Το μεθάνιο που απελευθερώθηκε από βάλτους μετέτρεψε τη Γη σε θερμοκήπιο
πριν 55 εκατομμύρια χρόνια, σύμφωνα με επιστημονική μελέτη και θα μπορούσε να ρίξει φως στη σημερινή κλιματική
κρίση που αντιμετωπίζουμε.
Η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να ερμηνεύσει τις αιτίες του σπάνιου
κλιματικού φαινομένου που σημειώθηκε 10 εκατομμύρια χρόνια μετά την
εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Την εποχή εκείνη, που ονομάζεται επιστημονικά
Θερμικό Μέγιστο Παλαιόκενου Ηώκαινου
(PETM), η επιφάνεια της Γης
θερμάνθηκε τουλάχιστον κατά πέντε βαθμούς Κελσίου, σε διάστημα μερικών
εκατοντάδων ή χιλιάδων ετών.
Ο Αρκτικός ωκεανός είχε τότε θερμοκρασία 23 βαθμών Κελσίου, αντίστοιχη με
εκείνη ενός χλιαρού μπάνιου, προτού ο πλανήτης ψυχρανθεί. Ο ερευνητής του
Πανεπιστημίου του Μπρίστολ στη Βρετανία, Richard Pancost, προχώρησε σε
ανασκαφή στη Νοτιοανατολική Αγγλία και ανακάλυψε τα γεωλογικά ίχνη του
βάλτου της εποχής εκείνης
(PETM), που συνέβαλε στο φαινόμενο.
Η ομάδα του Richard Pancost, συνέλεξε δείγματα εδάφους και τα υπέβαλε σε
ραδιοχρονολόγηση με τη βοήθεια άνθρακα των οπανοειδών (hopanoids), που
είναι ενώσεις που γίνονται από βακτήρια. Διαπίστωσε ότι τα επίπεδα αυτών
των ισοτόπων μειώθηκαν ξαφνικά στην αρχή της PETM, τη γεωλογική περίοδο που συμπίπτει με την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Η πτώση αυτή στους αριθμούς των οπανοειδών μπορεί να ερμηνευθεί μόνο
εξαιτίας της μεταβολής της δίαιτας των βακτηρίων, που άρχισαν ξαφνικά να
τρέφονται αποκλειστικά και μόνο με μεθάνιο, ένα ισχυρό, φυσικό αέριο
θερμοκηπίου.
Η επιστημονική ομάδα εκτιμά ότι το μεθάνιο είχε παραμείνει θαμμένο στο υπέδαφος
για εκατομμύρια χρόνια, προτού απελευθερωθεί ύστερα από υπερθέρμανση.
Καθώς τα επίπεδα μεθανίου αυξάνονταν στην ατμόσφαιρα, το ίδιο συνέβαινε
και με τη θερμοκρασία της Γης. Η επιστημονική ομάδα αδυνατεί, όμως, να
εξηγήσει το μηχανισμό που οδήγησε στην απελευθέρωση του μεθανίου.
Αυτός ο φαύλος κύκλος (μια "θετική ανατροφοδότηση" κατά το επιστημονικό
ιδίωμα) μπορεί να πλήξει και σήμερα τη Γη, εάν
απελευθερωθούν οι γιγατόννοι μεθανίου, που κρύβονται κάτω από τους
αιωνόβιους πάγους της Σιβηρίας.
Με τους μόνιμους πάγους της Σιβηρίας να υποχωρούν αργά ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας αύξησης της
θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου, μερικοί εμπειρογνώμονες
φοβούνται ένα όριο κάτω από το οποίο αυτά τα τεράστια αποθέματα του
μεθανίου μπορεί επίσης να απελευθερωθούν, εξαπολύοντας την
ασταμάτητη μεταβολή του κλίματος.
Αλλά η θερμοκρασία στην οποία αυτό θα μπορούσε να συμβεί είναι άγνωστη,
και οι μηχανισμοί κάτω από τους οποίους το μεθάνιο θα απελευθερωθεί είναι
ασαφείς.
Ένας από τους συντάκτες της δημοσίευσης ο Andrew Scott του Βασιλικού Πανεπιστημίου Holloway
του Λονδίνου είναι προσεκτικός στην παραγωγή των συμπερασμάτων.
Είπε ότι η εποχή PETM είναι πολύ μακριά από σήμερα και είναι επικίνδυνο να
την συγκρίνει με το τώρα, ειδικά καθώς τα στοιχεία προέρχονται ακριβώς από μια
μόνο περιοχή.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Απρίλιο στο
αμερικανικό περιοδικό Science απέδωσε το μεθάνιο σε μια τεκτονική παρά σε βιολογική
πηγή -- σε τεράστιες ηφαιστειακές εκρήξεις στη Γροιλανδία και τα βρετανικά
νησιά.
Άλλες υποθέσεις περιλαμβάνουν τις "ρεύσεις" του μεθανίου, που απελευθερώνονται
από φυσαλίδες συνδεδεμένες με πάγο στα ιζήματα του θαλάσσιου πυθμένα.
Ο Pancost, εν τούτοις, θεωρεί ότι μια ηφαιστειακή πηγή παρείχε την
αρχική ώθηση της θερμότητας που ξεκλείδωσε μερικά αποθέματα μεθανίου κάτω
από το έδαφος και προώθησε έτσι τη θετική ανατροφοδότηση.
Υποστηρίζει μάλιστα ότι η ξαφνική αλλαγή των μικροβίων προς το μεθάνιο για τη
διατροφή τους δείχνει ότι αυτά πλημμυρίστηκαν από μια τοπική πηγή του αερίου.
Η εξήγηση για αυτό είναι μια αιφνιδιαστική απελευθέρωση από επίγειες
πηγές, κι όχι από μια πιο μακροχρόνια απελευθέρωση μεθανίου από τη θάλασσα ή
υπόγεια, σύμφωνα με τον Pancost.
Τα απολιθωμένα και ιζηματώδη αρχεία δείχνουν ότι, την εποχή που πέρασε η PETM, περίπου 100.000 έτη αργότερα, πολλά είδη
της θεμελιώδους ζωής στη
θάλασσα είχαν εξαφανιστεί και είχε γίνει επιλογή μεταξύ
των θηλαστικών ειδών στη ξηρά, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στη βιοποικιλότητα
που βλέπουμε σήμερα.
Η εργασία αυτή δημοσιεύεται στο Nature.
|