«Η επένδυση στην εκπαίδευση αποδίδει τον καλύτερο τόκο», έλεγε ο
Βενιαμίν Φραγκλίνος, πολύ πριν ο νομπελίστας Γκάρι Μπέκερ το 1964
εκδώσει το βιβλίο του με τίτλο «Η εκπαίδευση είναι επένδυση», όπου και
εφηύρε τον όρο «ανθρώπινο κεφάλαιο».
Οι έρευνες των οικονομολόγων έχουν επιβεβαιώσει τη στενή σχέση ανάμεσα
στις επενδύσεις σε εξειδίκευση και το ανθρώπινο κεφάλαιο από τη μια και
τα ατομικά εισοδήματα και την οικονομική ανάπτυξη από την άλλη, αν και
φυσικά είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί και να απομονωθεί αυτή η
επίδραση από άλλους παράγοντες.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα από το πανεπιστήμιο της Οτάβας του Καναδά,
μια άνοδος κατά 1% στο επίπεδο εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού της
χώρας σχετίζεται με αύξηση 2,5% στην παραγωγικότητα εργασίας και με
άνοδο 1,5% στο ΑΕΠ ανά κεφαλή. Σύμφωνα με άλλη έρευνα, μια αύξηση 10%
στο ανθρώπινο κεφάλαιο αυξάνει μακροπρόθεσμα κατά 9% το ΑΕΠ ανά κεφαλή.
Οι μελέτες του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι τα χρήματα που επενδύονται στην
εκπαίδευση -ιδίως την ανώτατη- φέρνουν χρηματικές αποδόσεις μεγαλύτερες
από τα πραγματικά επιτόκια. Η επένδυση για την απόκτηση πανεπιστημιακού
πτυχίου μπορεί να αποφέρει ετήσιες αποδόσεις μέχρι 16%, αν και στις
περισσότερες χώρες η απόδοση είναι κάτω από 10% για τον πτυχιούχο.
Επιπλέον, κάθε χρόνο η ψαλίδα του μέσου μισθού ανάμεσα στους
εργαζόμενους με πτυχίο ΑΕΙ και όσους έχουν απλώς απολυτήριο λυκείου
αυξάνεται κατά 1% στις χώρες του ΟΟΣΑ. Η «ψαλίδα» αυτή στην αγορά
εργασίας, μεταξύ πτυχιούχων ΑΕΙ και μη, κυμαίνεται από 25% στη Δανία
μέχρι 120% στις ΗΠΑ. Εξάλλου, ένα επιπρόσθετο έτος εκπαίδευσης αυξάνει
το μισθό κάποιου κατά 10% κατά μέσον όρο, ενώ μακροπρόθεσμα αυξάνει το
ΑΕΠ μιας χώρας κατά 3 έως 6%.
Ετσι, για κάθε ευρώ που επενδύεται στην ανώτατη εκπαίδευση και κατά
συνέπεια για τη δημιουργία ατόμων με εξειδικεύσεις, οι φορολογούμενοι,
ακόμα και όταν δεν ωφελούνται άμεσα οι ίδιοι (γιατί δεν σπούδασαν σε ΑΕΙ
ή δεν έστειλαν το παιδί τους), κερδίζουν έμμεσα, παίρνοντας πίσω τελικά
περισσότερα χρήματα σε βάθος χρόνου, γιατί η βελτίωση της ποιότητας του
ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της εκπαίδευσης αυξάνει τον ρυθμό ανάπτυξης
και βοηθά ποικιλοτρόπως την οικονομία και τη δημιουργία εισοδημάτων σε
όλο το φάσμα της παραγωγής. Η εκπαίδευση δεν φέρνει μόνο στα μορφωμένα
άτομα μεγαλύτερες αποδόσεις αλλά στο σύνολο της κοινωνίας, αυξάνοντας
τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ διαχρονικά, το ΑΕΠ ανά κεφαλή και γενικότερα
το επίπεδο διαβίωσης.
Να γιατί η εκπαίδευση μετρά όχι μόνο σε μικροοικονομικό (ατομικό) αλλά
και σε μακροοικονομικό επίπεδο, πράγμα που όλες οι κυβερνήσεις το
γνωρίζουν και γι' αυτό επιθυμούν να ανεβάσουν το μέσο επίπεδο γνώσεων
και ειδικοτήτων του πληθυσμού της χώρας τους. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το
ποσοστό των ενηλίκων με πτυχίο ΑΕΙ σχεδόν υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ
1975-2000 (από το 22% στο 41%), μια εξέλιξη που ονομάζεται
«εκδημοκρατισμός» ή «μαζικοποίηση» της ανώτατης παιδείας.
Σταδιακά, η τριτοβάθμια ακολουθεί το δρόμο της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης και γίνεται μια καθολική προσδοκία όλου του πληθυσμού. Ομως
το περισσότερο συνήθως γίνεται χειρότερο. Το κράτος δεν είναι ικανό να
σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας αύξησης στη ζήτηση για ΑΕΙ. Η πρόκληση
είναι ίδια σε όλο τον κόσμο για την ανώτατη εκπαίδευση: πώς θα
ικανοποιηθεί η «δίδυμη» ζήτηση για υψηλού επιπέδου ανταγωνιστική παιδεία
και ταυτόχρονα για μαζική πρόσβαση των νέων.
Παρ' όλο που κάθε χρόνο αυξάνονται παγκοσμίως οι πτυχιούχοι ΑΕΙ και έτσι
αυξάνεται η προσφορά εξειδικευμένων εργαζομένων, επειδή η ζήτηση για
εξειδικευμένη εργασία γίνεται ακόμα πιο έντονη, η αξία των πτυχίων ΑΕΙ
στην αγορά εργασίας γενικά ανεβαίνει και μαζί οι πραγματικοί μισθοί των
πιο μορφωμένων - στο μέτρο βέβαια που οι ειδικότητες είναι σχετικές με
αυτά που ζητά η αγορά...
Το ανθρώπινο κεφάλαιο «χτίζει» αργά και σταθερά
Η εκπαίδευση έχει πια αναγνωριστεί ως ανταγωνιστικό «όπλο» για τους
εργαζόμενους, τις εταιρείες και τα κράτη, αφού συνιστά κεντρικό
συστατικό του ανθρώπινου κεφαλαίου, που με τη σειρά του καθορίζει το
επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων, ίσως τον σημαντικότερο παραγωγικό
συντελεστή πια στις λεγόμενες «οικονομίες της γνώσης» και δη τις
παγκοσμιοποιημένες.
Η συνειδητοποίηση αυτή εξαπλώθηκε στη δεκαετία του '80, από το Τόκιο
μέχρι το Παρίσι και το Ελσίνκι, μετά την ανάδυση της Σίλικον Βάλεϊ στην
Καλιφόρνια και της Route 128 στη Βοστόνη, που έφεραν στο προσκήνιο ένα
νέο πρότυπο και ένα νέο «οδικό χάρτη» για τις οικονομίες: την ανάγκη για
συμπλέγματα τεχνολογικής ανάπτυξης που απαρτίζονται από υψηλού επιπέδου
υποδομές, δίκτυα καινοτομικών εταιρειών και ερευνητικά εργαστήρια, που
έχουν στον πυρήνα τους ένα πανεπιστήμιο ως «εγκέφαλο» και «ατμομηχανή»
των ιδεών που γίνονται επαναστατικά προϊόντα στην αγορά.
Οικονομία της γνώσης σημαίνει ότι οι κλασικοί παραγωγικοί συντελεστές
(γη, κεφάλαιο, εργασία) έχουν πια μικρότερη αξία στην παραγωγή και τη
δημιουργία κερδών σε σχέση με τους άυλους συντελεστές (πληροφορία-γνώση-ειδικότητες,
δηλαδή συνοπτικά το «ανθρώπινο κεφάλαιο»). Οι πιο ανταγωνιστικές
οικονομίες και άρα οι πιο πλούσιες είναι αυτές που παράγουν και
αξιοποιούν περισσότερες και καλύτερες πληροφορίες και γνώσεις, οι οποίες
φέρνουν καινοτομικό πνεύμα και υψηλότερη παραγωγικότητα.
Κάθε αύξηση στο ανθρώπινο κεφάλαιο αυξάνει και τις αποδόσεις του φυσικού
(παγίου) κεφαλαίου, γι' αυτό απαιτείται η συσσώρευση και των δύο ειδών
κεφαλαίου παράλληλα. Και αυτό δεν μπορεί παρά να συμβεί όταν οι χώρες
έχουν καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα. Ομως οι έρευνες δείχνουν ότι δεν
αρκεί να ρίξει μια κυβέρνηση χρήματα στον τομέα της παιδείας. Για να
γίνει αυτή πραγματικά ποιοτική, χρειάζεται επιπλέον σωστή οργάνωση,
κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο κ.λπ.
Αυτό, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, προϋποθέτει μεταξύ άλλων πολιτική
και κοινωνική συναίνεση, ευελιξία, αυτονομία (και χρηματοδοτική) των
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά και ποικιλία εκπαιδευτικών φορέων, δηλαδή
την ύπαρξη και, γιατί όχι, τον ανταγωνισμό μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών
ΑΕΙ.
Δυστυχώς, το ανθρώπινο κεφάλαιο «χτίζεται» αργά και οι έρευνες δείχνουν
μεγάλη χρονική υστέρηση -ακόμα και δεκαετίες- ανάμεσα στην εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση και στην εξ αυτού του λόγου αύξηση του ΑΕΠ μιας χώρας (ένας
λόγος ακόμα για το επείγον της μεταρρύθμισης).
Του ΠΑΥΛΟΥ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ |