Το Voyager 2 στέλνει την αναφορά του φεύγοντας από τις παρυφές του ηλιακού συστήματοςΠηγή: NewScientist, 5 Ιουλίου 2008 |
Μετά από 30 χρόνια περίπου από τότε που ξεκίνησε το διαστημικό όχημα Voyager 2 της NASA, έχει φτάσει στο "χείλος" του ηλιακού συστήματος. Έτσι το Voyager 2 με τον αισθητήρα που έχει επιβεβαίωσε ότι η ηλιόσφαιρα -
μια τεράστια δομή σαν φούσκα γύρω από τον Ήλιο που σχηματίζεται από το
ηλιακό άνεμο - δεν είναι μια τέλεια σφαίρα, αλλά έχει ένα σχήμα σαν πιεσμένο
ελλειψοειδές. Φαίνεται το ηλιακό σύστημα να είναι «συμπιεσμένο» στη μία
πλευρά του γιατί ο ηλιακός άνεμος φτάνει προς το νότο σε μικρότερες
αποστάσεις απ’ ό,τι προς το βορρά προτού αυτός εξασθενίσει και αλλάξει
κατεύθυνση. Οι επιστήμονες ερμηνεύουν την μικρότερη απόσταση που διήνυσε
το Voyager 2 ως ένδειξη ότι το μεσοαστρικό μαγνητικό πεδίο ασκεί
μεγαλύτερη πίεση στο νότιο ημισφαίριο του ηλιακού συστήματος. Την ίδια
στιγμή, ο Ήλιος προσαρμόζει ελαφρώς την κίνησή του στον Γαλαξία μέσω
μεταβολών στον ηλιακό κύκλο.
Αυτό το το άκρο ή τέλος του κύματος κλονισμού είναι μία ταραγμένη περιοχή όπου ο ηλιακός άνεμος
- μια πολύ γρήγορη ροή ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις - επιβραδύνεται σημαντικά.
Αυτό σηματοδοτεί το όριο μεταξύ της εσωτερικής ηλιόσφαιρας - όπου ο
ηλιακός άνεμος κυριαρχεί - και της περιοχής όπου επιβραδύνεται ο ηλιακός
άνεμος (heliosheath), και αρχίζει να
κυριαρχεί το διαστρικό αέριο. Κανονικά η μειωμένη ταχύτητα των σωματιδίων του ηλιακού ανέμου στο όριο του ηλιοσφαιρικού κρουστικού κύματος θα έπρεπε να έχει μετατραπεί σε θερμότητα. «Αναμέναμε να βρούμε ιόντα στον ηλιοσφαιρικό κολεό με θερμοκρασίες πάνω από 1 εκατομμύριο κέλβιν», αναφέρει ο Ed Stone, του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας και επιστήμονας της αποστολής του Voyager, «αλλά αντιθέτως, οι τιμές των θερμοκρασιών κυμαίνονταν από 100.000 έως 200.000. Ο δε ηλιοσφαιρικός κολεός (heliosheath) είναι ψυχρότερος απ’ ό,τι αναμέναμε κατά ένα παράγοντα από 5 έως 10». Οι αστρονόμοι εικάζουν ότι οι κοσμικές ακτίνες μπορεί να
έχουν «λεηλατήσει» την ενέργεια κατά την επιτάχυνσή τους. Όπως το θέτει ο
Leonard Burlaga, του Κέντρου Διαστημικών Πτήσεων Goddard της NASA, «τα
ιόντα αναπηδούν πάνω στις μαγνητικές διαταραχές που δημιουργούνται από τον
άνεμο, ενώ η ενέργεια του ηλιακού ανέμου καταλήγει σε αυτά τα ιόντα».
Παραμένει άγνωστο το πόσο μακριά από το ηλιοσφαιρικό κρουστικό κύμα και σε
τι απόσταση μέσα στον ηλιοσφαιρικό κολεό λαμβάνει χώρα η επιτάχυνση των
κοσμικών ακτίνων. Η ζώνη του ηλιοσφαιρικού κρουστικού κύματος ορίζεται ως η περιοχή όπου ο ηλιακός άνεμος δεν μπορεί πλέον να κινηθεί ενάντια στον τεράστιο «ωκεανό» των μεσοαστρικών διαστημικών σωματιδίων. Ο ηλιακός άνεμος όπως γνωρίζουμε συνίσταται από ένα υπερηχητικό ρεύμα φορτισμένων σωματιδίων, τα οποία ταξιδεύουν ακτινικά από τον Ήλιο προς τα έξω με ταχύτητα 400 χιλιομέτρων ανά δευτερόλεπτο, ταχύτερα από οποιοδήποτε άλλο κύμα κατά μήκος του μαγνητικού πεδίου του Ήλιου. Μόνο όταν ο ηλιακός άνεμος προσεγγίζει το ηλιοσφαιρικό κρουστικό κύμα αρχίζει να επιβραδύνεται στα 300 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο, ως αποτέλεσμα της αντίθετης προς τον ηλιακό άνεμο κίνησης των σωματιδίων κοσμικής ακτινοβολίας που προέρχονται από τον ηλιοσφαιρικό κολεό (heliosheath) —η περιοχή αμέσως μετά το ηλιοσφαιρικό κρουστικό κύμα. |