Ένα διαστημικό «τσουνάμι» που προκλήθηκε από έκρηξη στον Ήλιο το 2013 συνεχίζει να διαδίδεται στον διαστρικό χώρο, αποκαλύπτουν παρατηρήσεις της ιστορικής αποστολής Voyager 1, του πρώτου σκάφους που βγήκε από το Ηλιακό Σύστημα.
«Οι περισσότεροι επιστήμονες θα περίμεναν ότι το διαστικό μέσο θα ήταν ομαλό και ήρεμο. Όμως αυτά τα ωστικά κύματα φαίνεται πως είναι πιο συχνά από ό,τι νομίζαμε» δήλωσε ο Ντον Γκάρνετ, καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Άιοβα, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Τα διαστημικά «τσουνάμι» πηγάζουν από τις λεγόμενες εκτινάξεις στεμματικού υλικού, εκρήξεις στην επιφάνεια του Ήλιου που εκτοξεύουν δισεκατομμύρια τόνους σωματιδίων στο Διάστημα και δημιουργούν έτσι ένα κύμα πίεσης.
Όπως ισχύει και για τον ήχο, τα κύματα πίεσης δεν διαδίδονται στο απόλυτο κενό. Αντίθετα όμως με ό,τι θα φανταζόταν κανείς, ο διαστρικός χώρος μόνο κενός δεν είναι. Είναι στην πραγματικότητα γεμάτος με ιονισμένα σωματίδια, ή πλάσμα, που προέρχεται από μακρινά άστρα.
Όταν το ηλιακό κύμα φτάσει στο διαστρικό χώρο αναγκάζει το πλάσμα να δονείται «σαν καμπάνα», εξηγεί ο Εντ Στόουν, επιστήμονας της αποστολής Voyager στο Εργαστήριο Αεριώθησης (JPL) της NASA στην Καλιφόρνια.
Το «τσουνάμι» που εξετάζει η τελευταία μελέτη έγινε αντιληπτό από το Voyager 1 τον Φεβρουάριο και συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι το Νοέμβριο, ανέφεραν οι ερευνητές σε συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Γεωφυσικής που πραγματοποιείται στο Σαν Φρανσίσκο.
Ήταν το τρίτο ωστικό κύμα που φτάνει το Voyager. To πρώτο καταγράφηκε τον Οκτώβριο του 2012 και το δεύτερο ακολούθησε τον Απρίλιο του 2013.
Το δεύτερο αυτό τσουνάμι βοήθησε τους ερευνητές της NASA να επιβεβαιώσουν ότι το ιστορικό σκάφος είχε πια βγει από το Ηλιακό Σύστημα. Συγκεκριμένα, βγήκε από τη λεγόμενη ηλιόπαυση, μια «φυσαλίδα» φορτισμένων σωματιδίων που πηγάζουν από τον Ήλιο και τελικά συγκρούονται με τα εισερχόμενα σωματίδια του διαστρικού χώρου.
Οι αστροφυσικοί γνώριζαν ότι το πλάσμα του διαστρικού χώρου πρέπει να είναι πυκνότερο από το πλάσμα της ηλιόσφαιρας. Ο μετρητής πυκνότητας πλάσματος στο Voyager-1 είχε χαλάσει, ωστόσο οι ερευνητές μπόρεσαν να υπολογίσουν έμμεσα την πυκνότητα των σωματιδίων από τη συχνότητα των δονήσεών του.
Η συχνότητα των δονήσεων στο ηλιακό τσουνάμι του 2013 έδειξε ότι η πυκνότητα του πλάσματος στην περιοχή όπου βρισκόταν τότε το Voyager ήταν 40 φορές πυκνότερο από ό,τι ήταν μέχρι τότε -ένδειξη ότι το σκάφος βρισκόταν πια στο πυκνό πλάσμα του διαστρικού χώρου.
Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι η συχνότητα των δονήσεων βρίσκεται εντός των ορίων της ανθρώπινης ακοής, κάτι που σημαίνει ότι οι ήχοι του διαστρικού χώρου μπορούν να γίνουν ακουστοί χωρίς επεξεργασία (δείτε το παραπάνω βίντεο).
«Όταν ακούσετε αυτή την ηχογράφηση, έχετε στο μυαλό σας ότι πρόκειται για ιστορικό γεγονός. Είναι η πρώτη φορά που καταγράφουμε τους ήχους του διαστρικού χώρου» είχε σχολιάσει τότε ο Ντον Γκάρνετ, υπεύθυνος του οργάνου που καταγράφει τα κύματα πλάσματος.
Το Voyager 1 εκτοξεύτηκε το Σεπτέμβριο του 1977, περίπου δύο εβδομάδες μετά το σχεδόν πανομοιότυπο Voyager 2. Τα δύο σκάφη έκαναν μια περιοδεία στο Ηλιακό Σύστημα και επισκέφθηκαν τον Δία, τον Κρόνο, τον Ουρανό και τον Ποσειδώνα.
H NASA συνεχίζει να επικοινωνεί με τα δύο σκάφη παρά τις τεράστιες αποστάσεις τους. Τα σήματα από τη Γη χρειάζονται 18 ώρες για να ταξιδέψουν με την ταχύτητα του φωτός μέχρι το Voyager 1, σε απόσταση 15,5 δισ. χιλιομέτρων.
Tο Voyager 2 αναμένεται να εξέλθει του Ηλιακού Συστήματος σε μερικά χρόνια.