Εχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε που οι αστρονόμοι, μέσα από τις παρατηρήσεις τους, υποστήριζαν ότι το Σύμπαν που μας φιλοξενεί διαστέλλεται, και ότι ξεκίνησε ως… ένα μοναδικό και εξαιρετικά πυκνό σημείο. Ετσι γεννήθηκε η θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης, παρότι ο συγκεκριμένος όρος επινοήθηκε δύο δεκαετίες αργότερα. Για τον επόμενο μισό αιώνα, η συμβατική θεωρία για το «τι συνέβη μετά» τη Μεγάλη Εκρηξη υπαγόρευε ότι το Σύμπαν συνέχισε να διαστέλλεται με επιβραδυνόμενο ρυθμό, κάτι που εξηγούνταν από την επίδραση της δύναμης της βαρύτητας.
Η φωτεινότητα του Σουπερνόβα αποκαλύπτει την ηλικία του. Oσο πιο αχνό είναι το φως του, τόσο πιο μακριά μας βρίσκεται και τόσο πιο παλιά πραγματοποιήθηκε η έκρηξη. Το φως αυτό ταξιδεύει σε εμάς μέσα σε ένα διαστελλόμενο Σύμπαν. Το πόσο έχει διασταλεί αυτό το φως μαρτυρά το πόσο έχει διασταλεί και το Σύμπαν
To 1988 ο Αμερικανός αστροφυσικός Σολ Περλμάτερ από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, ξεκίνησε μία έρευνα με σκοπό να μετρήσει τον ρυθμό με τον οποίο επιβραδύνεται η διαστολή του Σύμπαντος. Δεν ήταν ο μόνος. Μία δεύτερη ομάδα με επικεφαλής τον Αυστραλό Μπράιαν Σμιντ, μετά λίγα χρόνια, έβαλε το ίδιο στοίχημα, χρησιμοποιώντας μάλιστα και την ίδια μέθοδο: την παρατήρηση του φωτός αστέρων που εκρήγνυνται, γνωστoί ως Υπερκαινοφανείς αστέρες ή Σουπερνόβα.
Το φως για να ταξιδέψει χρειάζεται χρόνο. Ενα μακρινό Σουπερνόβα μπορεί να απέχει έως και δέκα δισεκατομμύρια έτη φωτός από τη Γη, έχει δηλαδή τα 2/3 της ηλικίας του Σύμπαντος. Η φωτεινότητα του Σουπερνόβα αποκαλύπτει την ηλικία του. Για παράδειγμα, όσο πιο αχνό είναι το φως του, τόσο πιο μακριά μας βρίσκεται και τόσο πιο παλιά πραγματοποιήθηκε η έκρηξη. Το φως αυτό ταξιδεύει σε εμάς μέσα σε ένα διαστελλόμενο Σύμπαν. Το πόσο λοιπόν έχει διασταλεί αυτό το φως μαρτυρά το πόσο έχει διασταλεί και το Σύμπαν.
Οι παρατηρήσεις τους έδειξαν ότι πράγματι η διαστολή του Σύμπαντος πραγματοποιούνταν με επιβραδυνόμενο ρυθμό μέχρι τα μισά της ζωής του, όμως στο πιο πρόσφατο μισό της ζωής του αυτό άρχισε να επιταχύνεται, και από όσα γνωρίζουν έως σήμερα οι επιστήμονες, θα συνεχίσει να επιταχύνεται. «Αυτό που παρατηρήσαμε ήταν ένα δραματικά διαφορετικό Σύμπαν. Ηταν μία μεγάλη έκπληξη» είπε ο νομπελίστας πλέον Σολ Περλμάτερ, στην ομιλία του στο πλαίσιο της 65ης Συνάντησης νομπελιστών με νέους επιστήμονες στο Λίνταου της Γερμανίας, τον περασμένο μήνα.
«Αλλαγή πλεύσης»
Ποιος ευθύνεται όμως γι’ αυτή την «αλλαγή πλεύσης» του Σύμπαντος; «Μία πιθανή εξήγηση αφορά την ύπαρξη μιας νέας μορφής ενέργειας που δεσπόζει σε ολόκληρο το Σύμπαν, την οποία όμως δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να ανακαλύψουμε» είπε ο κ. Περλμάτερ. «Αυτή την ενέργεια την έχουμε ονομάσει Σκοτεινή Ενέργεια (Dark Energy), ένα όνομα που περιγράφει την άγνοιά μας γι’ αυτήν, και δεν έχει καμία σχέση με το χρώμα της» σχολίασε αστειευόμενος.
Είναι ελάχιστα αυτά που γνωρίζουν οι επιστήμονες για τη Σκοτεινή Ενέργεια, και όπως τόνισε ο κ. Περλμάτερ, για να αρχίσουν οι αστροφυσικοί να ξεδιπλώνουν τα μυστικά των ιδιοτήτων της χρειάζεται οι μετρήσεις τους να αποκτήσουν 20 φορές μεγαλύτερη ακρίβεια. «Κάθε φορά που καταφέρνουμε να κάνουμε πιο ακριβείς μετρήσεις της ιστορίας του Σύμπαντος επιφυλάσσονται και εκπλήξεις», είπε.
Παράλληλα όμως με την εξιχνίαση του μυστηρίου της Σκοτεινής Ενέργειας, ο κ. Περλμάτερ, καταστρώνει και άλλα σχέδια: να ανακαλύψει μία μέθοδο διδασκαλίας του τρόπου σκέψης των επιστημόνων, την οποία θεωρεί απαραίτητο εφόδιο, όχι μόνο για τους επιστήμονες, αλλά για ολόκληρη την κοινωνία.
– Πώς μπορεί η εργαλειοθήκη της επιστήμης να μας μάθει να βρίσκουμε λύσεις στα προβλήματα της κοινωνίας;
– Το σημαντικότερο που μας διδάσκει η επιστήμη είναι ότι καταφέρνουμε περισσότερα όταν είμαστε ανοιχτοί στο να κάνουμε λάθος. Ενα από τα προβλήματα του σήμερα, είναι ότι η άσκηση πολιτικής έχει απομακρυνθεί από τη λογική της ορθολογικής αντιπαράθεσης, ενώ έχει επικρατήσει το «έχω τις απόψεις μου και παραμένω πιστός σε αυτές».
Αντίθετα, στην επιστήμη κυνηγάμε τα ίδια μας τα λάθη, ψάχνουμε να βρούμε εάν υπάρχει κάτι διαφορετικό στο κόσμο που δεν το περιμέναμε. Ετσι οδηγούμαστε συχνά σε εκπλήξεις και είμαστε πρόθυμοι να
αλλάξουμε γνώμη, να δοκιμάσουμε δηλαδή μία διαφορετική πολιτική, και ακόμα και εάν κάνουμε λάθος, συνεχίζουμε να πειραματιζόμαστε. Για κάποιο λόγο αυτό το τόσο επιτυχημένο μάθημα από την επιστήμη δεν έχει μεταδοθεί με επιτυχία στις μεγαλύτερες κοινωνίες και στο πολιτικό σύστημα.
Η επιστήμη προσφέρει επίσης μία πιθανολογική κατανόηση του κόσμου. Δεν γνωρίζουμε με απόλυτη σιγουριά τις απαντήσεις κάθε δεδομένη στιγμή, αλλά είμαστε ικανοί να ποσοτικοποιήσουμε πόσο σίγουροι είμαστε. Και αυτό είναι το δυνατό μας σημείο, η ικανότητά μας να είμαστε ευέλικτοι και να γνωρίζουμε πότε να ακολουθούμε τις πιθανότητες και πότε υπάρχει χώρος για ελιγμούς.
– Στην πολιτική, τι εμποδίζει την αλλαγή γνώμης;
– Από τον τρόπο που λειτουργεί η επιστήμη, η αίσθησή μου είναι ότι εάν καταπιαστείς με ένα δύσκολο πρόβλημα πρέπει να υποθέσεις ότι τα πρώτα δύο ή τρία πράγματα που θα δοκιμάσεις δεν θα λειτουργήσουν. Οπως και να έχει, όμως, χρειάζεται να τα δοκιμάσεις, γιατί μόνο έτσι θα διαπιστώσεις γιατί δεν λειτουργούν. Ομολογώ ότι είμαι σοκαρισμένος που κανένας δεν βλέπει τα κοινωνικά ή τα οικονομικά προβλήματα με τον ίδιο τρόπο. Εάν δεν δοκιμάσουμε, δεν είναι ότι αποφεύγουμε τα λάθη, κάνουμε απλά λάθη χωρίς να το ξέρουμε. Και μη γνωρίζοντας έναν εύκολο τρόπο να τα διορθώσουμε, παντρευόμαστε μία συγκεκριμένη οπτική.
Ο ρόλος της ομάδας
Για κάποιους δεν υπάρχει χώρος για αλλαγή γνώμης, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι παραδέχονται ότι ολόκληρη η πλατφόρμα τους δεν βγάζει νόημα και ότι ο κόσμος θα πρέπει να ψηφίσει τον αντίπαλο. Αντίθετα, εάν ο τρόπος που κάνει κάποιος πολιτική βασίζεται σε μία διαδικασία, κατά την οποία λέει «προσπαθούμε να διαπιστώσουμε πώς να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο, και εάν συνεχίσετε να ψηφίζετε γι’ αυτή τη διαδικασία, θα τα καταφέρουμε καλύτερα μαζί», δίνεται χώρος για να εκμεταλλευτούμε καλύτερα τις ευκαιρίες και να διαπιστώσουμε τι μπορούμε να κάνουμε μαζί, σαν ομάδα.
– Τι μας διδάσκει η συνεργατική φύση της επιστημονικής έρευνας;
– Η κατανόηση του πώς λειτουργούν οι άνθρωποι είναι εξίσου σημαντική με την κατανόηση της λειτουργίας του κόσμου. Μία συζήτηση ανθρώπων, στην οποία ο καθένας φέρνει στο τραπέζι τη δική του διαφορετική γνώση, μπορεί να οδηγήσει είτε στη συνένωση της γνώσης, είτε στην απομόνωσή της.
Οι διαδικτυακές συζητήσεις για παράδειγμα είναι φρικτές. Διαβάζεις ένα άρθρο και μετά βλέπεις μία λίστα σχολίων, τα οποία γίνονται όλο και πιο επιθετικά. Σε αυτές τις συζητήσεις δεν υπάρχει ίχνος του: «ας διαχωρίσουμε τα ζητήματα, ας διαπιστώσουμε τι καταλαβαίνουμε και τι όχι, ας δούμε πού έχουμε πληθώρα αποδείξεων και πού όχι». Δεν υφίσταται κάποιος τρόπος οργάνωσης της συζήτησης ώστε οι άνθρωποι να σκεφτούν σοβαρά τα προβλήματα. Σαν αποτέλεσμα, εκείνος που ακούγεται πιο απόλυτα βέβαιος για τον εαυτό του, είναι εκείνος που παίρνει τελικά τον έλεγχο της συζήτησης.
– Ποια είναι τα αποτελέσματα τέτοιων συζητήσεων;
– Τα προβλήματα που προκύπτουν είναι δύο. Το πρώτο είναι ότι δημιουργείται πόλωση. Οι άνθρωποι καταλήγουν να συζητούν μόνο με τη δική τους ομάδα και να συμφωνούν όλο και πιο βίαια με τους ομοϊδεάτες τους.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι δεν γεννιούνται ενδιαφέρουσες νέες ιδέες, γιατί ο ένας παγιδεύεται στο «νησί» των δικών του ιδεών και ο άλλος στο διαφορετικό δικό του νησί. Ισως όμως να υπάρχει ένα άλλο, σπουδαίο νησί, σε κάποιο άλλο μέρος, το οποίο, εάν γίνει κάποια συζήτηση μεταξύ των δύο, να μπορέσουν τελικά να το ανακαλύψουν. Ισως στην πραγματικότητα να υπάρχει μία καλύτερη λύση που δεν έχουμε εξερευνήσει ακόμα.