Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μπορούσαν να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος ή και το σύνολο των ενεργειακών αναγκών του πλανήτη έως το 2050. Το κόστος του περάσματος σε μια κοινωνία χαμηλής χρήσης υδρογονανθράκων («χαμηλού άνθρακα») όχι μόνο μπορεί να το σηκώσει η ανθρωπότητα, αλλά είναι αισθητά μικρότερο από το συνολικό κόστος της καύσης άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας και ηλεκτρισμού. Κόστος, που προκύπτει από τις συνέπειες στο περιβάλλον, στη δημόσια υγεία, στη βιοποικιλότητα και στο κλίμα.
Τα ελπιδοφόρα αυτά συμπεράσματα προκύπτουν από την πρόσφατη μελέτη των Edgar Hertwich and Thomas Gibon για την Εθνική Ακαδημία Επιστημών της Νορβηγίας. «Από την ανάλυσή μας προκύπτει πως η ευρείας κλίμακα ανάπτυξη της αιολικής και ηλιακής ενέργειας (είτε από φωτοβολταϊκά πάνελ είτε από συστήματα συγκέντρωσης του φωτός) έχει τη δυνατότητα να περιορίσει τη ρύπανση που οφείλεται στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος», σημειώνουν οι μελετητές. Η νορβηγική ερευνητική ομάδα αναφέρει ότι, για να οδηγηθεί στο συμπέρασμά της, πραγματοποίησε την πρώτη διεθνή εκτίμηση κύκλου ζωής για την κάθε μέθοδο παραγωγής, έτσι ώστε να υπολογιστεί το κόστος όχι μόνο στην τελική φάση της κατασκευής ή της λειτουργίας της μονάδας, αλλά από την αρχή. Για παράδειγμα, στο ζήτημα των εγκαταστάσεων παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μελέτησε έρευνες σχετικές με το κόστος και τη διαθεσιμότητα των μετάλλων που απαιτούνται για τις εγκαταστάσεις της «πράσινης ενέργειας».
Τα φωτοβολταϊκά απαιτούν από 11 έως 40 φορές περισσότερο χαλκό απ’ ό,τι οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας, ενώ αντίστοιχα οι ανεμογεννήτριες χρειάζονται 14 φορές περισσότερο σίδηρο. Στη μελέτη υπολογίζονται οι απαιτήσεις σε αλουμίνιο, χαλκό, νικέλιο και ατσάλι, σε μεταλλουργικής ποιότητας πυρίτιο, σε επίπεδο γυαλιού και ψευδαργύρου.
Το αποτύπωμα
Οι Νορβηγοί επιστήμονες έλαβαν υπόψη το αποτύπωμα κάθε μεθόδου στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, αιωρούμενων σωματιδίων, στην τοξική δηλητηρίαση των οικοσυστημάτων και στην ανάπτυξη του υπερτροφισμού στα ύδατα.
Εξετάζοντας δύο σενάρια μεγάλης ανόδου της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας μέχρι το 2050 (το ένα με αύξηση 134% και το άλλο με αύξηση 121%, λόγω μεγαλύτερης ενεργειακής εξοικονόμησης), συμπέραναν ότι μπορούν να καλυφθούν κυρίως από τις ΑΠΕ, με μικρότερο τελικά κόστος από τη «βρώμικη ενέργεια». «Η παραγωγή δύο ετών χαλκού και ενός έτους σιδήρου αρκεί για να οικοδομηθεί ένα ενεργειακό σύστημα χαμηλού άνθρακα, ικανό να προμηθεύσει τις παγκόσμιες ανάγκες ηλεκτρικού ρεύματος το 2050», αναφέρουν οι συντάκτες της μελέτης. Παρ’ όλα αυτά είναι φανερό πως χρειάζεται μεγάλη περίσκεψη στην κατανάλωση των φυσικών πόρων, ειδικά του χαλκού. Το κύριο μέτωπο παραμένει η εξοικονόμηση ενέργειας και η αποδοτικότητα των συστημάτων.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (ΙΕΑ) που αναφέρεται στην ταχύτατη πτώση του κόστους των φωτοβολταϊκών συστημάτων, με αποτέλεσμα να αναδεικνύονται ως μια από τις κύριες πηγές ηλεκτρισμού τις επόμενες δεκαετίες.
Τα φωτοβολταϊκά αποτελούν την ταχύτερα αναπτυσσόμενη τεχνολογία ΑΠΕ στον κόσμο από το 2000, σημειώνει η ΙΕΑ. Ετσι παρότι σήμερα καλύπτουν μόλις το 1% του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος, υπολογίζεται πως μέχρι το 2050 τα φωτοβολταϊκά θα μπορούσαν να καλύψουν το 16%, ενώ η συγκεντρωτική ηλιακή ενέργεια (CSP) επιπλέον το 11%, αθροιστικά 27%.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εμφανίζονται να είναι και σήμερα ανταγωνιστικές οικονομικά, εάν βεβαίως συνυπολογιστεί στο κόστος κάθε μεθόδου παραγωγής και το λεγόμενο εξωτερικό κόστος, δηλαδή οι συνέπειες σε περιβάλλον και δημόσια υγεία. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ανεμογεννήτριες στο έδαφος κοστίζει περίπου 105 ευρώ ανά μεγαβάτ, εάν συνυπολογιστεί και το εξωτερικό κόστος. Οι μονάδες παραγωγής ρεύματος από φυσικό αέριο έχουν μεικτό κόστος 164 ευρώ, ενώ του άνθρακα 233 ευρώ τη μεγαβατώρα. Πυρηνική ενέργεια, θαλάσσιες ανεμογεννήτριες και ηλιακή ενέργεια είναι περίπου στα 125 ευρώ.
Το κόστος της κιλοβατώρας από φωτοβολταϊκά έχει πέσει στο μισό (από 200 σε 100 ευρώ) από το 2008 στο 2012! Μιλάμε για το άμεσο κόστος (χωρίς συνυπολογισμό του εξωτερικού), που δείχνει μεγάλη τεχνολογική πρόοδο.
Έντονη διαμάχη για την τεχνολογία
Έντονη είναι η διαμάχη για το ποια τεχνολογία είναι φθηνότερη και συνολικά συμφέρουσα. Τα λόμπι του άνθρακα και του πετρελαίου κατηγορούν τις ΑΠΕ πως είναι πανάκριβες και απαιτούν μεγάλες κρατικές – ευρωπαϊκές ενισχύσεις, που τελικά επιβαρύνουν τον καταναλωτή. Οι υποστηρικτές των ΑΠΕ, που πλέον δεν είναι μόνο οι αγνοί οικολόγοι αλλά και μεγάλες ενώσεις εταιρειών με διαρκώς αυξανόμενο κύκλο εργασιών, υπογραμμίζουν το συνολικό κόστος κάθε τεχνολογίας, λόγω και των συνεπειών στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
Αποκαλυπτική είναι απ’ αυτή την άποψη η πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δείχνει πως η «πράσινη ενέργεια» δεν είναι ο μόνος ωφελημένος από τις ενισχύσεις της Ε.Ε. Το 2012 οι ενισχύσεις στην ηλιακή ενέργεια ήταν 14,7 δισ. ευρώ, στην αιολική 10,1 δισ., στη βιομάζα 8,3 δισ. και στα υδροηλεκτρικά 5,2 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, οι μονάδες άνθρακα ενισχύθηκαν με 10,1 δισ., η πυρηνική ενέργεια 7 δισ. και το φυσικό αέριο 5,2 δισ. ευρώ. Στα παραπάνω ποσά δεν περιλαμβάνονται φορολογικές ελαφρύνσεις ή άλλες διευκολύνσεις, οι οποίες στηρίζουν περισσότερο τη «μαύρη ενέργεια».
Πέρυσι είχε διαρρεύσει στη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung έκθεση που υπολόγιζε πως το 2011 οι ΑΠΕ έλαβαν ως ενισχύσεις 30 δισ. ευρώ, έναντι 35 δισ. της πυρηνικής ενέργειας και 26 δισ. ευρώ των υδρογονανθράκων. Το δημοσίευμα μιλούσε για επιπλέον 40 δισ. ευρώ σε άνθρακα και φυσικό αέριο για την αντιμετώπιση των συνεπειών τους σε υγεία και περιβάλλον. Εντονη ήταν η αντίδραση του τότε επιτρόπου Ενέργειας, Γερμανού Γκίντερ Ετινγκερ, ο οποίος υποστήριξε πως τα στοιχεία δεν ήταν τελικά.