Οι Διακηρύξεις στην Ευρώπη για το μέλλον των σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Οι διασκέψεις των χωρών της Ε.Ε. για την Παιδεία

Στη Διάσκεψη της Μπολόνιας (19 Ιουνίου 1999) τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού χώρου Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, μέχρι το 2010, με την εφαρμογή ενός συστήματος συγκρίσιμων πανεπιστημιακών πτυχίων και την ανάπτυξη ενός συστήματος μεταφοράς ακαδημαϊκών μονάδων, στοχεύοντας στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κινητικότητα των σπουδαστών.

Η διακήρυξη της Μπολόνιας μπορεί να θεωρηθεί σταθμός στην ιστορία της εκπαίδευσης στην Ευρώπη καθώς σηματοδοτεί την πολιτική βούληση 29 ευρωπαϊκών χωρών να προχωρήσουν στη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού χώρου για την Ανώτερη εκπαίδευση και παράλληλα να ενισχύσει την έννοια των κοινών αξιών και το αίσθημα του ανήκειν και του μετέχειν σε ένα πολυδιάστατο κοινωνικο-πολιτικό και πολιτιστικό χώρο. Με λίγα λόγια η Ευρώπη της γνώσης καλείται να διαδραματίσει το δικό της ρόλο στην οικοδόμηση της Ευρώπης των πολιτών.

Και τα πανεπιστήμια καλούνται να διαδραματίζουν ένα ρόλο-κλειδί στην ανάπτυξη της πολυπολιτισμικής Ευρώπης. Πριν από τη σύνοδο της Μπολόνιας, έγιναν δύο διασκέψεις που την προετοίμασαν. Η μία είναι η Magna Charta Universitatum του 1988, που έγινε στη Μπολόνια και που αναφέρεται στα θεμελιώδη δικαιώματα των πανεπιστημίων. Το δεύτερο είναι η Διακήρυξη της Σορβόννης της 25ης Μαΐου 1998, η οποία τονίζει τον κεντρικό ρόλο των πανεπιστημίων στην ανάπτυξη μιας πολυπολιτισμικής Ευρώπης. Επίσης, προσδιορίζει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου Ανώτερης Εκπαίδευσης ως βασικό εργαλείο για την προώθηση της κινητικότητας και της εργοδότησης των Ευρωπαίων πολιτών, συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο και στην ανάπτυξη της Ευρώπης ως συνόλου.

Τα βασικά γνωρίσματα της Διακήρυξης της Μπολόνιας είναι:

  • Δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού χώρου Ανώτερης Εκπαίδευσης με σκοπό την ενίσχυση της κινητικότητας και των δυνατοτήτων εξεύρεσης εργασίας των πολιτών στην Ευρώπη και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και ελκυστικότητας της ευρωπαϊκής Ανώτατης Εκπαίδευσης στον κόσμο.

  • Η υιοθέτηση ενός κοινού πλαισίου αναφοράς για περισσότερη διαφάνεια και εύκολη σύγκριση μεταξύ των πτυχίων. 

  • Η συγκρότηση των σπουδών σε δύο κύκλους, πτυχιακό και μεταπτυχιακό. Η φοίτηση στο δεύτερο κύκλο προϋποθέτει την επιτυχή ολοκλήρωση του πρώτου, ο οποίος θα έχει ελάχιστη διάρκεια τριών χρόνων και θα αναγνωρίζεται στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας ως ένα ικανοποιητικό επίπεδο προσόντων. Θα ακολουθεί φυσικά ο τρίτος κύκλος σπουδών για την εκπόνηση διδακτορικού διπλώματος.

  • Η γενίκευση συστημάτων μεταφοράς διδακτικών μονάδων συμβατών με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς Μονάδων ΕCTS (European Credit Transfer System), με τη δυνατότητα απόκτησης μονάδων και εκτός ιδρυμάτων Ανώτερης εκπαίδευσης και δια βίου κατάρτισης. 

  • Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνεργασίας για τη διασφάλιση της εγγύησης ποιότητας

  • Η απάλειψη των εμποδίων στη διακίνηση φοιτητών, καθηγητών και αποφοίτων.

  • Η υιοθέτηση ενός συγκροτημένου μηχανισμού παρακολούθησης και εφαρμογής της όλης διαδικασίας. 

  • Ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα μιας δεκαετίας 2000 - 2010 για την επίτευξη των αναγκαίων αλλαγών.

Αυτά τα μέτρα προϋποθέτουν λοιπόν την εξασφάλιση της ποιότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με αξιολόγηση από το 2005, τη λειτουργία συστήματος συγκρίσιμων βαθμών και πτυχίων πάλι από το 2005 και τέλος την καθιέρωση του συστήματος των τριών κύριων κύκλων σπουδών με αντίστοιχη διάρκεια τριών, δύο και τριών ετών από το 2005. Όπως φαίνεται καθαρά είναι χρονικά τουλάχιστον ανεφάρμοστα για τα ασφυκτικά πλαίσια που έχουν προταθεί.

Βεβαίως, υπάρχουν πολλές αντιδράσεις από διάφορες πλευρές καθώς αγγίζουν ευαίσθητους τομείς της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Τη διάρκεια των σπουδών για παράδειγμα, που αλλάζει προς το πολύκροτο νέο ευρωπαϊκό μοντέλο "3-5-8", και ας σημειωθεί ότι ούτε η Διακήρυξη της Σορβόννης ούτε αυτή της Μπολόνιας προνοούν ρητά ένα τέτοιο ενιαίο μοντέλο. Η τελευταία προβλέπει συγκεκριμένα την οργάνωση των κύριων σπουδών σε δύο κύκλους (πτυχιακό και μεταπτυχιακό), όπως αναφέρεται πιο πάνω.

Πολλές χώρες σαν την Ελλάδα, τη Δανία και τη Λιθουανία δείχνουν μεγάλη απροθυμία στην εναρμόνιση με τη διακήρυξη της Mπολόνια. Από έρευνα μόνο το 25% των ελληνικών πανεπιστήμιων επιθυμούν να μειώσουν τον χρόνο σπουδών των προπτυχιακών τους σπουδών και να τις συνδέσουν άμεσα με τις μεταπτυχιακές σπουδές.

Υπάρχουν βέβαια και χώρες που θεώρησαν υποχρεωτική τη Διακήρυξη της Mπολόνια και την εφάρμοσαν γρήγορα στα πανεπιστήμιά τους. Το 50% των πανεπιστημίων στην Ολλανδία, το 62% στη Nορβηγία, το 74% στην Ιταλία προσάρμοσαν τη δομή του συστήματός τους στους στόχους της Μπολόνια .

Στις υπόλοιπες χώρες ή ακόμα δεν έχει ακόμη ληφθεί απόφαση για την υιοθέτησή της διακήρυξης ή είναι προαιρετική. Μάλιστα εκεί υπάρχει πρόθεση των Πανεπιστημίων να αλλάξουν τη δομή τους. Έτσι, το 82% στην Iσπανία, το 72% στην Πορτογαλία, το 67% στην Σλοβενία, το 59% στην Ουγγαρία, το 53% στην Αυστρία και το 52% στη Γερμανία, θέλουν να αλλάξουν τη δομή.

Είναι αξιοπρόσεκτο πως τη νέα δομή των δύο κύκλων σπουδών έχει εφαρμόσει περίπου το 60% των οικονομικών πανεπιστημίων, ενώ πιο διστακτικά είναι τα τεχνολογικά ιδρύματα (45%).

Συνολικά 16 χώρες της Ευρώπης έχουν υιοθετήσει το σύστημα των δύο κύκλων σπουδών, 8 χώρες βρίσκονται σε διαδικασία αλλαγής (Πορτογαλία, Γαλλία, Γερμανία, Bέλγιο, Nορβηγία, Σερβία, Kροατία, Φινλανδία), ενώ σε 8 χώρες δεν έχει ακόμη ξεκινήσει η αλλαγή του συστήματος.

Συνέχεια της Μπολόνιας

Την άνοιξη του 2000 στην Οκινάουα, οι Υπουργοί Παιδείας των κρατών μελών της ομάδας των οκτώ (Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία, Ιταλία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία), συμφώνησαν το διπλασιασμό του αριθμού των διδασκόντων, σπουδαστών, ερευνητών και μελών διοικητικού προσωπικού στον τομέα της εκπαίδευσης που θα έχουν την εμπειρία της μετακίνησης στο εξωτερικό στα επόμενα δέκα χρόνια.

Το Δεκέμβριο του 2000 στη Νίκαια, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ε.Ε., στοχεύοντας στην αύξηση και τον εκδημοκρατισμό της κινητικότητας των σπουδαστών και των διδασκόντων στην Ευρώπη, ενέκριναν σχέδιο δράσης για την κινητικότητα (42 συγκεκριμένα μέτρα), το πρώτο μέρος του οποίου τέθηκε σε ισχύ στη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Στοκχόλμης (Μάρτιος 2001).

Η Σύνοδος των Υπουργών Παιδείας στην Πράγα (Μάιος 2001) επικύρωσε την ενίσχυση των προσπαθειών για τη διεύρυνση της κινητικότητας στην Ευρώπη, των σπουδαστών, των εκπαιδευτικών, των ερευνητών και του διοικητικού προσωπικού.

Το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισσαβόνα (Μάρτιος 2002), στα πλαίσια της προοπτικής να γίνει η Ε.Ε. η σημαντικότερη οικονομική δύναμη, κυρίως μέσα από τη γνώση και την πνευματική καλλιέργεια, ανέδειξε, μεταξύ άλλων, την κινητικότητα ως ισχυρή στρατηγική για την επίτευξη των προσπαθειών, με νέα γενιά προγραμμάτων (2000-2006) και με στόχο τη μεγαλύτερη διαφάνεια στην αναγνώριση των πτυχίων, των προσόντων και των περιόδων σπουδών και κατάρτισης που πραγματοποιούνται σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 2003 γίνεται η σύνοδος των Υπουργών της Ε.Ε. στο Βερολίνο με θέμα "Πραγματοποιώντας την ευρωπαϊκή τριτοβάθμια εκπαίδευση". Εκεί έγινε μια συνολική αποτίμηση της πορείας προς τον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης και τέθηκαν ορισμένοι ακόμη στόχοι, που όμως είναι δευτερεύοντες στις συνολικές αρχές της Διακήρυξης της Μπολόνιας και της Συνόδου της Πράγας.

Μεταξύ των άλλων συμφώνησαν ότι από το 2005 τα εθνικά συστήματα εξασφάλισης ποιότητας πρέπει να περιλάμβάνουν: 

  • Έναν καθορισμό των ευθυνών των οργανισμών και των σχετικών ιδρυμάτων .

  • Αξιολόγηση των προγραμμάτων ή των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της εσωτερικής αξιολόγησης, εξωτερική αναθεώρηση, συμμετοχή των σπουδαστών και δημοσίευση των αποτελεσμάτων.

  • Ένα σύστημα αντιστοίχησης, πιστοποίησης ή συγκρίσιμων διαδικασιών.

  • Διεθνείς συμμετοχή, συνεργασία και δικτύωση.

Το βασικό πνεύμα του Βερολίνου είναι η διευκόλυνση της κινητικότητας των φοιτητών με βάση τις διδακτικές μονάδες και το συμπλήρωμα διπλώματος. Η κινητικότητα αποσκοπεί στην ομογενοποίηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και επομένως, συμβάλλει έμμεσα στη διάδοση του ευρωπαϊκού πνεύματος, που είναι ένας από τους στόχους της Μπολόνιας. Η καταξίωση, όμως, αυτής της κινητικότητας έρχεται με την απονομή των κοινών διπλωμάτων από δύο συνεργαζόμενα Πανεπιστήμια, με εφάμιλλη ποιοτική στάθμη, γεγονός που προφανώς θα διαπιστώνεται από της διαδικασίες Αξιολόγησης. Η ενθάρρυνση της κινητικότητας συνεπάγεται αξιόλογες ξενόγλωσσες σπουδές και ξενόγλωσσα μεταπτυχιακά.

Επίσης, εκεί δεσμεύθηκαν στην έναρξη της εφαρμογής του συστήματος των δύο Πανεπιστημιακών κύκλων ως το 2005. Οι βαθμοί των πρώτων κύκλων πρέπει να δώσουν την πρόσβαση κατά την συνθήκη της Λισσαβώνας, στα δεύτερα προγράμματα κύκλων. Οι δεύτεροι βαθμοί κύκλων πρέπει να δώσουν την πρόσβαση στις διδακτορικές μελέτες. Ζήτησαν δε να συμπεριλάβουν οι χώρες της Ε.Ε. το διδακτορικό επίπεδο ως τρίτο κύκλο στη διαδικασία της Μπολόνιας.

Συγχρόνως, έβαλαν στόχους για την πραγματοποίηση της δια βίου εκπαίδευσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης της προγενέστερης εκμάθησης.  Και τόνισαν την ανάγκη να βελτιωθούν οι ευκαιρίες για όλους τους πολίτες, σύμφωνα με τις φιλοδοξίες και τις δυνατότητές τους, για να ακολουθήσουν τις πορείες δια βίου μάθησης και μέσα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ας σημειωθεί ότι δεσμεύτηκαν να οργανώσουν την επόμενη διάσκεψη για την κοινή Εκπαίδευση της Ευρώπης στην πόλη Μπέργκεν της Νορβηγίας τον Μάιο του 2005.

Χαρακτηριστικά του νέου προτεινόμενου συστήματος

1. Συνδέονται οι δύο κύκλων σπουδών μέσω των "πιστωτικών μονάδων" (κάθε μάθημα χρεώνεται, ανά έτος, με τόσες μονάδες ώστε να προκύπτει ένας σταθερός συνολικός αριθμός μονάδων). Στην Ελλάδα έχει υιοθετηθεί εδώ και πολλά χρόνια οι δύο κύκλοι σπουδών, (ο πρώτος κύκλος δεν είναι 3 χρόνια αλλά 4 ή 5 ή 6 χρόνια), ενώ οι δύο κύκλοι δεν συνδέονται μεταξύ τους με πιστωτικές μονάδες. Η καθιέρωση του συστήματος των πιστωτικών μονάδων σε όλες τις χώρες διευκολύνει την κινητικότητα των αποφοίτων, αλλά και την επαγγελματική τους κατάταξη μέσα σε ένα ενιαίο σύστημα, σύμφωνα με τη Διακήρυξη.

Οι πιστωτικές μονάδες που μπορεί να εξασφαλίσει ο φοιτητής σε κάθε έτος είναι 60. Ως εκ τούτου, ένας φοιτητής για τα 3 χρόνια σπουδών θα πάρει 180 μονάδες και για τα επιπλέον 2 έτη σπουδών άλλες 120 μονάδες. Συνολικά, δηλαδή, οι μονάδες για το σύστημα των 3+2 ετών είναι 400. Μπορεί σύμφωνα με τη Διακήρυξη η τάση στις ευρωπαϊκές χώρες να είναι η εφαρμογή του συστήματος των 3+2 ετών, αλλά στη Σουηδία και την Ολλανδία τα πανεπιστήμια τους προσφέρουν master σε τέσσερα χρόνια, αφού η βασική προϋπόθεση για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου είναι η απόκτηση συνολικά 240 πιστωτικών μονάδων (180 για τα τρία πρώτα χρόνια και 60 για το τέταρτο). Στην περίπτωση αυτή προκύπτει το εύλογο ερώτημα πώς θα αντιμετωπισθεί το πτυχίο ενός ολλανδικού ή σουηδικού πανεπιστημίου από τα υπόλοιπα εκπαιδευτικά συστήματα.

2. Ο δεύτερος μεγάλος στόχος της Ευρώπης είναι να κάνει πιο ανταγωνιστικά τα πανεπιστήμιά της σε σχέση κυρίως με τα αμερικανικά, στα οποία κατευθύνεται ετησίως ένα μεγάλο ρεύμα φοιτητών από τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ παράλληλα, υπάρχει και εκροή Ευρωπαίων αποφοίτων προς τις HΠA όπου συνεχίζουν τις σπουδές τους (για διδακτορικό κυρίως). Ας μην ξεχνάμε ότι τα αμερικανικά πανεπιστήμια έχουν διπλάσιο προϋπολογισμό ανά φοιτητή από το μέσο ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο. Ενώ στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκε σχεδόν ο αριθμός των φοιτητών με παράλληλη μείωση των δαπανών κατά 43% περίπου.

Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά. Στην Ελλάδα οι πτυχιούχοι έχουν λίγες πιθανότητες να βρουν δουλειά από ό,τι όσοι δεν έχουν απολυτήριο λυκείου. Η ανεργία στις τάξεις των πτυχιούχων είναι η υψηλότερη μεταξύ των 30 πιο πλουσίων κρατών, ενώ το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στις γυναίκες.

Μείωση δαπανών

Αλλά, οι τρόποι με τους οποίους τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια θα γίνουν ανταγωνιστικά, κυρίως έναντι των αμερικανικών, αποτελούν ακόμη ένα σοβαρό σημείο διαφωνίας μεταξύ των πανεπιστημίων, αλλά και των υπουργών Παιδείας. Η πλειονότητα (περίπου 70%) των χωρών –μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα– εκτιμά ότι η ανταγωνιστικότητα των πανεπιστημίων θα βελτιωθεί μέσω διακρατικών ή διαπανεπιστημιακών προγραμμάτων συνεργασίας με τρίτες χώρες. Αντίθετα, το 30% των επικεφαλής των πανεπιστημίων θεωρούν ότι τα ιδρύματα θα γίνουν πιο ανταγωνιστικά διεθνώς μόνο εάν χρησιμοποιήσουν εμπορική - επιθετική πολιτική στην προσέλκυση νέων φοιτητών από τρίτες χώρες. Την τακτική αυτή ενστερνίζονται περισσότερο από κάθε άλλον τα βρετανικά πανεπιστήμια, το 80% και πλέον των οποίων εφαρμόζουν εμπορική πολιτική στην προώθηση του «προϊόντος» πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Στην Ελλάδα πάντως η μείωση των δαπανών για την Παιδεία μας κατατάσσει στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη, ενώ μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της απαξίωσης το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Η Ελλάδα δίνει για την εκπαίδευση το μικρότερο ποσοστό του προϋπολογισμού της, σε σχέση με κάθε άλλο κράτος-μέλος του ΟΟΣΑ: μόλις το 6,6% του συνόλου των δαπανών.

Σε καμία άλλη χώρα του κόσμου το κράτος δεν δίνει τόσο λίγα χρήματα για την παιδεία. Όπως προκύπτει από στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2004 μόλις το 6,6% του προϋπολογισμού οδεύει προς την εκπαίδευση όταν στην Ελβετία το κράτος δίνει το 14,2%, στη Νορβηγία το 15,3%, στο φτωχό Μεξικό το 22,4% και στην Ουγγαρία το 12,9%.

Πρόκειται για χρήματα που αντιστοιχούν στο 3,8% του ΑΕΠ και τα οποία ως αναλογία στο εισόδημα της χώρας όχι μόνο δεν αναμένεται να αυξηθούν φέτος, αλλά δεν αποκλείεται να ψαλιδιστούν περαιτέρω: το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού καταγράφει οριακή μείωση των δαπανών για παιδεία, ως ποσοστό του ΑΕΠ παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις για τη σταδιακή αύξησή τους στο 5% του.

Στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα δίνει λιγότερα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) απ' ό,τι όλα τα υπόλοιπα 30 ανεπτυγμένα οικονομικά κράτη που συμμετέχουν στον Οργανισμό: Αντιστοιχεί το 2,67% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ελλάδας που υστερεί ακόμα και από τις δαπάνες της γειτονικής Τουρκίας και μάλιστα ίσια ίσα καλύπτει τις δαπάνες μισθοδοσίας αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για επιπλέον παροχές.

Στα σχολεία, οι μισθοί και οι υπόλοιπες λειτουργικές δαπάνες καλύπτουν το 91% των πιστώσεων (το 2,62% του ΑΕΠ). Αποτέλεσμα: περισσεύει μόνο το 0,05% για μεταφορές, σίτιση, στέγαση και άλλες δραστηριότητες. Για όλα αυτά περισσεύουν το χρόνο μόλις 65 ευρώ ανά έλληνα μαθητή, έναντι 274 ευρώ κατά μέσο όρο στα κράτη του ΟΟΣΑ και 913 ευρώ στη Γαλλία.

Κάθε χρόνο τα νοικοκυριά δίνουν ποσό ίσο με το 0,3% του ΑΕΠ (το 8,6% της συνολικής δαπάνης για πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση). Η συνεισφορά τους επισήμως είναι η πέμπτη υψηλότερη μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομικά κρατών. Ουσιαστικά η ιδιωτική δαπάνη για εκπαίδευση είναι ακόμα μεγαλύτερη, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη η «παραπαιδεία» και τα χρήματα που ξοδεύονται χωρίς απόδειξη.

Σήμερα, η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων φτάνει το 1,1% του ΑΕΠ. Πιο υψηλή αναλογία καταγράφεται μόνο σε κράτη της Βόρειας Ευρώπης, όπως η Σουηδία η Φιλανδία, η Δανία αλλά και του Καναδά.

Από το ποσό αυτό, οι μισθοί καλύπτουν το 57% του συνόλου (το 0,87% του ΑΕΠ), ενώ για σίτιση και στέγαση δίδονται πόροι ίσοι με το 0,05% του ΑΕΠ (δηλαδή αναλογούν 204 ευρώ ετησίως ανά φοιτητή έναντι 454 ευρώ μέσου όρου).

Και πάλι όμως τα χρήματα δεν αρκούν: αν η χρηματοδότηση υπολογιστές -ανά φοιτητή δίνουμε συνολικά για πανεπιστημιακή εκπαίδευση 4.280 ευρώ ετησίως, έναντι 10.052 του μέσου όρου του ΟΟΣΑ και 20.230 ευρώ στην Ελβετία (τιμές σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).

Και τέλος, τα ελληνικά πανεπιστήμια μπορεί να παράγουν πολλούς απόφοιτους (εκ των οποίων πολλοί δεν έχουν δουλειά), υστερούν όμως σε κάτι πολύ σημαντικό: σε αποφοίτους εξειδικευμένων ερευνητικών προγραμμάτων. Ανάλογα πτυχία λαμβάνει ετησίως μόνο το 0,7% του πληθυσμού, η πέμπτη πιο χαμηλή αναλογία, έναντι 1,2% μέσου όρου και 2,8% του πληθυσμού στη Σουηδία.

Το πρόβλημα βρίσκεται στις πολύ χαμηλές δημόσιες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη: σε αυτές καταλήγει ποσό ίσο με το 0,2% του ΑΕΠ. Μόνο το Μεξικό και η Σλοβακία δίνουν λιγότερα χρήματα για την ανάπτυξη έρευνας στα πανεπιστήμια, όταν στη Σουηδία δίδεται ποσό ίσο με το 0,75% του ΑΕΠ.

Νοέμβριος 2004

Πληροφορίες: Καθημερινή, Ελευθεροτυπία, Υπουργείο Παιδείας, ΕΕ.

Home