Ο ρόλος του ήλιου στην παγκόσμια θέρμανση μπορεί να έχει υποεκτιμηθείΠηγή: Πανεπιστήμιο Duke, 30 Σεπτεμβρίου 2005 |
Τουλάχιστον το 10 έως 30% της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας που υπολογίστηκε τις προηγούμενες δύο δεκαετίες μπορεί να οφείλεται μάλλον στην αυξανόμενη ηλιακή δραστηριότητα παρά σε παράγοντες όπως είναι η αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα, που απελευθερώνεται από τις διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες, αναφέρουν δύο φυσικοί του Πανεπιστημίου του Duke. Διχάζει η σπουδαιότητα του Ήλιου στις παρατηρούμενες αλλαγές του κλίματος Οι φυσικοί είπαν ότι τα συμπεράσματά τους δείχνουν ότι τα μοντέλα του κλίματος για την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου πρέπει να διορθωθούν εξ αιτίας των επιδράσεων των αλλαγών της ηλιακής δραστηριότητας. Εντούτοις, υπογράμμισαν ότι τα συμπεράσματά τους δεν είναι ενάντια στη βασική θεωρία ότι η σημαντική παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας εμφανίζεται λόγω του διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου. Ο Nicola Scafetta, ένας ερευνητής επιστήμονας στο τμήμα φυσικής του Duke, και ο Bruce West, καθηγητής της φυσικής, δημοσίευσαν τα συμπεράσματα τους, στο περιοδικό Geophysical Research Letters. Η μελέτη του Scafetta και του West ακολουθεί μια έρευνα ενός πανεπιστημιακού ερευνητή του Κολούμπια για τα λάθη που έγιναν στην ερμηνεία των στοιχείων, όσον αφορά την ηλιακή φωτεινότητα, που συλλέγεται από τους δορυφόρους που παρατηρούν τις δραστηριότητες του ήλιου. Οι φυσικοί του Duke εισάγουν νέες στατιστικές μεθόδους οι οποίες περιγράφουν ακριβέστερα την καθυστερημένη απόκριση της ατμόσφαιρας στην ηλιακή θέρμανση. Επιπλέον, αυτές οι νέες μέθοδοι φιλτράρουν τα φαινόμενα που αλλάζουν τη θερμοκρασία, και τα οποία δεν συσχετίζονται με την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας, γράφουν στην εργασία τους. Σύμφωνα με τον Scafetta, τα αρχεία της δραστηριότητας των ηλιακών κηλίδων προτείνουν ότι η ηλιακή παραγωγή έχει αυξηθεί ελαφρώς τα τελευταία, περίπου, 100 έτη. Εντούτοις, οι μόνες αξιόπιστες επιστημονικές μετρήσεις της συνολικής ηλιακής ακτινοβολίας που συλλέγεται από τους δορυφόρους, είναι αυτές μετά από το 1978. Αλλά οι παρατηρήσεις από τότε σημαδεύτηκαν από την καταστροφή του διαστημικού Λεωφορείου Challenger, η οποία απέτρεψε την προώθηση ενός νέου δορυφόρου παρακολούθησης της ηλιακής παραγωγής, του ACRIM 2, για να αντικαταστήσει τον προηγούμενο δορυφόρο ACRIM 1. Έτσι είχαμε ένα διετές χάσμα των στοιχείων και γι αυτό οι επιστήμονες έπρεπε να στηριχθούν σε άλλους δορυφόρους για να προσπαθήσουν να το γεφυρώσουν. "Αλλά αυτά τα στοιχεία δεν ήταν τόσο ακριβή όσο αυτά των ACRIM 1 και ACRIM 2", είπε ο Scafetta. Όμως, διάφορες ερευνητικές ομάδες χρησιμοποίησαν διάφορα δορυφορικά στοιχεία για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε καμία αυξανόμενη θέρμανση από τον ήλιο, που να συμβάλει στην παγκόσμια αύξηση της επιφανειακής θερμοκρασίας που παρατηρήθηκε μεταξύ των 1980 και 2002, γράφουν οι ερευνητές. Αφού απουσίαζαν λοιπόν αυτά τα στοιχεία που να δείχνουν οποιαδήποτε αυξανόμενη ηλιακή επίδραση, τότε οι επιστημονικές ομάδες υπέθεσαν ότι όλη η παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας - που μετρήθηκαν εκείνα τα χρόνια - έπρεπε να έχουν προκληθεί από τα αέρια που παγιδεύουν τη θερμότητα, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, που εισήχθη στη γήινη ατμόσφαιρα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, προσθέτουν στην εργασία τους. Αλλά μια μελέτη του 2003 από μια ομάδα που διευθύνθηκε από τον Richard Willson, κύριο υπεύθυνο του πανεπιστημίου Κολούμπια για τα πειράματα ACRIM, αντέκρουσε τις προηγούμενες δορυφορικές ερμηνείες της ηλιακής παραγωγής. Ο Willson και οι συνάδελφοί του συμπέραναν ότι η ανάλυσή τους αποκάλυψε μια σημαντική ανοδική τάση στη μέση ηλιακή φωτεινότητα κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Χρησιμοποιώντας τα συμπεράσματα της ομάδας του Κολούμπια ως αφετηρία για τη μελέτη τους, οι Scafetta και West ακολούθως ανέλυσαν στατιστικά κατά ποίο τρόπο η θα αποκρινόταν γήινη ατμόσφαιρα σε μια ελαφρώς ισχυρότερη ηλιακή θέρμανση. Και χρησιμοποίησαν μια αναλυτική μέθοδο που θα μπορούσε να ανιχνεύσει τις λεπτές, σύνθετες σχέσεις μεταξύ της ηλιακής παραγωγής και της επίγειας θερμοκρασίας. Οι αναλύσεις των ερευνητών του Duke εξέτασαν τις ηλιακές μεταβολές κατά τη διάρκεια 22 ετών κι όχι 11 ετών, όπως έγινε προηγουμένως από μια άλλη ομάδα που υιοθετούσε μια διαφορετική στατιστική προσέγγιση. "Το πρόβλημα είναι ότι η γήινη ατμόσφαιρα δεν είναι σε θερμοδυναμική ισορροπία με τον ήλιο", εξηγεί ο Scafetta. "Όσο περισσότερο είναι το χρονικό διάστημα τόσο ισχυρότερη θα είναι η επίδραση στην ατμόσφαιρα, επειδή παίρνει χρόνο για να προσαρμοστεί." Η χρήση του διπλάσιου διαστήματος των 22 ετών επέτρεψε επίσης στους φυσικούς του Duke να φιλτράρουν κάποια πιο σύντομης διάρκειας φαινόμενα, που μπορούν όμως να επηρεάσουν τις θερμοκρασίες της επιφάνειας αλλά δεν συσχετίζονται με την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν τις ηφαιστειακές εκρήξεις, που μπορούν προσωρινά να ψύξουν το κλίμα, και τις τρέχουσες αλλαγές των ωκεανών, όπως το Ελ Νίνιο που έχουν επιπτώσεις στα παγκόσμια κλιματικά μοτίβα. Τέλος εφαρμόζοντας την αναλυτική τους μέθοδο για την ηλιακή παραγωγή όπως υπολογίστηκε από την ομάδα του Κολούμπια, οι Scafetta και West καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι "ο ήλιος μπορεί να είχε συμβάλει ελάχιστα περίπου 10 έως 30% της παγκόσμιας θέρμανσης της επιφάνειας μεταξύ 1980-2002. Αυτή η μελέτη όμως δεν απορρίπτει ότι τα αέρια του θερμοκηπίου που παράγονται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες συμβάλλουν στην παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας, τόνισαν. "Αυτά τα αέρια έχουν μια συμβολή, αλλά όχι τόσο ισχυρή όπως θεωρήθηκε", λέει ο Scafetta. "Δεν ξέρουμε τι θα κάνει ο ήλιος στο μέλλον", προσθέτει ο Scafetta. "Επί του παρόντος, εάν η ανάλυσή μας είναι σωστή, σκέφτομαι ότι είναι σημαντικό να διορθωθούν τα μοντέλα του κλίματος έτσι ώστε να περιέχουν πιο αξιόπιστη ευαισθησία στην ηλιακή δραστηριότητα. "Μόλις γίνει αυτό, μετά θα είναι δυνατό να γίνει καλύτερα κατανοητό τι έχει συμβεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εκατό χρόνων". |