Μονόδρομος η επίτευξη επιστημονικής αυτονομίας της ΕυρώπηςΠηγή: The Economist, 12 Δεκεμβρίου 2005 |
Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέφυγε μέχρι σήμερα να χρηματοδοτήσει προγράμματα θεμελιώδους επιστημονικής έρευνας. Τέτοιες δραστηριότητες παρέμειναν στην αρμοδιότητα των κυβερνήσεων, οι οποίες ενδιαφέρονται εξίσου για την προώθηση της επιστημονικής γνώσης, όσο και για την ανάπτυξη νέων αμυντικών συστημάτων, ως αποτέλεσμα των ερευνών αυτών. Τα πράγματα άλλαξαν, όμως, με την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ερευνας (ΕΣΕ) με προϋπολογισμό 12 δισεκατομμύρια ευρώ και στόχο την ανάπτυξη «καθαρών» τεχνολογιών. Αν και το σχέδιο χαίρει της υποστήριξης των μελών της Ε.Ε., η εφαρμογή του συναντά προσκόμματα. Το ΕΣΕ έχει ως στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, η οποία διαθέτει ήδη ορισμένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια, επιστημονικά ιδρύματα και ερευνητικούς οργανισμούς του κόσμου. Οι υποστηρικτές του ΕΣΕ διατείνονται, όμως, ότι οι θεσμοί αυτοί δεν επιτυγχάνουν να ξεδιπλώσουν τις δυνατότητές τους, εξαιτίας της πολυδιάσπασής τους. Στο πρότυπο των ΗΠΑ Στις ΗΠΑ, επιστημονικές ομάδες απ’ όλη τη χώρα, ανταγωνίζονται για την απόκτηση ερευνητικών κονδυλίων από το Αμερικανικό Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών. Αυτό το πρότυπο αξιοποίησαν οι Ευρωπαίοι εμπνευστές του ΕΣΕ. Έτσι, το Συμβούλιο θα προσφέρει υποτροφίες σε ερευνητικές ομάδες για συγκεκριμένες μελέτες, ευνοώντας την άμιλλα μεταξύ επιστημόνων απ’ όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ποιότητα της ευρωπαϊκής έρευνας χρειάζεται άλλωστε ενίσχυση. Μεταξύ 1980 και 2003, η Ευρώπη τιμήθηκε 68 φορές με βραβεία Νόμπελ Ιατρικής, Φυσικής και Χημείας, ενώ την αντίστοιχη περίοδο 154 Αμερικανοί επιστήμονες γύρισαν στις ΗΠΑ με το βραβείο στις αποσκευές τους. Ο εντεινόμενος ανταγωνισμός από Κίνα και Ινδία, απειλεί ακόμη περισσότερο την ευρωπαϊκή θέση στην επιστημονική έρευνα. Ένας από τους λόγους για τις ελλείψεις στην ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα πρέπει να αναζητηθεί στην απουσία πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ Ευρωπαίων ερευνητών. Άλλη αιτία του φαινομένου αυτού εντοπίζεται στην αποτυχία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων να προσελκύσουν τους νέους σε ακαδημαϊκή ερευνητική σταδιοδρομία. Πρόσφατες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι η Ευρώπη χρειάζεται 700.000 επιπλέον ερευνητές, ώστε να φθάσει το στόχο της ανόδου των επιστημονικών δαπανών στο 3% του ΑΕΠ της Ένωσης μέχρι το 2010. Η δρ Χέλγκα Νοβότνι, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Συμβούλων Έρευνας (European Research Advisory Board), εκτιμά ότι το ΕΣΕ θα μπορέσει να βοηθήσει σε αυτό τον τομέα, καθώς θα δώσει σε νέους επιστήμονες τη δυνατότητα να ανεξαρτητοποιηθούν νωρίτερα στη σταδιοδρομία τους και να παραμείνουν επί ευρωπαϊκού εδάφους. Το κρίσιμο ερώτημα εντοπίζεται τώρα στο εάν το ΕΣΕ θα μπορέσει να θέσει τις δικές του ερευνητικές προτεραιότητες, απελευθερωμένο από τις παρεμβάσεις και την επιρροή των κρατών–μελών. Ο Ρούντιγκερ Εσε του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ της Γερμανίας υποστηρίζει ότι τα πιο επιτυχημένα ερευνητικά ινστιτούτα του κόσμου διοικούνται από επιστήμονες και όχι από πολιτικά διορισμένους μάνατζερ. Πολλοί συνάδελφοι του κ. Εσε συμφωνούν μαζί του, λέγοντας ότι μία τέτοια διοικητική δομή θα καταδίκαζε το ΕΣΕ στην επιλογή ερευνητικών προγραμμάτων με πολιτικά κριτήρια. Μακριά από την πολιτική Η οριστική απόφαση για τη νομική μορφή του ΕΣΕ πάρθηκε προ ημερών από το Ευρωκοινοβούλιο και τα κράτη–μέλη στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Εάν και τα δύο όργανα θέλουν ειλικρινά τη δημιουργία του ΕΣΕ και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, πρέπει να βρουν τρόπο να κρατήσουν το ΕΣΕ μακριά από πολιτικές παρεμβάσεις και σκοπιμότητες. Η Ευρώπη δεν μπορεί παρά να ωφεληθεί σημαντικά από την άμιλλα μεταξύ των καλύτερων επιστημόνων της. Η πλασματική άμιλλα, που στηρίζεται στον αριθμό ψήφων που διαθέτει η κάθε χώρα στο Ευρωκοινοβούλιο, είναι στείρα και εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. |