Το να κάνει κανείς δύο πράγματα ταυτόχρονα, από το να στέλνει μηνύματα ενώ περπατάει μέχρι το να μιλάει στο τηλέφωνο ενώ οδηγάει, είναι κάτι που συμβαίνει συνέχεια. Ο εγκέφαλος μας συνεχώς μοιράζει επεξεργαστική ισχύ μεταξύ δύο ή και περισσότερων δραστηριοτήτων. Παρ” όλα αυτά οι λεπτομέρειες του πως ακριβώς συμβαίνει αυτό, είτε μπορούμε πραγματικά να συγκεντρωθούμε σε δύο πράγματα ταυτόχρονα είτε απλά ο εγκέφαλός μας εναλλάσει τη συγκέντρωση μας μεταξύ δύο ενεργειών, παραμένουν άγνωστες.
Ωστόσο μια νέα έρευνα μας παρέχει λεπτομέρειες για το πως μια περιοχή βαθιά στον εγκέφαλο που ονομάζεται θαλαμικός δικτυωτός πυρήνας(TNR), μπορεί από ότι φαίνεται να ελέγχει το πόση προσοχή δίνουμε σε εισερχόμενες πληροφορίες από διάφορα ερεθισματα. Αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, επιτρέπει στον εγκέφαλο να συγκεντρωθεί ειδικά σε μια άμεση δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα απωθεί άλλα εισερχόμενα ερεθίσματα. «Το να μπορούμε να φιλτράρουμε άσχετες πληροφορίες που μας αποσπούν είναι μία πολύ ζωτική λειτουργία», λέει ο Michael Halassa.Ο Halassa είναι ένας από τους συγγραφείς της έρευνας που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό Nature.
Φανταστείτε για παράδειγμα να περπατάει κάποιος στην κεντρική πλατεία Συντάγματος. Ο εγκέφαλός μας συνεχώς επεξεργάζεται μια τεράστια ροή πληροφοριών, όμως αν εκείνη τη στιγμή πεινάμε, η πινακίδα των Mc Donalds ξαφνικά θα πεταχτεί στη προσοχή μας.» Οπότε ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εξωτερικό κόσμο επηρεάζεται από τις προσδοκίες μας και από τους στόχους μας». Για να ερευνήσουν οι επιστήμονες πως ένας εγκέφαλος θηλαστικού το καταφέρνει αυτό, έκαναν πειράματα σε ποντίκια.
Όταν κάποιος επικεντρώνεται σε μια δραστηριότητα, ο εγκέφαλός του θα ενισχύσει την επεξεργασία των αντίστοιχων ερεθισμάτων, και θα μειώσει τα υπόλοιπα ερεθίσματα που βομβαρδίζουν τον εγκέφαλο. Αυτή η διαδικασία, όπως ισχυρίζονται οι επιστήμονες, λειτουργεί κάπως σαν ένας διακόπτης, φιλτράροντας τις πληροφορίες που εισέρχονται από τον μετωπιαίο φλοιό, και μετατοπίζοντας περισσότερη ή λιγότερη προσοχή σε μία αίσθηση σε σχέση με μία άλλη.Έτσι πιστεύουν ότι με το να καταλάβουμε πως λειτουργεί αυτή η διαδικασία, θα μπορέσουμε να αναπτύξυμε τρόπους για να βοηθήσουμε ανθρώπους που πάσχουν από παθήσεις ελειμματικής προσοχής, όπως το σύνδρομο ελειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας και του αυτισμού.