Κάθε δόση της ακτινοβολίας ενέχει υψηλό κίνδυνοΠηγή: Environmental Health Perspectives, 3 Νοεμβρίου 2005 |
Οποιαδήποτε έκθεση σε ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα κύτταρα, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε καρκίνο, σύμφωνα με μια έκθεση από το Εθνικό Ερευνητικό Συμβούλιο τον Ιούνιο του 2005. Ο κίνδυνος, όπως σημειώνεται στην έκθεση, αν και μικρός είναι κατά ένα τρίτο υψηλότερος, απ' ό,τι ο κίνδυνος των 8,46 καρκίνων ανά 10.000 ανθρώπους που εκτέθηκαν σε ακτινοβολία 1 rem (ή 10 millisieverts [mSv]), και που χρησιμοποιείται αυτήν την περίοδο από τους κανονισμούς στις ΗΠΑ. Η έκθεση έρχεται σε αντίθεση με την κριτική που θεωρεί ότι υπάρχει ένα κατώτατο όριο κάτω από το οποίο η ακτινοβολία είναι αβλαβής. Επίσης, δεν υποστηρίζει αυτούς που λένε ότι οι χαμηλές δόσεις της ακτινοβολίας προξενούν μεγαλύτερες βλάβες στην υγεία ανά μονάδα δόσης, απ' ότι τα υψηλά επίπεδα της ακτινοβολίας. Η 7η έκθεση Βιολογικά Αποτελέσματα της Ακτινοβολίας Ιονισμού (BEIR VII) - η οποία πιάνει πάνω από 700 σελίδες - και που χρηματοδοτείται από διάφορες ομοσπονδιακές υπηρεσίες, αξιολογεί και ενημερώνει για τους κινδύνους στην υγεία από τη χαμηλή ακτινοβολία της ενέργειας μεταφοράς, η οποία αποθέτει μικρή ενέργεια σε ένα κύτταρο και τείνει έτσι να προκαλέσει μικρές βλάβες. Η τελευταία έκθεση BEIR, που είχε εξετάσει αυτούς τους κινδύνους για την υγεία, δημοσιεύθηκε το 1990. Συγκεκριμένα, η επιτροπή από τα διαθέσιμα βιολογικά και βιοφυσικά στοιχεία υποστηρίζει ένα "γραμμικό, με κανένα κατώφλι" μοντέλο κινδύνου (LNT), το οποίο λέει ότι ακόμα και η μικρότερη δόση χαμηλού επιπέδου ακτινοβολίας ιονισμού έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει μια αύξηση για τους κινδύνους της υγείας για τους ανθρώπους. Κατά το παρελθόν, μερικοί ερευνητές είχαν υποστηρίξει ότι το πρότυπο LNT υπερβάλλει τις δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία, ενώ άλλοι έχουν πει ότι υποτιμά την βλάβη. Η υπεροχή των στοιχείων υποστηρίζει το πρότυπο LNT, όπως αναφέρει αυτή η νέα έκθεση. Ο Richard Monson, καθηγητής της επιδημιολογίας στο Χάρβαρντ και επικεφαλής της ομάδας που πραγματοποίησε τη μελέτη, είπε ότι οποιαδήποτε χαμηλή ακτινοβολία ιονισμού μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο να γίνουν τα κύτταρα καρκινικά - δεν υπάρχει καμιά τιμή κατωφλίου κάτω από την οποία δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος -- και δεδομένου ότι οι εκθέσεις αυξάνονται, έτσι αυτές ενέχουν κίνδυνο για την υγεία. "Οι κίνδυνοι για την υγεία - ιδιαίτερα η ανάπτυξη συμπαγών καρκίνων στα όργανα - αυξάνονται αναλογικά με την έκθεση. Στις χαμηλές δόσεις της ακτινοβολίας, ο κίνδυνος για συμπαγείς καρκίνους είναι πολύ μικρός. Δεδομένου ότι η διάρκειας ζωής αυξάνεται, αυξάνεται και ο κίνδυνος", συνεχίζει ο Richard Monson. Λιγότερο από το 20% της - χαμηλού επιπέδου - έκθεσης σε ακτινοβολία των ανθρώπων, προέρχεται από τις ανθρωπογενείς πηγές. Η Γη και οι κοσμικές πηγές εκπέμπουν το υπόλοιπο 80%. Σχεδόν το 80% της έκθεσης σε ακτινοβολία που παράγεται από τον άνθρωπο προέρχεται από τις ιατρικές διαδικασίες, περίπου το 15% από τα προϊόντα όπως ο καπνός και τα οικοδομικά υλικά, και περίπου το 5% από την έκθεση στην εργασία. Για τους σκοπούς της έρευνας BEIR VII, η επιτροπή καθόρισε τα επίπεδα της χαμηλής ακτινοβολία μέχρι περίπου 100 mSv (μονάδα που μετρά την ενέργεια της ακτινοβολίας που αποτίθεται σε ζωντανούς ιστούς). Για σύγκριση, μια ακτινογραφία θώρακα σε ακτίνες-Χ υπολογίζεται ότι είναι κατά μέσο όρο περίπου 0,1 mSv. Ενώ πολύς κόσμος δέχεται κατά μέσον όρο ακτινοβολία 3 mSv από φυσικές πηγές ακτινοβολίας υποβάθρου ετησίως. Η επιτροπή συμπέρανε ότι είναι πιθανό περίπου 1 από τους 100 ανθρώπους να αναπτύξει όγκο ή λευχαιμία από την έκθεση του έως 100 mSv πάνω από το υπόβαθρο. Από αυτούς τους ίδιους 100 ανθρώπους, οι εμπειρογνώμονες θα ανέμεναν 42 να αναπτύξουν καρκίνους για άλλους λόγους, αλλά στη συνέντευξη τύπου η επιτροπή είπε ότι δεν απέκλεισε πλήρως την πιθανότητα, η έκθεση στην ακτινοβολία αυτή να είναι ένας παράγοντας για αυτούς τους καρκίνους. Η έκθεση BEIR VII χρησιμοποίησε στατιστικά ιατρικά στοιχεία για να βγάλει τα συμπεράσματα της. Επίσης, στηρίχθηκε σε μεγάλο ποσοστό στα στοιχεία από τους επιζήσαντες της έκρηξης των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία. Καθώς αυτοί οι επιζήσαντες γερνούν, αποκαλύπτεται περισσότερο η σχέση μεταξύ της έκθεσης της ακτινοβολίας και των ενδεχόμενων εκβάσεων στην υγεία. "Πιστεύουμε ότι τα στοιχεία αυτά είναι πιο πειστικά από ό,τι πριν δεκαπέντε χρόνια και δείχνουν ότι τα στάνταρτ της προστασίας από τη ραδιενέργεια που χρησιμοποιούμε είναι λογικά", λέει ο Monson. Ο Mike Boyd, ένας φυσικός της υγείας που εργάζεται για τον καθορισμό και την ενημέρωση αυτών των στάνταρτ για λογαριασμό της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος, συμφωνεί. "Δεν νομίζω ότι θα αλλάξουμε οποιαδήποτε ομοσπονδιακά στάνταρτ", λέει. "Δεν είμαι πρόθυμος να πω ότι δεν θα υπάρξει κανένας αντίκτυπος. Αυτή η έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε αναθεωρήσεις, αλλά γενικά τα πρότυπα πρέπει να μείνουν τα ίδια." Αν και οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν ότι η έκθεση ενσωμάτωσε την πλειοψηφία των σχετικών στοιχείων, που υπήρχουν μέχρι το 2003, παρόλο αυτά συνεχίζουν να προκύπτουν πληροφορίες για την χαμηλή δόσης ακτινοβολία. Τελευταία μια υπόθεση ήρθε στο φως, αναφέρει ο βιολόγος Andrew Wyrobek του Εθνικού Εργαστηρίου Lawrence Livermore. Αυτή η υπόθεση λέει ότι αναπτύσσονται πιθανώς προσαρμοστικά κύτταρα, σαν απάντηση στη φυσική έκθεση κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων. Άλλες υποθέσεις περιλαμβάνουν τη γενετική αστάθεια (η ιδέα ότι μερικά κύτταρα έχουν ήδη γενετικές μεταλλαγές και είναι έτσι επιρρεπέστερα να γίνουν καρκινικά, λαμβάνοντας υπόψη το κίνητρο) και το "παριστάμενο φαινόμενο" (στο οποίο τα κύτταρα αποκρίνονται εναντίον της κοντινής ακτινοβολίας αν και τα ίδια δεν χτυπήθηκαν άμεσα). Αυτές οι έννοιες ήταν μεταξύ εκείνων που αναθεωρήθηκαν για την έκθεση BEIR VII αλλά δεν ενσωματώθηκαν στις εκτιμήσεις του κινδύνου. Οι περισσότεροι εμπειρογνώμονες συμφωνούν ότι η έκθεση BEIR VII δεν θα είναι και η τελευταία. "Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρουμε, για το πώς τα κύτταρα αντιδρούν στις πολύ χαμηλές δόσεις της ακτινοβολίας", λέμε ο Wyrobek. "Όμως πολλοί άνθρωποι υποβάλλονται ολοένα σε πιο πολλές εκθέσεις σε ακτινοβολία χαμηλής δόσης, για ιατρικούς διαγνωστικούς σκοπούς. Επίσης, υπάρχουν και τα αυξανόμενα ποσά των ραδιενεργών αποβλήτων, που είναι σημαντικό να γίνουν κατανοητά καλύτερα για το πως δουλεύουν". Αναφέρει δε ο Boyd "Θέλω να δω κάποια μελλοντική έκθεση για το πώς η ακτινοβολία έχει επιπτώσεις στα κύτταρα στις πολύ χαμηλές δόσεις." |