Γιατί τα καρδιακά εμφράγματα είναι στατιστικά αυξημένα μεταξύ των ωρών 21 και 23;

Πηγή: Physics News Update, Ιανουάριος 2005

Έρευνες έδειξαν ότι μεταξύ των ωρών 9μμ και 11μμ. η καρδιακή δραστηριότητα γίνεται περισσότερο τυχαία. Αυτό συμβαίνει τόσο σε υγιή άτομα όσο και σε καρδιολογικά ασθενείς.

Κατά τις πρωτοποριακές προσπάθειες να απαντηθεί τελικά αυτή η ερώτηση, μια συνεργασία από πανεπιστημιακούς φυσικούς της Βοστώνης και από φυσιολόγους του Χάρβαρντ, μελέτησε πέντε υγιείς εθελοντές για περίοδο δέκα ημερών και βρήκε στοιχεία ότι το κιρκαδικό ρολόι του οργανισμού μας (ένα μέρος του εγκεφάλου που ρυθμίζει τις καθημερινές βιολογικές δραστηριότητες) επηρεάζει την καρδιακή δραστηριότητα κατά τα καρδιακά μεσοδιαστήματα δηλαδή τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των διαδοχικών κτύπων της καρδιάς. Περίπου στις 10ΜM για όλα τα υγιή άτομα, οι τιμές των διαδοχικών καρδιακών μεσοδιαστημάτων έδειξαν σημάδια  αυξανόμενης τυχαιότητας, τα οποία μοιάζουν με αυτά που φάνηκαν στις προηγούμενες μελέτες για άτομα με καρδιακές παθήσεις.

Στις μελέτες τους, οι ερευνητές πήραν ειδικά μέτρα για να απομονώσουν τα αποτελέσματα του εσωτερικού κιρκαδικού 24ωρου ρολογιού ενός ατόμου (που έχει περίοδο περίπου 24,2-ώρες, και χαρακτηρίζεται από μια κανονική άνοδο και μια πτώση της θερμοκρασίας του σώματος), από τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς (όπως τα ίχνη σωματικής δραστηριότητας και τον χρόνο ύπνου/ εγρήγορσης του ατόμου) ή των εξωτερικών ερεθισμάτων (όπως η ανατολή και η δύση του ήλιου). Για να το πετύχουν αυτό, οι ερευνητές σιγουρεύτηκαν ότι αποσυγχρόνισαν  τα εσωτερικά ρολόγια των ατόμων από αυτούς τους άλλους παράγοντες, κρατώντας τους εθελοντές σε ένα υποφωτισμένο δωμάτιο και μεταβάλλοντας τις διάρκειες ύπνου/εγρήγορσης από μέρα σε μέρα ενώ κρατούσαν τα επίπεδα  δραστηριότητας σχετικά σταθερά.

Ο επόμενος στόχος των ερευνητών είναι να ερευνήσουν πώς η συμπεριφορά ενός ατόμου μπορεί να αλληλεπιδράσει με το κιρκαδικό ρολόι για να επηρεάσει τους συσχετισμούς στα καρδιακά μεσοδιαστήματα. Οι ερευνητές δεν έχουν μελετήσει ακόμα τους ασθενείς με τις καρδιακές παθήσεις και είναι ακόμη μακριά από το να μπορέσουν να κάνουν κλινικές συστάσεις. Εντούτοις, η περαιτέρω έρευνά τους μπορεί να διαμορφώσει τις απόψεις τους για τις ελλοχεύουσες αιτίες του αυξανόμενου καρδιακού κινδύνου και θα μπορούσε να οδηγήσει σε βελτιωμένη θεραπεία, όπως να το φάρμακο να χορηγείται σε κατάλληλους χρόνους ώστε να συμπίπτει με τις φάσεις του σωματικού ρολογιού.

Αναφορά:(Hu et al., Proceedings of the National Academy of Sciences, December 28, 2004.

Home