Ο θεμελιωτής της κβαντικής θεωρίας Max Planck,
γεννήθηκε το 1858 στο Κίελο. Εφοίτησε στο ανώτερο
σχολείο του Μονάχου και μετά σπούδασε Φυσική στο
Βερολίνο, όπου ήλθε σ' επαφή με τους πιό μεγάλους
φυσικούς εκείνης της εποχής, τον H.Helmholz, Robert Kirchhoff,
R.Clausius. Εμαθε τόσα πολλά για την θερμοδυναμική που
γυρίζοντας στο Μόναχο, παρουσίασε το 1879 μια
διδακτορική διατριβή πάνω στον Δεύτερο Νόμο της
Θερμοδυναμικής και έγινε δάσκαλος στο
Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Μετά από έξι χρόνια
έγινε επίκουρος καθηγητής στο Κίελο και το 1889
καθηγητής στο Βερολίνο.
Η τελευταία θέση ήταν η υψηλώτερη ακαδημαϊκή
θέση στην Γερμανία και ο Planck την κράτησε ώς την
ηλικία των 73 ετών. Συνέχισε όμως και μετά να
δουλεύει ασταμάτητα, δίνοντας διαλέξεις,
γράφοντας άρθρα ώς την ηλικία των 89 ετών που
πέθανε. Σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του
ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τα προβλήματα της
θερμοδυναμικής. Αλλά η πραγματική επανάσταση στο
επιστημονικό του έργο, ήταν η ανακάλυψη του
κβάντου ενέργειας, για την οποία του χορηγήθηκε
το βραβείο Nobel το 1918. Ο Planck ονόμασε αυτές τις
ποσότητες ενέργειας κβάντα (από την λατινική
λέξη quantum, πληθυντικός quanta, που σημαίνει
'ποσότητα').
Για να προσδιορίσει την σχέση
ανάμεσα στην ενέργεια και στο μήκος κύματος (ή
ανάμεσα στην ενέργεια και στην συχνότητα, αφού η
συχνότητα είναι το αντίστροφο του μήκους
κύματος), χρησιμοποίησε μία σταθερά με πολύ μικρή
τιμή, που ονομάσθηκε σταθερά του Planck, και
προσδιορίζει το μέγεθος του "κόκκου"
ενέργειας, δηλαδή της ελάχιστης δυνατής
ενεργειακής ποσότητας.
Η σταθερά του Planck είναι
εξαιρετικά μικρή, πράγμα που σημαίνει ότι η
ενέργεια είναι, θα λέγαμε, εξαιρετικά
'λεπτόκοκκη'. 'Ετσι η ασυνεχής φύση της δεν
γίνεται αισθητή στις περισσότερες περιπτώσεις
και οι νόμοι της θερμοδυναμικής μπορούν να
συναχθούν έστω και αν στηριχθούμε στην παραδοχή
ότι η ενέργεια είναι ένα συνεχές 'ρευστό'. Το
πρόολημα της ακτινοβολίας του μέλανος σώματος
ήταν το πρώτο στο οποίο ήταν απαραίτητο να ληφθεί
υπ' όψιν η ασυνεχής φύση της ενέργειας.
Αρχικά, δεν υπήρχε καμιά ένδειξη
για την ύπαρξη των κβάντων, πέρα από το γεγονός
ότι η εισαγωγή της εννοίας τους έκανε δυνατή την
διατύπωση της εξίσωσης για την ακτινοβολία του
μέλανος σώματος. Ακόμη και ο ίδιος ο Planck είχε την
επιφύλαξη ότι τα κβάντα μπορεί να μην ήταν παρά
μια μαθηματική επινόηση ('Ansatz') χωρίς κανένα
φυσικό νόημα.
Αλλά η ανακάλυψη του Planck, που
ανακοινώθηκε τον Δεκέμβριο του 1900, προκάλεσε
περισσότερα ερωτήματα από όσα απάντησε. Τα πρώτα
κείμενα του Planck για την κβαντική θεωρία δεν
αποτελούν υποδείγματα σαφήνειας (κάτι που
ενδεχομένως αντανακλά τη σύγχυση που βρισκόταν
όταν υποχρεώθηκε να εισαγάγει την ιδέα στην
αγαπημένη του θερμοδυναμική) και για μεγάλο
διάστημα πολλοί - σχεδόν όλοι - οι φυσικοί που
γνώριζαν το έργο του το θεωρούσαν απλώς ένα
μαθηματικό τρικ, για να ξεμπερδέψει με την
υπεριωδη καταστροφή που εΙχε μικρή ή και καθόλου
φυσική σημασία.
Ο ίδιος ο Planck τα είχε ασφαλώς
χαμένα. Σε ένα γράμμα του στον Robert Wood, γραμμένο το
1931 κοιτάζοντας πίσω στο έργο του, του 1900, έγραφε:
«μπoρώ να περιγράψω την όλη διαδικασία σαν πράξη
απελπισίας μια θεωρητική ερμηνεία έπρεπε να
βρεθεί, όποιο και όσο βαρύ και αν ήταν το τίμημα».
Παρ' όλα αυτά γνώριζε ότι είχε πέσει πάνω σε κάτι
σημαντικό, και σύμφωνα με τον Heisenberg ο γιος του
Planck, αργότερα, αναφέρθηκε στο πώς ο πατέρας του
περιέγραψε την εργασία του εκεΙνης της περιόδου
στη διάρκεια ενός περιπάτου στο Γκρούνεβαλντ,
στα προάστια του Βερολίνου, εξηγώντας γιατί η
ανακάλυψή του ίσως εΙχε την ίδια αξία με εκείνες
του Νεύτωνος.
Ο Max Planck ήταν στη Φυσική ένας
συντηρητικός, βαθιά προσηλωμένος στην Κλασσική
Φυσική. Και για να υπερασπιστεί αυτές τις απόψεις
του, αναγκάστηκε να εισάγει στη Φυσική την
επαναστατική αντίληψη του κβάντου δράσης.
Θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή του Clausius, αυτού που
στα μέσα του 19ου αιώνα έκανε τη σύνθεση των δύο
αρχών της θερμοδυναμικής και δημιούργησε την
έννοια της εντροπίας.
Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός
πως για τον Planck, η ασυνεχής δομή της
ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας Ε=hν δεν
εκδηλώνεται παρά όταν η ακτινοβολία
αλληλεπιδράει με την ύλη. Ομως ο Einstein εισήγαγε το
1905 μια πολύ πιό ριζική αντίληψη, την αντίληψη ότι
αυτή η ίδια η ακτινοβολία έχει ασυνεχή δομή και
συγκροτείται από σωματίδια με ενέργεια Ε=hν και
με ορμή p=hν/c. Ο Planck δεν θέλησε ποτέ να δεχθεί την
άποψη του Einstein και η αντιδικία μεταξύ τους
κράτησε για πολύ καιρό.
Οι φυσικοί όμως εκείνης της
περιόδου ήταν απασχολημένοι στις αρχές του 1900 με
τη μελέτη των ανακαλύψεων που αναφέρονταν στην
ατομική ακτινοβολία. Και το νέο «μαθηματικό
τρικ» του Planck, για την εξήγηση της καμπύλης του
μέλανος σώματος, δεν έμοιαζε και τόσο σημαντικό
όσο οι άλλες ανακαλύψεις.
Πράγματι χρειάστηκε να φθάσουμε στο 1918 και να
απονεμηθεί στον Planck το βραβείο Nobel, για να
αξιολογηθεί σαν μια από τις μεγαλύτερες
ανακαλύψεις της ανθρωπότητας. Το διάστημα από το
1900 έως το 1918 είναι πολύ μεγάλο αν συγκριθεί με την
ταχύτητα με την οποία αναγνωρίστηκε το έργο των
Curie ή του Rutherford.
|