Η επιστημονική γνώση ανήκει σε όλο τον κόσμο

Από τους Financial Times, 25 Αυγούστου 2004

Πριν από τέσσερις δεκαετίες, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση για την κατάκτηση του διαστήματος βρισκόταν στο απόγειό του. Ο δαπανηρός αυτός ανταγωνισμός έκανε τους επιστήμονες από τις δύο χώρες να αντιπαρατίθενται, όπως ακριβώς οι στρατιώτες σε ένα πεδίο μάχης, αναπαράγοντας έρευνες και κρατώντας απόρρητες κρίσιμες πληροφορίες προκείμενου αναδειχθούν νικητές στον ψυχροπολεμικό αγώνα για το ποιος θα πατήσει πρώτος στη Σελήνη. Η κυριαρχία στο επιστημονικό πεδίο αποτελούσε βασικό στοιχείο στον αγώνα για πολιτική κυριαρχία.

Η Αμερική κέρδισε τη μάχη αυτή, με τους αστροναύτες της να προσσεληνώνονται πρώτοι το 1969, και τα επόμενα χρόνια η συνεργασία στο διάστημα διαδέχθηκε τον ανταγωνισμό. Αστροναύτες και κοσμοναύτες από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και άλλα έθνη συνεργάζονται, πραγματοποιώντας κοινές αποστολές. Ζουν και μαθαίνουν από κοινού στο διάστημα, διευρύνοντας την ανθρώπινη γνώση.

Κι όμως, πίσω στη Γη, κάποιοι ακόμη θεωρούν πως η προσπάθεια για επιστημονική πρόοδο και τεχνολογική καινοτομία εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των εθνών. Σε πρόσφατη έκθεσή του, το αμερικανικό Εθνικό Επιστημονικό Συμβούλιο (National Science Board) έθεσε το ερώτημα κατά πόσον η Αμερική μπορεί να συνεχίσει να είναι το παγκόσμιο κέντρο των επιστημών και της τεχνολογικής καινοτομίας.

Στον 21ο αιώνα, αυτό είναι ένα λανθασμένο ερώτημα. Σήμερα, η επιστήμη έχει καταστεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο.

Τα έθνη αποτελούν μέρος ενός διευρυνόμενου δικτύου γνώσεων το οποίο δεν γνωρίζει σύνορα. Στον αιώνα μας, η ασφάλεια προϋποθέτει τη μοιρασιά και όχι τον προστατευτισμό στο γνωστικό πεδίο. Καμία χώρα δεν μπορεί να εργαστεί στα όρια όλων των επιστημονικών πεδίων. Η επέκταση των συνόρων της γνώσης συνεπάγεται ότι η συνεργασία είναι το μέσον για τη παραγωγή της.

Χάρη στη επέκταση της χρήσης του διαδικτύου και στην υπερκινητικότητα της γνώσης, πέραν από τις ΗΠΑ, στους παγκόσμιους επιστημονικούς και τεχνολογικούς κύκλους προστέθηκαν και άλλοι «παραγωγοί» γνώσης που πρέπει να θεωρούνται πηγές -και όχι ανταγωνιστές- επιστημονικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων.

Το ερώτημα το οποίο πρέπει να απασχολεί τις ΗΠΑ και άλλες χώρες είναι το πού και το πώς θα συνδεθούν με το παγκόσμιο αυτό δίκτυο.

Πράγματι, το ποσοστό των άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά που είναι αποτέλεσμα διεθνούς συνεργασίας διπλασιάστηκε την περίοδο από 1990 έως το 2000 και ο αριθμός των χωρών οι οποίες συμμετέχουν ενεργά στο δίκτυο αυτό ανήλθε από τις 37 στις 54. Οι νέες γνώσεις αυξήθηκαν με εκθετικούς ρυθμούς.

Παρ' όλο που η επιστημονική παραγωγή αποδίδεται ακόμη σε χώρες, η γνώση, στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζει εθνικά σύνορα. Αντιθέτως, τα νέα γνωστικά δίκτυα είναι ενταγμένα σε ένα παγκόσμιο δίκτυο επιστημόνων οι οποίοι μοιράζονται τους πόρους, τις ιδέες και τη δημιουργικότητά τους. Η ικανότητα σύνδεσης με άλλους σε έναν «μικρόκοσμο» παραγωγών γνώσης είναι καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία. Η ικανότητα δημιουργίας δεσμών εξαρτάται από το πόσο ελκυστικός είναι κάποιος ως συνεργάτης.

Για οποιοδήποτε έθνος θεωρεί την επιστήμη και την τεχνολογία ως τρόπο δημιουργίας εθνικής ισχύος, οι γνώσεις που διατίθενται μέσω του παγκόσμιου αυτού δικτύου αποτελούν ένα πλεονέκτημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, να εμπλουτιστεί και να αξιοποιηθεί σε τοπικό επίπεδο. Αυτό που θα καθορίζει την τεχνολογική και επιστημονική ισχύ σε αυτόν τον αιώνα θα είναι η ικανότητα να διακρίνει κάποιος τις ευκαιρίες, από όπου και εάν προέρχονται, και να τις μετατρέπει σε προϊόντα.

Φυσικά, η χρηματοδότηση είναι ένα βασικότατο στοιχείο για την προαγωγή της έρευνας, αλλά το ίδιο σημαντικό είναι να γνωρίζει κάποιος τι συμβαίνει σε πολλά ερευνητικά κέντρα. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, οι φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει να κοιτάζουν πέραν των συνόρων τους και να απεμπολήσουν την έννοια της εθνικής κυριαρχίας, ώστε να βρίσκουν τρόπους να χρησιμοποιούν το σύνολο της διαθέσιμης γνώσης. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι οφείλουν να αντιμετωπίζουν τους επιστήμονες από τις αναπτυσσόμενες χώρες ισότιμα, να συνάπτουν τεχνολογικές συμμαχίες και να διοχετεύουν τουλάχιστον ένα μέρος του προϋπολογισμού για την έρευνα στην επίλυση προβλημάτων, όπως η φτώχεια.

Η ενθάρρυνση της παραγωγής νέας γνώσης και η «κοινοκτημοσύνη» όσον αφορά τα ερευνητικά αποτελέσματα μπορεί να αποτελέσει το καλύτερο αντίδοτο για την υπανάπτυξη, τη φτώχεια και, τέλος, την πολιτική αστάθεια.

Οι αστροναύτες και οι κοσμοναύτες μάς έχουν αποδείξει ότι η επιστημονική συνεργασία αποφέρει καρπούς εκτός των συνόρων του γνωστού μας κόσμου. Θα επωφεληθούμε όλοι, εάν επιστήμονες, μηχανικοί και φορείς χάραξης πολιτικής κατορθώσουν να πράξουν το ίδιο και εδώ, στον πλανήτη Γη.

Caroline Wagner και Yee-Cheong Lee

Caroline Wagner είναι ερευνήτρια της Rand Corp και του πανεπιστημίου του Αμστερνταμ. Ενώ ο Yee-Cheong Lee είναι πρώην αντιπρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών της Μαλαισίας και πρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Οργανώσεων Μηχανικών

Home