Πειραματικά αποτελέσματα που
συνηγορούν στην ύπαρξη μιάς τέταρτης
μορφής ύλης, το πλάσμα κουάρκ -
γκλουονίων, ανακοινώθηκαν πρόσφατα από
το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών (CERN)
στη Γενεύη.
Τα κουάρκ είναι τα
συστατικά των πρωτονίων και των
νετρονίων στούς ατομικούς πυρήνες, ενώ
τα γκλουόνια είναι τα σωματίδια - φορείς
των δυνάμεων που κρατούν τα κουάρκ
δεσμευμένα μέσα στην πυρηνική ύλη. Οι
δυνάμεις αυτές είναι τόσο ισχυρές, ώστε
τα κουάρκ δεν μπορούν να υπάρξουν
απομονωμένα έξω από τα πρωτόνια και τα
νετρόνια.
Σύμφωνα όμως με τις υπάρχουσες θεωρίες,
σε συνθήκες πολύ υψηλής θερμοκρασίας
και πίεσης, σχηματίζεται μία νέα μορφή
πυρηνικής ύλης, το πλάσμα κουάρκ-γκλουονίων.
Μέσα σ' αυτό, τα κουάρκ είναι ουσιαστικά
ελεύθερα και κινούνται σε μεγάλες
αποστάσεις αντί να είναι περιορισμένα,
όπως συμβαίνει στην συνηθισμένη ύλη.
Οι φυσικοί πιστεύουν ότι τέτοιες
συνθήκες επικρατούσαν στο πρώτο
δευτερόλεπτο κιόλας της δημιουργίας του
σύμπαντος, αμέσως μετά την Μεγάλη Εκρηξη
(Big Bang), γιατί τότε οι συνθήκες από
άποψη θερμοκρασίας και πυκνότητας
ενέργειας ήταν ανάλογες. Η ύλη του
σύμπαντος ήταν στη μορφή του πλάσματος
και στη συνέχεια ψύχθηκε ακολουθώντας
τη διαστολή του σύμπαντος και άρχισε να
σχηματίζει σβόλους από χωρισμένα πλέον
quark, που είναι τα γνωστά μας σωματίδια.
Το πείραμα στη CERN (στην πραγματικότητα
πρόκειται για ένα ολόκληρο project που
ξεκίνησε από το 1993 και περιελάμβανε μία
σειρά από πειράματα στα οποία
συμμετέχουν και Ελληνικές ερευνητικές
ομάδες) κατά κάποιον τρόπο
ανασυστήνει μία πολύ πρωταρχική φάση
του σύμπαντος και γι' αυτόν το λόγο πήρε
το χαριτωμένο όνομα «Little Bang».
Το ουσιώδες ερώτημα όμως είναι πώς
μπορεί κανείς να αναπτύξει τις τόσο
υψηλές θερμοκρασίες και ενέργειες που
χρειάζονται για να προσομοιάσει το
περιβάλλον του πρώιμου σύμπαντος. Οι
φυσικοί στη CERN αποφάσισαν να αφήσουν
βαρέα ιόντα να συγκρούονται με στόχους
όσο πιο βίαια γινόταν.
Διάλεξαν ιόντα μολύβδου, τα οποία έχουν
ατομικό βάρος 208 και μπορούν να τα κάνουν
να συγκρούονται σε ενέργειες γύρω στα
3,5TeV. Συγκρούσεις με τόσο μεγάλες
ενέργειες προκαλούν πολύ υψηλή
ενεργειακή πυκνότητα σε μία σχετικά
μικρή περιοχή του χώρου, με αποτέλεσμα
να δημιουργηθεί πλάσμα. Αυτό
συμπεριφέρεται στη συνέχεια ως αέριο
που υπόκειται σε πολύ υψηλή πίεση. Άμεσα
εκρήγνυται και ψύχεται, και τα quark του
πλάσματος σχηματίζουν σταθερά αδρόνια.
Όσο η πυκνότητα είναι ακόμα υψηλή, τα
αδρόνια αλληλεπιδρούν μεταξύ τους για
λίγο, αλλά έπειτα απελευθερώνονται το
ένα από το άλλο, διότι η απόσταση δράσης
της ισχυρής δύναμης είναι μικρή, και στη
συνέχεια ταξιδεύουν προς τους
ανιχνευτές.
Τα πρώτα αποτελέσματα
είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα, και
ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο στην μελέτη
και κατανόηση της φύσης σε θεμελιώδες
επίπεδο.
Πώς
ανιχνεύεται όμως το πλάσμα;
Θεωρητικά αυτό
προκύπτει σε μια θερμοκρασία 150-200MeV (που
αντιστοιχεί σε μια θερμοκρασία 100.000
φορές τη θερμοκρασία στο κέντρο του
Ήλιου) και σε μια ενεργειακή πυκνότητα
της τάξης του 1GeV/fm3 (επταπλάσια της
πυκνότητας της απλής πυρηνικής ύλης).
Επειδή τώρα δεν είναι δυνατόν να
παρατηρηθεί απευθείας το πλάσμα, οι
φυσικοί μελετούν τα προϊόντα της
διαδικασίας που φτάνουν στους
ανιχνευτές, και προσπαθούν να
αναδομήσουν τι πρέπει να έχει προηγηθεί
προκειμένου να προκύψουν τα
συγκεκριμένα προϊόντα.
Υπήρχαν διάφορες
μέθοδοι για να ανιχνευθούν προϊόντα που
σχετίζονταν με το πλάσμα. Σε μία από
αυτές οι φυσικοί αναζητούσαν φωτόνια
υψηλής ενέργειας, που θα μπορούσαν να
αποτελούν «απευθείας» απόδειξη του
πλάσματος. Ωστόσο, αυτή η μέθοδος ήταν
αναποτελεσματική, εξαιτίας του υψηλού «θορύβου»
από φωτόνια που παράγονται από πολλές
διαφορετικές διαδικασίες, και δεν
μπορούσαν να ερμηνευθούν με ακρίβεια.
Επομένως αυτό που πρέπει να κάνει ο
ερευνητής είναι να μελετήσει το μεγάλο
αριθμό αδρονίων που καταφτάνουν στους
ανιχνευτές και να αναπλάσει τη
διαδικασία με την οποία δημιουργήθηκαν.
Αφενός οι ερευνητές παρατήρησαν μία
χαρακτηριστική μείωση του αριθμού των
σωματιδίων j-psi (ενός μεσονίου που
αποτελείται από ένα quark τύπου charm [=γοητευτικό]
και ένα αντιquark τύπου charm) που οφείλεται
θεωρητικά στην παρουσία τους και η οποία
επαληθεύτηκε όπως προβλεπόταν
θεωρητικά.
Η πιο σημαντική ωστόσο παρατήρηση που
ενισχύει τη βεβαιότητα για τη
δημιουργία πλάσματος έχει να κάνει με
την υψηλή παρουσία από quark του τύπου strange.
Πριν από τη σύγκρουση δεν υπήρχαν στα
ιόντα μολύβδου καθόλου strange quark παρά μόνο
up και down.
Ωστόσο, έπειτα από τη σύγκρουση μπορεί
να καταμετρηθεί η ποσότητα των
νεοδημιουργηθέντων strange quark. Βρέθηκε
ένας αρκετά υψηλός αριθμός για τον οποίο
ξέρουμε ότι δεν μπορεί να έχει
δημιουργηθεί κατόπιν της
σχηματοποίησης των αδρονίων, και ο
οποίος πρέπει να ανάγεται σε μία
προγενέστερη φάση αλληλεπίδρασης
ανάμεσα σε quark, που θα έχει τη μορφή
πλάσματος. Αυτή η αύξηση των strange quark
αποτελεί κεντρική πρόβλεψη της θεωρίας
και υποστηρίζεται από τα πειραματικά
δεδομένα. Αλλά και τα τελικά
σχηματοποιημένα αδρόνια παρέχουν
πληροφορίες για το τι προηγήθηκε του
σχηματισμού τους.
Αναλύοντας την κατανομή
των ορμών τους μπορεί να βρεθεί η μέση
θερμοκρασία τους, τη στιγμή που έλαβε
χώρα η «ελαστική κρούση» με την οποία
διαχωρίστηκαν, και βρίσκεται να είναι
γύρω στα 100MeV. Αν μάλιστα εξετάσουμε την
κατανομή των τύπων των αδρονίων που
προκύπτουν από τη σύγκρουση μπορούμε να
πάμε πιο πίσω στη στιγμή που αρχίζει η
μετάβαση από το πλάσμα στο σχηματισμό
αδρονίων και για αυτήν τη φάση βρίσκεται
μια θερμοκρασία 180MeV που συμφωνεί με τη
θεωρητικά προβλεφθείσα τιμή για τη μέση
θερμοκρασία του πλάσματος.
|