Ποιες ήταν, σύμφωνα με τον Λόρενς Κράους, οι μεγαλύτερες επιστημονικές αστοχίες του γίγαντα της σύγχρονης φυσικής; Ωστόσο θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι ο Αλμπερτ Αϊνστάιν ήταν αλάνθαστος ή ότι οι επιστημονικές προβλέψεις του ήταν πάντοτε σωστές.
Το γεγονός αυτό θέλησε να μας το θυμίσει ο διάσημος θεωρητικός φυσικός και συγγραφέας Λόρενς Μ. Κράους* (Lawrence M. Krauss), ο οποίος αμέσως μετά τη συγκλονιστική ανακάλυψη δημοσίευσε στην εφημερίδα «New York Times» ένα εκτενές σχόλιο σχετικά με το ποια θεωρούνται σήμερα τα τέσσερα σοβαρότερα επιστημονικά σφάλματα που διέπραξε ο μεγαλύτερος φυσικός του εικοστού αιώνα.
Με αφορμή αυτό το άρθρο έχει ενδιαφέρον και είναι εξόχως διδακτικό να δούμε ποιες ήταν αυτές οι ατυχείς στιγμές.
Η πρόσφατη πειραματική επιβεβαίωση των βαρυτικών κυμάτων μάς αποκαλύπτει τη δύναμη της σκέψης και της επιστημονικής διαίσθησης του Αϊνστάιν. Ομως ακόμη και ο πατέρας της Σχετικότητας έκανε κάποια ολέθρια λάθη˙ στην πραγματικότητα πολύ λίγα.
Είναι σε όλους γνωστή η εικόνα του Αϊνστάιν, του δημιουργικότερου ίσως φυσικού της εποχής μας, να κάθεται στην πολυθρόνα του και με μοναδικά εργαλεία ένα μπλοκ σημειώσεων, ένα μολύβι και με την πίπα στο στόμα να επεξεργάζεται τις τόσο ανοίκειες και αντιδιαισθητικές θεωρίες του για το Σύμπαν.
Πράγματι, βασιζόμενος σε πειραματικά δεδομένα που είχαν ανακαλυφθεί από άλλους επιστήμονες και χάρη στη μοναδική φυσικομαθηματική διαίσθησή του, κατάφερε να εξηγήσει και να προβλέψει μερικά από τα πιο αινιγματικά φυσικά φαινόμενα.
Οι περισσότερες από αυτές τις προβλέψεις του επιβεβαιώθηκαν, αργά ή γρήγορα, από την πειραματική φυσική, όπως συνέβη πρόσφατα με τα βαρυτικά κύματα.
Ομως ο δημιουργός της σύγχρονης σχετικιστικής φυσικής έκανε και κάποιες -στην πραγματικότητα ελάχιστες!- ατυχείς προβλέψεις ή και ολότελα εσφαλμένες θεωρητικές επιλογές, οι οποίες είναι λιγότερο γνωστές από τις εντυπωσιακές επιτυχίες του.
Αυτά τα «λάθη», όπως συνειδητοποιούμε εκ των υστέρων, μας προσφέρουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε βαθύτερα την εξέλιξη της σκέψης του, καθώς και τα ανυπέρβλητα εμπόδια που δημιουργούν -ακόμη και σε μια τέτοια επιστημονική ιδιοφυΐα- οι θεωρητικές προκαταλήψεις και οι μεταφυσικές εμμονές της.
Πάντως ο ίδιος ο Αϊνστάιν φαίνεται πως είχε πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος, αφού είχε επινοήσει επί τούτου και ένα ρητό:
«Οποιος δεν έκανε ποτέ λάθος, δεν έχει δοκιμάσει ποτέ κάτι καινούργιο».
⒈ Η κοσμολογική σταθερά ήταν πράγματι μια «μεγάλη γκάφα»;
Οταν το 1916 διατυπώθηκε επίσημα η θεωρία της Γενικής Σχετικότητας οι φυσικοί πίστευαν ότι το Σύμπαν ήταν στατικό και ουσιαστικά αμετάβλητο στον χρόνο.
Η διαστολή του Σύμπαντος δεν είχε ακόμη διαπιστωθεί από τους αστρονόμους.
Ωστόσο ο Αϊνστάιν είχε συνειδητοποιήσει ότι εφόσον η βαρυτική δύναμη είναι πάντοτε ελκτική, τότε, λόγω των βαρυτικών αλληλεπιδράσεων, το Σύμπαν δεν μπορεί να είναι στατικό.
Και κάποια στιγμή η αμοιβαία βαρυτική έλξη όλων των μαζών θα οδηγήσει τελικά στην κατάρρευσή τους προς κάποιο σημείο.Με άλλα λόγια, στο απώτερο μέλλον όλα τα υλικά σώματα είναι καταδικασμένα να καταρρεύσουν σε μια Μεγάλη Σύνθλιψη.
Για να διασφαλίσει τη σταθερότητα, και άρα για να αποφύγει την τελική κατάρρευση του Σύμπαντος, ο Αϊνστάιν αποφάσισε, το 1917, να εισαγάγει έναν επιπρόσθετο όρο στις εξισώσεις της Σχετικότητας.
Αυτός ο όρος ονομάστηκε αργότερα «κοσμολογική σταθερά- Λ» η οποία, όταν έπαιρνε θετικές τιμές, παρείχε μια απωστική δύναμη ικανή να αντισταθμίζει τη βαρυτική κατάρρευση, λειτουργούσε δηλαδή σαν μια κοσμική αντιβαρυτική δύναμη.
Ομως μόλις μια δεκαετία μετά, ο μεγάλος αστρονόμος Εντουιν Χαμπλ (E. Hubble) απέδειξε με τις παρατηρήσεις του με το ισχυρό τηλεσκόπιο που βρίσκεται στο όρος Γουίλσον ότι οι γαλαξίες απομακρύνονται μεταξύ τους.
Το Σύμπαν λοιπόν όχι μόνο δεν είναι στατικό αλλά, αντίθετα με ό,τι πίστευαν μέχρι τότε, διαστέλλεται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αυτές οι αστρονομικές εξελίξεις έπεισαν τον Αϊνστάιν να απαλείψει την κοσμολογική σταθερά από τις εξισώσεις του, όχι μόνο επειδή ήταν περιττή, αλλά και επειδή κατέστρεφε την αισθητική ισορροπία και την ομορφιά των εξισώσεων της αρχικής εκδοχής της Γενικής Σχετικότητας.
Και υπό αυτήν την έννοια ο Αϊνστάιν θεωρούσε την εισαγωγή της κοσμολογικής σταθεράς ως τη «μεγαλύτερη γκάφα» της ζωής του.
Εκτοτε η έννοια της κοσμολογικής σταθεράς θα αποκτήσει ένα πολύ κακό όνομα μεταξύ των φυσικών, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του εικοστού αιώνα.
Ωστόσο, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες η ιδέα της κοσμολογικής σταθεράς φαίνεται να επιστρέφει ως φυσική αναγκαιότητα, καθώς όλο και περισσότερες αστρονομικές παρατηρήσεις και θεωρητικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι το ορατό Σύμπαν, όχι μόνο διαστέλλεται, αλλά η διαστολή του είναι επιταχυνόμενη!
Αν και περιττή σε ένα στατικό Σύμπαν, η κοσμολογική σταθερά φαίνεται πως είναι σήμερα απαραίτητη γιατί εξηγεί τη δύναμη που αναγκάζει το Σύμπαν να διαστέλλεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Πράγματι από το 1998 οι αστρονομικές παρατηρήσεις των σουπερνόβα (υπερκαινοφανών αστέρων) στους πιο απομακρυσμένους γαλαξίες αποκάλυψαν την επιταχυνόμενη διαστολή του Σύμπαντος, οπότε οι φυσικοί, για να εξηγήσουν αυτό το γεγονός, κατέφυγαν στην ιδέα της «σκοτεινής ενέργειας», μια σύγχρονη εκδοχή της κοσμολογικής σταθεράς του Αϊνστάιν!
Οπως εύστοχα υποστηρίζει ο Κράους, ο Αϊνστάιν διέπραξε ένα διπλό νοητικό ατόπημα: εισήγαγε την κοσμολογική σταθερά χωρίς να υπάρχει καμιά φυσική αναγκαιότητα και εν συνεχεία την απάλειψε με περισσή ευκολία χωρίς να εξετάσει επαρκώς τις δυνατότητές της.
Ισως εν τέλει η μεγαλύτερη «γκάφα» του Αϊνστάιν να αποδειχτεί, στο μέλλον, μία από τις πιο ουσιαστικές κοσμολογικές διαισθήσεις του!
⒉ Η υποτίμηση των βαρυτικών φακών
Μία θεμελιώδης πρόβλεψη της θεωρίας της Γενικής Σχετικότητας ήταν ότι τα ουράνια σώματα πολύ μεγάλης μάζας, όπως οι γαλαξίες, οι μαύρες τρύπες, τα υπέρπυκνα αστέρια κ.λπ., λόγω του ισχυρότατου πεδίου βαρύτητας που δημιουργεί γύρω από αυτά η μάζα τους, πρέπει να εκτρέπουν ή να ενισχύουν το φως ή τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που εκπέμπονται από άλλα ουράνια σώματα.
Συνεπώς, σε σχέση μ’ έναν γήινο παρατηρητή, λειτουργούν σαν «φακοί».
Η δημιουργία τέτοιων βαρυτικών ειδώλων είναι μια λογική συνέπεια της θεωρίας, σύμφωνα με την οποία η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία υφίσταται καμπύλωση όταν συναντά ένα ισχυρό πεδίο βαρύτητας.
Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος οπτικής απάτης σε κοσμική κλίμακα, καθώς δημιουργούνται διπλά ή και πολλαπλά είδωλα (εικόνες) του ουράνιου αντικειμένου, όπως ακριβώς θα συνέβαινε στην περίπτωση ενός οπτικού φακού.
Αυτό το πολύ σημαντικό φαινόμενο ο Αϊνστάιν το περιέγραψε σε ένα άρθρο του το 1936, χωρίς όμως να προβλέψει τις εντυπωσιακές δυνατότητες που διανοίγονται για την κοσμολογική έρευνα από την αξιοποίηση του φαινομένου της καμπύλωσης του φωτός όταν αυτό περνά κοντά από ένα ισχυρό βαρυτικό πεδίο.
Μολονότι η θεωρητική υπόθεση και η μαθηματική περιγραφή της ήταν σωστές, ο ίδιος ο Αϊνστάιν στο σχετικό άρθρο υποστήριζε ότι:
«Βέβαια δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να παρατηρήσουμε άμεσα αυτό το φαινόμενο».
Ο λόγος γι’ αυτήν τη λανθασμένη πρόβλεψη ήταν ότι ο πατέρας της σχετικιστικής φυσικής σκεφτόταν μόνο τα αστέρια.
Πολύ σύντομα όμως έγινε σαφές ότι οι γαλαξίες και τα σμήνη γαλαξιών, που στην πραγματικότητα είναι συστήματα αστέρων, μπορούν να λειτουργούν ως βαρυτικοί φακοί.
Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί απλώς μία ακόμη επιβεβαίωση των θεωρητικών προβλέψεων της Γενικής Σχετικότητας, αλλά προσέφερε και νέες ασύλληπτες δυνατότητες στην κοσμολογική έρευνα: αν η κατανομή της μάζας στον χωροχρόνο μπορεί να δρα ως «βαρυτικός φακός», τότε οι μάζες των ουράνιων σωμάτων που παρεμβάλλονται μεγεθύνουν τα πολύ απομακρυσμένα ουράνια αντικείμενα επιτρέποντας στους ειδικούς να τα μελετάνε λεπτομερώς.
⒊ Οταν ο Αϊνστάιν αμφισβήτησε ακόμη και τα βαρυτικά κύματα
Και όπως υπέθετε τότε, θα πρέπει να πρόκειται για ιδιαίτερα σπάνια φυσικά φαινόμενα που προκύπτουν όταν συγκρούονται στο Διάστημα σώματα πολύ μεγάλης μάζας.