετερμινισμού. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τη μελέτη της φυσικής.
«Ποια είναι η απόδειξη ότι τα κτήνη δεν είναι παρά μια ανώτερη φυλή ανδρεικέλων» είχε ρωτήσει ο βιολόγος Τόμας Χένρι Χάξλεϊ πριν από περισσότερο από έναν αιώνα «που τρώνε χωρίς ευχαρίστηση, που φωνάζουν χωρίς πόνο, που δεν επιθυμούν τίποτε, δεν γνωρίζουν τίποτε και μόνο προσποιούνται κάποια νοημοσύνη;». Δεν υπάρχει απόδειξη όσον αφορά τη φυσική. Η φυσική είναι απλώς ανίκανη να λύσει το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης παρ’ ότι, αν μη τι άλλο, μάλλον κλίνει προς τον ντετερμινισμό.
Η πιο έντιμη θέση για έναν επιστήμονα στο ζήτημα της ελεύθερης βούλησης είναι σίγουρα αγνωστικιστική: Απλώς δεν ξέρω. Αυτό το οποίο ξέρω είναι ότι όταν μου ζήτησαν να γράψω για την ελεύθερη βούληση, ως φυσικός βρήκα την ιδέα τόσο συναρπαστική ώστε δεν είχα άλλη επιλογή παρά να δεχθώ.
Κυκλικά επιχειρήματα
Θέλω να πιστεύω ότι η επιλογή σχετικά με το ποια πλευρά της φύσης θέλω να μελετήσω – αν θέλω να μετρήσω τη θέση ή την ταχύτητα ενός σωματιδίου, για παράδειγμα – είναι δική μου. Θέλω όμως επίσης και έναν βαθμό ντετερμινιστικής συμπεριφοράς στη φύση ο οποίος θα μου επιτρέψει να συνάγω νόμους φυσικής από κάθε μέτρηση που θα κάνω. Στην ουσία, τα μόνα μέσα που διαθέτουμε για να εξάγουμε τις βασικές εξισώσεις της κβαντομηχανικής σημαίνουν ότι αυτές είναι απόλυτα ντετερμινιστικές, όπως εκείνες της νευτωνικής μηχανικής.
Δεν υπάρχει τίποτε μυστηριώδες ή αμφιλεγόμενο σε αυτό, δείτε όμως τι συμβαίνει όταν το εφαρμόζουμε στον εαυτό μας. Αν αποτελούμαστε όλοι από άτομα και αν τα άτομα συμπεριφέρονται ντετερμινιστικά, τότε και εμείς θα πρέπει να είμαστε απόλυτα προκαθορισμένοι. Πρέπει δηλαδή να έχουμε το ίδιο πεπρωμένο με το υπόλοιπο σύμπαν. Όταν κοιτάζουμε μέσα στον εγκέφαλό μας το μόνο που βλέπουμε είναι διασυνδεδεμένοι νευρώνες των οποίων η συμπεριφορά ρυθμίζεται από την υποκείμενη μοριακή δομή, η οποία με τη σειρά της ρυθμίζεται απόλυτα από τους αυστηρούς νόμους της κβαντομηχανικής. Αν προχωρήσουμε το επιχείρημα ως τα άκρα, οι νόμοι της κβαντομηχανικής τελικά καθορίζουν το πώς εξάγω τους νόμους της κβαντομηχανικής, κάτι το οποίο φαίνεται να αποτελεί ένα απόλυτα κυκλικό επιχείρημα και επομένως λογικά δύσκολο να υποστηριχθεί.
* Άρθρο του Vlatko Vedral, καθηγητή της Κβαντικής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο του Λιντς της Βρετανίας, που δημοσιεύτηκε στο Βήμα Science
Leave a Comment